Πολεις

Ο γύρος του θανάτου

Σταθμός των ΚΤΕΛ, τέρμα στη Μοναστηρίου.

Στέφανος Τσιτσόπουλος
ΤΕΥΧΟΣ 332
3’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Σταθμός των ΚΤΕΛ, τέρμα στη Μοναστηρίου. Μεγάλος, και πάνω του ένας θολωτός τρούλος. Λες και στο μυαλό της η κατασκευαστική εταιρεία είπε πως θα χτίσει μια γιγάντια εκκλησία αφιερωμένη στην Παναγιά τη Χιλιομετρούσα. Μπορείς, βέβαια, να τον δεις και σαν διαστημικό σταθμό, σαν τις εικόνες της έκθεσης «Τέχνη και Εξερεύνηση του Διαστήματος, 1900-1930», έτσι όπως το Σύμπαν της Ρωσικής Πρωτοπορίας εκτίθεται στο Κρατικό Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης.

Ήταν λίγο πριν τα Χριστούγεννα, όταν πήρα το λεωφορείο για Αθήνα. Μετά τα Μάλγαρα, έτσι όπως η Θεσσαλονίκη ξεμάκραινε, ήταν σαν να διασχίζω όχι τα πέριξ της Κατερίνης ή της Λάρισας, αλλά τον Καναδά. Χιόνι παντού, πάνλευκο, πολύ, παρθένες απάτητες τούφες οι αγροί και οι εκτάσεις. Είχα υπολογίσει πως το εξάωρο της διαδρομής θα το γλεντούσα, όχι με τα τσιφτετελομπίτια των χαζοσταθμών με τους οποίους συντονίζονται οι οδηγοί σε τέτοια ταξίδια, αλλά με τον «Γύρο του θανάτου» του Θωμά Κοροβίνη (εκδόσεις Άγρα). Μια άλλη ανάγνωση της υπόθεσης Παγκρατίδη, του «δράκου του Σέιχ Σου», του «ανώμαλου νέου» για τον οποίο το δικαστήριο παράγγειλε από το απόσπασμα ποινή θανάτου. «Μανούλα μου, είμαι αθώος», φώναξε όταν τον γάζωσαν οι ριπές.

Για τα δεδομένα της Ελλάδας εκείνου του καιρού, η υπόθεση Παγκρατίδη μονοπώλησε το ενδιαφέρον, γιατί τα είχε όλα – καλύτερα και από αμερικάνικο θρίλερ. Σεξ, φόβος, διαστροφή, αίμα, θάνατοι, φήμες, παραπολιτική και οργιαστικά πρωτοσέλιδα. Οι δολοφονίες, οι καταθέσεις των μαρτύρων, η στάση της αστυνομίας και των δικαστών έφταναν και περίσσευαν για τον Τζέιμς Ελρόι να γράψει μια πραγματεία για το πόσο το ύπουλο και σκοτεινό Λος Άντζελες του ’40 και του ’50 προσομοίαζε, σατανικά θαρρείς, με το σκηνικό στο βορρά την ίδια εποχή.

Από την πρώτη σελίδα, «Ο γύρος του θανάτου» σε ρουφάει σαν δίνη και σε ρίχνει στο χωροχρόνο εκείνο όπου η Θεσσαλονίκη ήταν μια ρημαγμένη αλλά και επικίνδυνη πόλη. Φτώχεια και πολιτικοί διωγμοί. Στα χαμόσπιτα της Τούμπας, γειτονιά του Παγκρατίδη, αλλά και στο παγωμένο σπίτι του μετέπειτα πατρικού του στην Αγίας Σοφίας, η πείνα, η ανέχεια και το άγχος του μεροκάματου προδιαγράφουν αυτομάτως και το μέλλον αυτού του πιτσιρικά. Θα γίνει αλήτης, θα περιπλανιέται στο βούρκο της πόλης, στις κακογειτονιές και το εξίσου ύπουλο λιμάνι, όπου ανθεί το λαθρεμπόριο και το έγκλημα, η πουτανιά και τα τζιβιτζιλίκια.

Ο Θωμάς Κοροβίνης δεν διηγείται γραμμικά την ιστορία του «δράκου». Διαλέγει για ήρωες-αφηγητές μια πλειάδα ανθρώπων που τον γνώρισαν στα ίσα και αλλιώς, σε αντίθεση με την κοινή γνώμη που κατανάλωσε το προφίλ που του έφτιαξαν μπάτσοι και εφημερίδες, μίσθαρνοι δικαστές και συντηρούκλες αστοί ή δικηγόροι της εποχής. Ένας συμμαθητής του από το «τενεκεδένιο σχολείο» της Τούμπας, που μαζί εξερευνούσαν το ρέμα ή παίρναν μάτι στο Σέιχ Σου τα ζευγαράκια να χαμουρεύονται. Μια υπηρέτρια, φίλη της καθαρίστριας-πλύστρας μάνας του. Ένας αστυνομικός δημοκρατικών φρονημάτων και ευαισθησιών, που ήξερε πόσο εύκολα στο τμήμα ο κάθε φτωχοδιάβολος μπορούσε να ομολογήσει και να φορτωθεί, προκειμένου να γλιτώσει το ξύλο, οτιδήποτε. Ένας ρουφιάνος περιπτεράς, που το παρακράτος του έδωσε άδεια-προπέτασμα να πουλάει τσίχλες με τίμημα να καρφώνει από αριστερούς μέχρι μικροεγκληματίες. Μια καυλιάρα τραγουδίστρια ντιζέζ, που από το σύνολο των εραστών της μαρτυρά πως ο Αρίστος ήταν μεν σκοτεινός και λιγομίλητος, αλλά τη γυναίκα την τιμούσε. Στον «Γύρο του θανάτου», αυτοί που μιλούν κι εξιστορούν ήταν οι «άλλοι» αλλά και οι κοντινοί του ταυτόχρονα. Το αφεντικό του στον αληθινό Γύρο του Θανάτου, έτσι όπως περιόδευαν παρέα ανά τις επαρχίες.

