Πολεις

Θεσσαλονίκη είσαι!

Στέφανος Τσιτσόπουλος
7’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

«Θεσσαλονίκη είσαι!». Εδώ πάνω θα πει σε μετάφραση πως είσαι σένιος, αρχηγός, μετράς, γιατί κάνεις κάτι και το κάνεις καλά. Και οι εννιά που ακολουθούν, αγόρια και κορίτσια, «Θεσσαλονίκη είναι». Γιατί σε πείσμα της αδράνειας ή των προβλεπόμενων ομαδοποιημένων κλισέ, στήνουν καταστάσεις και πραγματάκια ωραία και sui generis. Γνωριμία τώρα! 

Ο Δημήτρης Τόλης «νιαουρίζει» cat εικόνα και καθ’ ομοίωση! 

Ο γκαλερίστας Δημήτρης Τόλης και μία από τις 15 γάτες, αυτή της Μαρίας Ξυνοπούλου. Τις υπόλοιπες ανακάλυψέ τες μόνος σου, στη διασταύρωση Λεωφόρου Νίκης με Καρόλου Ντηλ, γκαλερί Ειρμός.

Τον εκτιμώ βαθύτατα κάθε που τον βλέπω να διασχίζει τις κεντρικές λεωφόρους της πόλης, ντυμένος πάντα στην πένα. Συνήθως κρατά χαρτοφύλακα, καμιά φορά και σακίδιο, άλλες φορές φορά σακάκι με μαντηλάκι καλαίσθητο, άλλες πάλι όχι, σπορ και κάζουαλ, μα πάντα με μια αστική ευγένεια στο βλέμμα και στον ρυθμό βαδίσματος για τον ιδιοκτήτη και κιουρέιτορ της «Ειρμός». Που αυτές τις μέρες εκθέτει γάτες. Άσπρες, μαύρες, τιγρέ, χαδιάρες ή γρατζουνίστρες, κεραμιδίσιες ή του σαλονιού, οι γάτες της γκαλερί «Ειρμός», απαθανατισμένες από δεκαπέντε καλλιτέχνες, στο πλαίσιο της έκθεσης «Ο Αμφίβολος Επισκέπτης», χασμουριούνται ραχατλίδικα. Σέρνουν, ζευγαρώνουν, αδιαφορούν ή κάνουν ότι ενδιαφέρονται, προβάλλουν τον εαυτό τους στον προσφερόμενο χώρο, επιλέγοντας την εύθραυστη συνύπαρξη. Γιατί γάτα θα πει μοναξιά, ξενιστής, πλάσμα συμφεροντολογικό μα και αύταρκες – δεν επιζητούν την κοινωνικότητα ούτε με τις άλλες της γειτονιάς ή της αυλής, ούτε με τον αφέντη τους. Που δεν έχουν. Ω, αυτή η έκθεση με εντυπωσιάζει με τη ρευστότητα της αφήγησης και την ποικιλία των υλικών: μια απόπειρα «ομαδικού πορτρέτου» με ζωγραφικές, κολάζ, γλυπτική (από ιαπωνικό τούβλο), λάδια, τυπώματα, μολύβια και ακρυλικά, που έτσι μου έρχεται να κατεβάσω ως και τον δικό μου γάτο, για να δει τα φιλαράκια του, όπως ποζάρουν ή επιδεικνύουν γατοσυμπεριφορά. Ναι, οι γάτες παραμένουν πάντα ένα άλυτο μυστήριο. Αποσυνάγωγες, μιας και τελούν αποσχισμένες και από τις δυο άκρες του δίπολου άγριου και εξημερωμένου, ζουν μυστικές ζωές αρχέγονα άστατες, εξ ου και η μπαμπεσιά ή η αυστηρώς μονήρης περιφορά τους. Επιλεκτικά συντροφικές, τοτεμικές υπάρξεις που γεννούν δέος, μιας και μπορεί να ήρθαν εδώ για να εκπληρώσουν κάποιου άγνωστου θεού το έργο ή την προφητεία, οι γάτες της γκαλερί «Ειρμός», έτσι όπως τις κοιτάζω, μοιάζουν με προσομοιώσεις από την αντίστοιχη της Αλίκης: εγώ κοιτώ αυτές μέσα από τον καθρέπτη, μα κι αυτές κοιτούν εμένα. Προβοκατόρικα, παιχνιδιάρικα, με μάτια που λάμπουν τρυπώντας το σκοτάδι της αστικής νύχτας. Εποπτεύουν τη θάλασσα, μιας κι απέναντί της ζουν–  μια λωρίδα κυκλοφορίας μόνο απέχει η γκαλερί-σπίτι τους από τον Θερμαϊκό. Κι όπως γράφει κι ο Δημήτρης Τόλης, πάντα άοκνος και πριζομένος και ψυχή - νέο αίμα της ιστορικής αυτής αίθουσας τέχνης, «Εκεί κοντά, κάποιος ευαίσθητος θηρευτής ονείρων, ως άλλος Radolph Carter, θα δει τη μεγάλη εικόνα και έμπλεος ευτυχίας θα συνεχίσει τη ζωή του γνωρίζοντας πως αυτά τα ζώα είναι τα genni loci του δικού μας κόσμου». 

