Πολεις

Γιώργος Πούπης: Οι μνήμες του νερού

Ο φωτογράφος Γιώργος Πούπης είναι ο ορισμός του Θεσσαλονικέως sui generis, είναι μια εμβληματική μορφή...

Στέφανος Τσιτσόπουλος
ΤΕΥΧΟΣ 341
3’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

«Είμαι ζώο μητροπολιτικό, δεν μπορώ να φανταστώ τον εαυτό μου έξω από το κέντρο της Θεσσαλονίκης, ότι θα ξυπνάω το πρωί και δεν θα βλέπω τη θέα από τα αρχαία του 4ου αιώνα στο Διοικητήριο, αλλά κάποιους ολάνθιστους κήπους στο Πλαγιάρι ή λιβάδια στο Ρετζίκι.

Μου αρέσουν οι εξοχές, αλλά όχι οι αστικοποιημένες, μου αρέσει να κοιτάζω τον τίγρη στα μάτια, αρκεί η ερημιά να είναι αυθεντικά άγονη και όχι αστικώς ενορχηστρωμένη. Με εμπνέουν τα παιχνιδίσματα του φωτός, όπως ιριδίζουν τη μέρα, ή τα τεχνητά της μαρκίζας, όπως λάμπει τη νύχτα μακιγιάροντας κτίρια ή οροφές αυτοκινήτων επί της Τσιμισκή».

Ο φωτογράφος Γιώργος Πούπης είναι ο ορισμός του Θεσσαλονικέως sui generis, είναι μια εμβληματική μορφή όχι μόνο χάρη στην ύψιστη τέχνη που παράγει, είτε φωτογραφίζοντας τους θησαυρούς του Αγίου Όρους είτε τα κάλλη της νήσου Λέσβου, αλλά ακόμα και όταν μιλά για τις χάρες του θεσσαλονικιώτικου κέντρου. 

Μας χωρίζουν ηλικιακά αρκετά χρόνια, όπως και εμπειρίες. Ανήκει στη μυθική εκείνη γενιά των Ελλήνων που ανδρώθηκαν, αλήτεψαν, σπούδασαν, εκπαιδεύτηκαν και γλέντησαν στο Παρίσι του Αραγκόν. Λεηλάτησαν ως έξαλλοι νέοι την “Gallerie Lafayette”, με αποτέλεσμα η κομψότητα με την οποία περιφέρονταν στη Μονμάρτη να προκαλεί σεισμό έντασης αντίστροφα ανάλογης με τα φράγκα που είχαν στην τσέπη τους. Σούταρε ηθοποιούς και καλλιτέχνες, συγγραφείς και διαφήμιση, και τα τελευταία χρόνια στη Θεσσαλονίκη αποτελεί ένα δεινό και έξοχο καταγραφέα λεπτομερειών ζωής, υλικών και ανθρώπων που το μεγαλείο τους δεν είναι ορατό διά γυμνού οφθαλμού. Αυτή είναι, όμως, και η δύναμη της τέχνης του. Να υποδεικνύει και να τοποθετεί το αξιόλογο υπάρξεων και αντικειμένων στο πλαίσιο που τους αρμόζει. 

Κατευθυνόμαστε παρέα προς τη δυτική πλευρά της πόλης, στο Μουσείο Ύδρευσης, όπου φιλοξενείται η έκθεσή του «Διαδρομές του νερού στη Θεσσαλονίκη». Το τοπίο μού είναι γνώριμο. Το γέρικο και παρατημένο συγκρότημα Φιξ, η αντιπροσωπεία της Κράισλερ, το γυάλινης θηριωδίας κατασκεύασμα Porto Center, όπου στεγάζεται ο ΑΝΤ1, η διαρκής αίσθηση πως, αν αλλάξεις τη διαδρομή «Πειραιάς - Καλλίπολη, το λεωφορείο του λόφου» από το «Μοτοκούζι» των Στέρεο Νόβα, μετατρέποντάς το σε μια βόλτα με το λεωφορείο 31, Βούλγαρη - Σφαγεία, το νόημα είναι ίδιο: «Κοίτα πώς ανοίγει ο κόσμος σ’ αυτή τη στροφή/ τα χρώματα της γης απλώνονται σαν μεγάλη γιορτή/ σαν φωτοβολίδα το απόγευμα σκάει/ και πέφτει το βράδυ σαν ανθρώπινο χάδι/ διασχίζουμε τα FM, τις ειδήσεις των εννέα/ προεκλογικά δελτία, διεστραμμένη γερουσία/ από εδώ ως τα διυλιστήρια ο αέρας βρομάει/ κανείς τους δεν φταίει, κανείς δεν αλλάζει».

