Πολεις

Με παράθυρα ανοιχτά

Παρατηρώντας τυχαία τους ανθρώπους, τους καταλαβαίνεις καλύτερα

Μαρία Μπουτζέτη
1’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Το καλοκαίρι επίμονο, τα παράθυρα ανοιχτά, τα διαμερίσματα «κουτιά» ξεκλείδωτα. Είναι φορές που η περιέργεια σε παρασύρει να κοιτάξεις μέσα τους ή μάλλον να κρυφοκοιτάξεις και αθώα να «κλέψεις» κάτι από το περιεχόμενό τους: μερικά καρέ από ταινίες σε παράλληλες οθόνες, ταινίες άλλοτε βουβές, άλλοτε ηχηρές. Είναι πάλι φορές που η στενότητα του ορίζοντα ορίζει τη ματιά σου και σε καθιστά ακούσιο μάρτυρα σε αληθινά σκηνικά.

Όταν ανοίγουν τα παράθυρα, ανοίγουν και οι ζωές. Όταν τραβιούνται οι πτυχώσεις της κουρτίνας, ξετυλίγονται οι πτυχές της ζωής. Είναι οι σκιές που αχνοφαίνονται από τα μπαλκόνια, είναι οι φιγούρες που μισοφαίνονται ανάμεσα σε τοίχους και τέντες, είναι οι φωνές δίχως πρόσωπα.

Είναι η κυρία που με το νυχτικό μαγειρεύει το βράδυ στην κουζίνα στο φως του απορροφητήρα, είναι η γυναίκα που απλώνει ρούχα τα μεσάνυχτα όταν το ρεύμα είναι νυχτερινό, είναι ο πατέρας που ανάβει το τσιγάρο του, όταν οι άλλοι έχουν κοιμηθεί ψάχνοντας τρόπο να κερδίσει την επόμενη μέρα. Είναι η κοπέλα που διαβάζει αργά στο μπαλκόνι∙ είναι και κάποιος που μιλά στο σκύλο του ανθρώπινα, τον μαλώνει, τον συγχωρεί, τον επιβραβεύει.

Παρατηρώντας τυχαία τους ανθρώπους, τους καταλαβαίνεις καλύτερα. Ίσως μόνο τότε να μπορείς να τους γνωρίσεις αληθινά, απαλλαγμένους από προσποιήσεις. Τα παράθυρα που ανοίγουν είναι μια άτυπη πρόσκληση επικοινωνίας, είναι η αιδώς που παραμερίζεται, όταν η μοναξιά είναι βαρύτερη και πνιγηρή. Είναι η βεβαιότητα της άλλης παρουσίας, που θρέφει την ασφάλεια της πόλης. Τα παράθυρα που ανοίγουν δεν έχουν τίποτα να κρύψουν. Και ευτυχώς είναι πολύ περισσότερα από τα κλειστά.