Τι διηγούνται όλοι αυτοί οι ήρωες του βιβλίου; Και πώς ο Θωμάς Κοροβίνης καταφέρνει να αναπλάσει μέσα από τα λόγια τους όχι μόνο το χαρακτήρα και τα βάσανα του Παγκρατίδη, αλλά και όλο το σκηνικό της εποχής; Μαέστρος, τεχνίτης, μάστορας σε αυτά ο συγγραφέας. Κατέχει την ιστορία της πόλης, όπως ο Τσιτσάνης είχε δικιά του την πενιά. Ξέρει στέκια άνομα, όπου σύχναζαν την εποχή εκείνη πούστηδοι και τραβέλια, ανωμαλάρες και ψυχάκηδες. Αυτό ήταν το περιβάλλον-περιθώριο όπου εντός του μεγάλωσε μαρτυρώντας καθημερινά, λες και κουβαλούσε σταυρό, ο Παγκρατίδης, ο γιος του δολοφονημένου δεξιού από τους «κομμουνιστάς», το τρυφερό αγοράκι που το τσούρνευαν για μια φέτα ψωμί περιώνυμοι κωλομπαράδες της εποχής, ο έφηβος που έμαθε μετέπειτα, ακόμα κι ως άντρας, να πουλά το κορμί του, αρκεί να βρει μπαγιόκο ή, έστω, μια σπίθα ζεστασιάς.

Με αφορμή την υπόθεση Παγκρατίδη, ο Κοροβίνης καταφέρνει να στήσει όχι μια ιστορία αποκατάστασης της τιμής ενός ανθρώπου, που τι να την κάνεις, δεν ζει πια, αλλά ένα πανοραμικό πλάνο της πυκνής και ταραγμένης ιστορίας μιας πόλης. Μιας πόλης που στο πρόσωπο του Παγκρατίδη, σαν τη γάτα, φρόντισε να κρύψει όλα τα σκατά της στην άμμο. Που δεν τον υπολόγισε, αφενός γιατί κυβερνιόταν από διεφθαρμένους, ακροδεξιούς και «μπαγιάτηδες», που είχαν για στόχο να εξοντώσουν οτιδήποτε τους φαινόταν επικίνδυνο και για τα «χρηστά ήθη», όπως εκείνοι τα όριζαν, και για πολιτικούς σκοπούς. Δεν είχε σχέση, βέβαια, με την πολιτική ο Παγκρατίδης, γιατί δεν του περίσσευε ούτε μυαλό ούτε χρόνος να κοιτάξει κάτι περισσότερο από την επιβίωσή του. Ήταν όμως ένα εξιλαστήριο θύμα που εύκολα του φόρτωσαν τη στάμπα «πρίγκιπας του περιθωρίου». Γιατί περιθώριο τότε στη Θεσσαλονίκη ήταν χασικλήδες αλλά και κομμουνιστές, αλλιώς ερωτικές επιθυμίες και ρεμπέτες. Γιάφκες, μπουρδελάκια και τεκέδες, φιλοαριστερές εφημερίδες και μπουζουκτζίδικα, όλα ένα.

Λίγο πριν τα διόδια στο Σχηματάρι, κατάφερα να τελειώσω τον «Γύρο του θανάτου». Αγναντεύοντας την Αθήνα να ξεδιπλώνεται σιγά σιγά, παράτησα πίσω τη Θεσσαλονίκη εκείνης της εποχής, σαν αστροναύτης που επιστρέφει πίσω στη Γη με το σχετικό μούδιασμα από την παραμονή του σε έναν άλλο πλανήτη. Στις εφημερίδες, όπως παραδοσιακά γίνεται τέτοια εποχή του χρόνου, έκαναν αφιερώματα για τα βιβλία της χρονιάς. Άτυχο βιβλίο, σκέφτηκα, μιας και βγήκε στο ξεψύχισμα του ’10. Όμως, ο χρόνος δουλεύει γι’ αυτό. Ο «Γύρος του θανάτου» είναι για μένα, σιγουράκι το υπογράφω, ένα από τα ωραιότερα βιβλία του 2011. Κι ο Θωμάς Κοροβίνης είναι αυτό που ήταν πάντα και για την καρδιά μου αλλά και για τη Θεσσαλονίκη: ένας ευθυτενής λεβέντης και δερβίσης μάγκας, ένας λαϊκός ιστορικός, ένα εξτραβαγκάν ταξίμι, μιας και ο λογοτέχνης είναι και μουσικάντζα ολκής. Πώς να σας το πω αλλιώς; Ωραίος τύπος, μεγαλειώδες βιβλίο.

stefanostsitsopoulos@yahoo.gr