Το Μουσείο Ύδρευσης είναι άδειο. Περικυκλωμένος από παλιά αντλιοστάσια και αντήχηση, καθώς η φωνή του Γιώργου Πούπη διηγείται ιστορίες νερού, νιώθω ευλαβικά ευγνώμων που ο καλλιτέχνης με ξεναγεί προσωπικά στις εικόνες του. Παντού πρωταγωνιστεί ένα ποτήρι με νερό. Βολτάρει στην πινακοθήκη, στέκεται στην πλατεία Δικαστηρίων, περιπλανιέται στη Ροτόντα, το Μέγαρο, τις «Ομπρέλες» του Ζογγολόπουλου, στην εγκατάσταση «Πριόνι» του Αρχαιολογικού Μουσείου. Ύστερα το πιάνουν εξάψεις και φεύγει μακριά, στα ιαματικά λουτρά Πόζαρ, στην Έδεσσα, τον αγκαδά και τη Ρεντίνα. Ή την αράζει κάτω από ένα σύννεφο, «υπόσχεση νερού είναι τα σύννεφα, όταν γίνουν βροχή, θα φυλακιστούν εντός του. Ήταν μια ιδέα που την πρότεινα στην ΕΥΑΘ. Να παρακολουθήσουμε δηλαδή την ιστορία του νερού στο τώρα, το χθες και τα πέριξ της πόλης».

Το 1892, επί Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, η Θεσσαλονίκη ποτιζόταν με νερό από το Χορτιάτη. Το κέντρο της έπαιρνε νερό από τη μεγάλη στέρνα της Μονής Βλατάδων. Στο Μουσείο Ύδρευσης υπάρχουν ακόμα κομμάτια των αντλητικών συστημάτων της εποχής, προτού δεκάδες χρόνια μετά, επί Σχεδίου Μάρσαλ, εγκατασταθούν στην πόλη οι τεράστιες πετρελαιοκίνητες μηχανές «Μιρέλες», δύναμης 350 ίππων, όπου μαζί με τους αεροσυμπιεστές της εποχής κατάφεραν να φέρουν νερό από τον Αλιάκμονα και την Αραβησσό. Τότε ήταν που σταμάτησαν να περιφέρονται στην πόλη οι νερουλάδες. Εκεί κάπου στο 1955, που το ύδωρ άρχισε να τρέχει μέσα από σωλήνες.

Για τον Πούπη, το νερό είναι πόση, είναι κάθαρση, είναι ενέργεια, λίπασμα που εξαιτίας του ανθίζει η πλάση, πυρόσβεση, επιθυμία, παιχνίδι για χρυσόψαρα ή και ανθρώπους. Ξεδιψά εραστές, δροσίζει σώματα, διαθέτει μία ισχυρή μεταφυσική. Ο Πούπης το φωτογραφίζει ποιητικά, η ποίηση, άλλωστε, τον κατατρέχει εμμονοληπτικά σφραγίζοντας τις περισσότερες εικόνες του. 

Επιστρέφοντας στην πόλη, χαζεύουμε τον υπέρβρομο Θερμαϊκό. Το πλαγκτόν και τα λύματα μοιάζουν σαν μια ειδική κατασκευή που επεκτείνει το πεζοδρόμιο. Ή σαν καφέ γρασίδι για να παίξεις γκολφ. Στους δρόμους ατελείωτοι λόφοι φτιαγμένοι από αμάζευτα σκουπίδια και απορρίμματα που, εκμεταλλευόμενα την κόντρα Μπουτάρη και Τομέα Καθαριότητας, επεκτείνονται ιμπεριαλιστικά. Με αφήνει στο φανάρι Π. Π. Γερμανού και Παύλου Μελά. Ξανακοιτώ την εικόνα του. Λυγερόκορμος, υπέρκομψος, με την καμπαρτίνα, το καλοσιδερωμένο πουκάμισο, το –στην τρίχα τσακισμένο– παντελόνι και τις τιράντες, αυτός ο άνθρωπος είναι για μένα κάτι σαν τον Κωνσταντίνο Τζούμα όταν διασχίζει το Κολωνάκι: η προσωποποίηση της αστικής καλλιέπειας. Ένας σπάνιος Θεσσαλονικιός κι ένας καλλιτέχνης μετρ. 

Μη χάσεις 

Τον Νίκο Πορτοκάλογλου να ρεμιξάρει από… την ανάποδη τα τραγούδια του με ηλεκτρονικό ήχο, έχοντας συμπαραστάτες τις κιθάρες του, την κλασική και την ηλεκτρική, καθώς και τους Μιχάλη Βρέττα στο βιολί, τον Μιχάλη Καλκάνη στο κοντραμπάσο και τον Νίκο Πασσαλίδη στο μπουζούκι, τον τζουρά και το ούτι.

8 & 9/4, στο club του Μύλου (Ανδρέου Γεωργίου 56, 2310 510.081). € 15, € 12 φοιτητικό-μαθητικό.