Ο Cockney Lama δεν είναι από το Θιβέτ, αν και θα μπορούσε! 

Ο Cockney Lama είναι ένας γνήσιος ρέιβερ

Γιατί είναι ζεν, ακόμα κι όταν τεντώνει τέρμα τα bpm. Ή παίζει τέρμα χοροπηδηχτό, ηδονιστικό, παραθαλάσσιο beach house ή τέκνο, στο φλορ ή την άμμο σώματα εκστασιάζονται και χέρια σηκώνονται ψηλά, μα τούτος λικνίζεται νωχελικά. Ο Cockney Lama δεν το χάνει. Σαν βουδιστής μοναχός. Παρότι το ψευδώνυμό του δεν έλκει από Κατμαντού, μα από το Ανατολικό Λονδίνο και τα χρόνια που ο Cockney έζησε εκεί. Και «σπούδασε» την τέχνη. Της δισκοβολίας και του πάρτι, ω, ο τύπος είναι μέγας παρτάκιας. Από τους τελευταίους πιτσιρικάδες που κρατάνε τη «φάση» αληθινή και ανυπόκριτα χαρούμενη, ok, είναι η ηλικία τους τέτοια και προσφέρεται η Θεσσαλονίκη να τη ζεις γρήγορα και χαρούμενα, μακριά από την κουλτούρα της «μίρλα» city, που ευδοκιμεί στον αντίποδα. Ο Cockney δεν το βάζει κάτω και προσπαθεί: γράφει τη μουσική του (Monique musique, Robsoul recordings), σκοράρει στο «Hostel 9», το «Highscool Pizza», στη «Ροκανρόλα», αλλά και σε παραλίες της Χαλκιδικής, φορώντας αυτά τα φετιχιστικά μπλουζάκια της αμερικάνικης λίγκας Nfl. Και όταν παίζει, παίζει τίμια και ιδρωμένα ένα ρυθμάτο σετ που το free style το τιμάει και το ταρακουνάει. In a summer near you, in a party after sun...

Η Μαρία Φουτζιτζή έγραψε το απόλυτο αστικό καλοκαιρινό ποίημα!

