Πολεις

Όλα τα καλοκαίρια δεν είναι ίδια

In a state nearby

Ελένη Σταματούκου
2’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Διαβάζεται ακούγοντας αυτό:

Είναι Πέμπτη απόγευμα μετά τη δουλειά, Αύγουστος ενός ξεχασμένου καλοκαιριού. Έχει πολύ υγρασία και η ζέστη την επιδεινώνει. Με πονάει το κεφάλι μου. Είναι απόγευμα, αλλά ο ήλιος είναι τόσο ζεστός, που θα μπορούσε να ήταν κάλλιστα μεσημέρι. Στέκομαι γωνία Αριστοτέλους και Τσιμισκή και περιμένω μια φίλη. Κοιτάζω γύρω μου τον κόσμο. Η Θεσσαλονίκη έχει αδειάσει. Όλοι έφυγαν, οι μοναδικοί που έχουν απομείνει είναι οι ζητιάνοι, οι άστεγοι και τα τζάνκια. Αυτοί δεν πάνε ποτέ τους διακοπές. Η πολυκοσμία των προηγούμενων μηνών τους έκρυβε, πλέον όμως είναι ορατοί. Πάντα όμως είναι εκεί, ασχέτως αν δεν τους βλέπουμε.

Κάποιους τους ξέρω, τους αναγνωρίζω από μακριά από το ανάστημά τους και το περπάτημά τους. Επιλέγουν ένα συγκεκριμένο σημείο της πόλης. Εισόδους πολυκατοικιών, παγκάκια, πλακάκια, γωνίες σε πεζοδρόμια. Μιλούν καθαρά και σπασμένα ελληνικά, είναι παππούδες, γιαγιάδες, μεσήλικες, νέοι και παιδιά. Άλλοι κοιμούνται, άλλοι σαν όρθια ερείπια ταλαντεύονται πάνω στη γη, και άλλοι απλώνουν τα χέρια τους αναζητώντας όχι τον Θεό, αλλά μερικά ευρώ. Νομίζω ότι γνωρίζονται μεταξύ τους, αν όχι, σίγουρα αναγνωρίζει ο ένας τον άλλον. Έχουν υπογράψει έναν σιωπηλό όρκο, που λέει ότι εδώ είναι η θέση μου, εκεί είναι η δική σου. Ο δρόμος έχει τους δικούς του κανόνες, είναι ένα άβατο με μοναδικό θεό τον εαυτό σου. Τόσοι μαζεμένοι θεοί, ποιος να πιστέψει ποιόν;

Η φίλη μου έφτασε και περπατάμε προς την παραλία. Καμιά φορά στη Θεσσαλονίκη ξεχνάω ότι υπάρχει θάλασσα, φταίει που τρέχω κάθε φορά σαν την αλαφιασμένη, να προλάβω κάτι, που ούτε και εγώ δε ξέρω τι είναι αυτό το κάτι. Καθόμαστε σε ένα από τα πολλά καφέ. Ένα ελαφρύ αεράκι μας χαϊδεύει το πρόσωπο. Η φίλη μου μιλάει για τη θάλασσα και εγώ αφαιρούμε κοιτάζοντάς την. Νομίζω για αυτό ζούμε ακόμα σε αυτήν την χώρα, για αυτό το φως και το απέραντο μπλε. Είναι αρκετό όμως; Καμιά φορά θέλω να τα παρατήσω όλα και να φύγω, αλλά πάντα κάτι τυχαίνει και δεν το κάνω. Ο ήλιος παίρνει το πορτοκαλί του χρώμα και δύει μέσα στο λιμάνι. Θέλω να γυρίσω πίσω στο σπίτι.

Έχει πια νυχτώσει. Στο δρόμο με σταματάει ένα παππούς, φοράει γυαλιά ηλίου και ένα καπέλο. «Δεν θα πάτε διακοπές φέτος», με ρωτάει. Χαμογελώντας του λέω «όχι» και τον χαιρετώ. Δεν ξέρω τι σκεφτόταν και μου έκανε αυτή την ερώτηση, πάντως μου έφτιαξε κάπως τη διάθεση. Η τηλεόραση προβάλλει σίριαλ σε επανάληψη. Στην εικονική πραγματικότητα του Instagram και του facebook βλέπω στα προφίλ των φίλων ακρογιαλιές και δειλινά και διαβάζω τα λόγια της πλώρης. Από τα ηχεία ακούω στη διαπασών το «A State Nearby» της Σtella και του ΝΤΕΙΒΙΝΤ. Όταν συναντιούνται αυτοί οι δύο, κάνουν πάντα θαύματα. Η ώρα περνάει. Μιλάω με τον φίλο μου τον Θωμά στο τηλέφωνο για αυτό το καλοκαίρι. «Όλα τα καλοκαίρια δεν είναι ίδια και η φετινή χρονιά πάει κατά διαόλου για πολύ κόσμο γύρω μου, αλλά και για εμένα, ωστόσο προχωράμε. Αλλά να ξέρεις ότι όλα τα καλοκαίρια δεν είναι ίδια», αυτά μου είπε και ύστερα κλείσαμε το τηλέφωνο.

Τα λέμε την επόμενη Κυριακή…