Το βιβλιαράκι της κυκλοφορεί από το «Σαιξπηρικόν» και λέγεται «Ποσά αντιστρόφως ανάλογα και αναλόγως αντίστροφα κορίτσια». Αποφεύγει τη ρίμα, προτιμά το ρέον ατίθασα. Μιλά σε αναπτήρες, μήλα, αρνήσεις και καταφάσεις, κάνει όβερ κουλ σχέδια για όβερ εξπόουζινγκ καταστάσεις τελώντας άντερ δε ίνφλουενς οφ άλκοχολ, εμπαίζοντας τόσο γλυκά, όλη αυτή τη μαλακία του φουμπού και του άντερ εστιμέιτ. Σπούδασε αγγλική γλώσσα και φιλολογία, πραγματοποίησε μεταπτυχιακό πάνω στη δημιουργική γραφή στη Φλώρινα, παθαίνει πανικό, «όλοι σας τρέχετε τόσο γρήγορα -αεροπλάνα, τρένα, αυτοκίνητα, άνθρωποι», δεν κωλώνει να αραδιάζει τις καταστροφές της μέρα μέρα και να θεοποιείται τα βράδια στα κεφάλια αυτών που τριπάρουν με Γώγου και Μπουκόφσκι - αυτή η μάστιγα!!! Και στο ποίημα που μιλά για καλοκαίρι, προβαίνει σε εξόχως λυρική αποτύπωση της Θεσσαλονίκης α λα Τούμπα νταλαούρι ή Εύοσμος αναβράζων ένεκα κάψας και Ιουνίου. Παραθέτω απόσπασμα: «Η πόλη το καλοκαίρι γίνεται χωριό / βγαίνεις με βρεγμένα μαλλιά και κανείς δεν σου δίνει σημασία / ή κάθεσαι όλη μέρα στο μπαλκόνι γιατί στο σπίτι κάνει ζέστη / μαζί με τον απέναντι και τον από πάνω σου / κι ακούτε όλοι μαζί κάθε μεσημέρι την τύπισσα που φωνάζει τον / Κωστάκη να φάει τα κεφταδάκια του και το διπλανό ζευγάρι που / πηδιέται με ανοιχτές πόρτες / αίσθημα συλλογικότητας στη γειτονιά· / αυτή η αίσθηση της όχι ακριβώς αδράνειας, απλά ποζαρισμένης / δραστηριότητας / μου αρέσει τόσο / που εκπλήσσομαι όταν μου λένε καλό μήνα / αν ήταν να μιλούσαμε μόνο με γενικεύσεις / αυτό θα ήταν το αγαπημένο μου σταματημένο καλοκαίρι / κι εσύ θα ήσουν η αγαπημένη μου σειρά σε επανάληψη / μεσημεριανής ζώνης».

Η Μαρία Φουτζιτζή γράφει με ποιητική διάθεση

Ο Νίκος Καρδαράς και ο Γιάννης Παντζίκης είναι γιογιό!

Γιάννης Παντζίκης συν Νίκος Καρδαράς ίσον εστιατόριο «Μασσαλία». Χαλκιδική και ενταύθα.

Γιατί, όπως κάθε καλοκαίρι, η «Μασσαλία» τους, το υμνημένο ρέστο, παίζει σε δυο ταμπλό, Θεσσαλονίκη και φυσικά το θερινό κατάλυμα στη Φώκια Χαλκιδικής. Πάνε κι έρχονται πάνω κάτω. Μια έξοχη ντέλι ελληνική κουζίνα με «πειραγμένη» εικόνα αλλά ευλαβικώς εμμονικές πατροπαράδοτες γεύσεις που τρελαίνουν τα Skg guides για το καλοκαίρι, και κατ' επέκταση τον ταξιδιώτη μα και τα λοκάλια – νομίζω πως αυτό το εστιατόριο είναι ο ορισμός της urban Μεσογείου: αρνίσια κεμπάπ με πάπρικα, γιαούρτια και πίτες, μερακλίδικα σπετσοφάγια, χόρτα με σεβρ και τσάτνεϊ παντζαριού και μήλου, επικές ταλιάτες, αγιορείτικες καπνιστές μελιτζάνες, λαυράκια φιλέτο με πουρέ και ταλιατέλες κολοκυθιού. Όχι, θα συνεχίσω: καλαμάρια σοτέ με σαλάτα αβοκάντο και γλυκό καλαμπόκι, κρέας, ψάρι και... ο Νίκος Καρδαράς κι ο Γιάννης Παντζίκης είναι γιογιό, μα αξίζει το τρέξιμο. Γιατί είναι νέοι, ωραίοι και την ξέρουν την κουζίνα την ελληνική, όπως και το καλοκαίρι μας, που χωρίς τη «Μασσαλία», για μένα προσωπικά, θα ήταν βυθός χωρίς αστερίες. 

Η Στεφανία Ζώρα ετοιμάζει μπαγκαζιέρα για την Αθήνα!

Ευτυχώς όχι μόνιμα, μα μόνο για το Φεστιβάλ Αθηνών και Επιδαύρου, μιας και στις 6 και 7 Ιουλίου η «Οικογενειακή Γιορτή» του ΚΘΒΕ θα σκοράρει δυο παραστάσεις. Είναι η μικρή κόρη της οικογένειας, παρατηρεί, περιφέρεται γύρω από το δράμα με έναν τρόπο γνήσια σκαμπρόζικο, όπως της ζήτησε ο Γιάννης -σκηνοθέτης- Παρασκευόπουλος, διασχίζει δηλαδή το «σφαγείο» ανέμελη(;) με το άλλοθι που της χαρίζει και η μικρή της ηλικία στο έργο, μα και το λεπτεπίλεπτο πραγματικό της δέμας, που μοιάζει να την επέβαλε για τον συγκεκριμένο ρόλο. Αριστούχα απόφοιτος από την εδώ Κρατική Δραματική Σχολή, η Ζώρα ανήκει στη νέα γενιά των Θεσσαλονικέων ηθοποιών, που δεν μανιερίζουν, απεναντίας, ο ρεαλισμός τούς πάει πολύ μα και το ροκ του Νιλ Γιανγκ ή τα μπλουζ του Τομ Γουέιτς επίσης: γιατί η Στεφανία Ζώρα τραγουδά και με τους Dead March, κοινώς είναι πολυσυλλεκτική και πολυτάλαντη. 

Η Στεφανία Ζώρα και ηθοποιάρει και ροκάρει.

Ο Στέργιος Φουρκιώτης και ο Χρήστος Κατσικογιώργος είναι εισβολείς! 

«Μέσα στην Πόλη των Άλλων». Στην TV100, με τον Κατσικογιώργο να ρωτάει και τον Φουρκιώτη να τραβάει. Διδυμάκι ολκής.

Αλλά με τη συναίνεση των καλεσμένων τους: η εκπομπή τους «Μέσα στην Πόλη των Άλλων» –δεν σας καταλάβαμε, μπα, καθόλου, πως αγαπάτε Τρύπες, παίδες– είναι ίσως το πιο μεστό μαγκαζίνο πολιτισμού, πέραν επικαιρότητας, μα με το κριτήριο τη διαρκή πορεία του δημιουργού στην πόλη και τον χρόνο. Αφήνουν τον καλεσμένο τους αβίαστα να μιλά –πονηρέ Κατσικογιώργο, αυτό είναι δημοσιογραφική τεχνική που απαιτεί οικειότητα με το «θέμα» μα και μαστοριά–, ενώ την ίδια στιγμή ο σκηνοθέτης, καμέραμαν και μοντέρ Φουρκιώτης φιλμάρει αεικίνητα και επιδέξια. Νευρική ως προς το πλάνο και απίστευτα μεστή ως προς το τελικό στόρι τέλινγκ παραγόμενο, «Η Πόλη των Άλλων» διηγείται Ιστορίες για τη Θεσσαλονίκη της μουσικής και της λογοτεχνίας, του σινεμά και του κλάμπινγκ, αυτή είναι η αξία μα και το σημαίνον - σημαινόμενο: από την αστυνομική δεξιότητα του Πέτρου Μαρτινίδη, στη Μέμα Μπινοπούλου και το φετιχιστικό δισκοπωλείο Stereodisc. Από τον Παύλο-Σπαθί-Παυλίδη, στον αρχιτέκτονα της Νέας Παραλίας Πρόδρομο Νικηφορίδη κι από τον κομίστα Βασίλη Γκογκτζιλά στον ζωγράφο Γιώργο Κόφτη, οι Κατσικογιώργος και Φουρκιώτης καδράρουν και νετάρουν στα «κύματα»-ανθρώπους που συνολικά δημιουργούν αυτές τις παλιρροϊκές δημιουργικά εκρήξεις. Κι όλα αυτά με σκηνικό, ρακόρ και ντεκόρ τα καφενεία, έτσι για να δικαιωθεί ο μέγας Μπόρχες μα και η παράδοση που θέλει στη Θεσσαλονίκη μέσα από καφεΐνες και αλκοόλ να γράφονται οι μικρές και μεγάλες εποποιίες: «Ολόκληρη η ιστορία της ανθρωπότητας μπορεί να ξεκίνησε με τρόπο τετριμμένο, από την ψιλή κουβέντα των καφενείων». 

Άγγελε Μπάκα, ποιος είναι ο Άμοιρος Άλφα (Ακροβατίδης);

Ο Άγγελος Μπάκας είναι ο Άμοιρος Άλφα Ακροβατίδης. Αλλά πάει και ανάποδα.

Με δικά του λόγια. Αυτού που για τη νέα σκηνή οπτικής επικοινωνίας της Θεσσαλονίκης –δυσφορούν, ξέρεις, οι σχεδιαστές να τους λες γραφίστες α λα old school– υπήρξε μα και συνεχίζει να είναι μέντορας και Πάπας. Παλιά καραβάνα στο κουρμπέτι της τυπογραφίας, ο Άγγελος Μπάκας σχεδίασε γραμματοσειρές, επιμελήθηκε το art direction μεγάλου αριθμού εντύπων και εφημερίδων, δίδαξε σε πανεπιστήμια ελληνικά και ξένα, μέχρι που μια μέρα αποφάσισε να βγάλει στη φόρα κι έναν άλλο χαρακτήρα. Ένα άλτερ ίγκο, έναν τύπο που μιλά στον Θεό μα και στα δένδρα, σε Εβραίους και Αρμένηδες, που μετά βαφτίστηκαν Σαμουήλ κι έγιναν καλόγεροι μονοφυσίτες, καθώς και σε κάτι φίλους καρδιακούs όπως ο Χάρης ο Πορσάκιας (έλα, ρε μαν, ο Θεοφράστου της ΕΤ3 του δανείζει φωνή και πάθος, τι κερδίζω;), όργιο! Κι αυτόν τον άλλον Άγγελο, τον «Ακροβατίδης», που όμως τον ερμήνευσε ο Μπάκας λάιβ, αφού από το βιβλίο οι λέξεις δραπέτευσαν και έκαναν σταντ απ κόμεντι, κληθήκαμε να διαβάσουμε και να χειροκροτήσουμε. Γιατί και με δικά του λόγια τώρα: «Γνώρισα τον Άμοιρο Άλφα (Ακροβατίδη) πριν από πέντε χρόνια, σε μια κάπως δύστροπη περίοδο της ζωής μου. Έκτοτε, ο Άμοιρος έγινε ο οδηγός και μέντοράς μου, η κρίσιμη καμπή στον επαναπροσανατολισμό μου. Την Τετάρτη 7 Ιουνίου στο εξαιρετικό μπαρ LaDoze στη Θεσσαλονίκη, ο Άμοιρος, μαζί με τον απόστολο του θεϊκού χιούμορ Giuseppe Vieri, παρουσίασαν την αληθινή βιογραφία του, με τίτλο «Αγαπητέ Θεέ, τι στο διάολο;!...», που, τελικά, επαναπροσδιορίζει τη σχέση του ανθρώπου με τον Θεό, αρκεί να διαθέτει κανείς μια κάποια αίσθηση του χιούμορ. Επαναπροσδιόρισε επίσης τον τρόπο παρουσίασης βιβλίων, έτσι ώστε να άξιζε τα ψίχουλα που πληρώσατε για να αποκτήσετε ένα υπογεγραμμένο αντίτυπο». Από τις εκδόσεις Ανάτυπο.