Περιβαλλον

Κλιματική Αλλαγή: Τα κατά συνθήκη ψεύδη

Ας κάνουμε επί τέλους μια επί της ουσίας συζήτηση, με στοιχεία και αριθμούς. Ακόμα κι αν αυτό είναι κουραστικό και σχετικά δύσκολο. Ακόμη κι αν αυτό μας πετάει έξω από τις βολικές βεβαιότητες.

hlias-eythymiopoulos.jpg
Ηλίας Ευθυμιόπουλος
3’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ
Σε ως και 872 δισεκατομμύρια ευρώ το κόστος για τις οικονομίες της ΕΕ
© Unsplash

Σχόλιο για την κλιματική αλλαγή, τις πολιτικές για τη μείωση των εκπομπών ρύπων και τους ειδικούς στόχους για το περιβάλλον.

Μετά από 24 περίπου χρόνια ισχύος των μηχανισμών που εισηγήθηκε το Πρωτόκολλο του Κυότο, ενισχύεται η υπόθεση της ανθρωπογενούς προέλευσης του πλανητικού «Θερμοκηπίου» σε βαθμό βεβαιότητας. Από τη χρονιά εκείνη (1997) έχουν προστεθεί πάνω από 10 δισεκατομμύρια τόνοι διοξειδίου του άνθρακα (CO2) στην ατμόσφαιρα, μια συντριπτικά καταθλιπτική ποσότητα, αλλά σωστή μόνο κατά προσέγγιση. Κι αυτό γιατί δεν υπάρχει «φυσικός» και αντικειμενικός τρόπος μέτρησης των εκπομπών του CO2 και των λοιπών αερίων ― οι εκτιμήσεις είναι «μαθηματικές». Δεν υπάρχει δηλαδή πρακτικά πρόσφορη μέθοδος να μετρήσουμε τη πραγματική εκροή των καυσαερίων στο φουγάρο του εργοστασίου, στην καμινάδα της πολυκατοικίας ή στην εξάτμιση του αυτοκινήτου. Αυτό που κάνουμε, για παράδειγμα στις μεταφορές, είναι ένας υπολογισμός με βάση τα στοιχεία των κατασκευαστών των αυτοκινήτων, του αριθμού των κυκλοφορούντων οχημάτων, και της μέσης κατανάλωσης ανάλογα με τον κυβισμό. Έτσι, τα περιθώρια σφάλματος είναι μεγάλα και τα μεγέθη που ανακοινώνονται από τις διάφορες πλευρές είναι πολύ σχετικά, ιδιαίτερα στις χώρες με τεχνολογικό και επιστημονικό έλλειμμα (και ειλικρίνεια), μεταξύ των οποίων και η Ελλάδα. 

Αυτό δεν θα είχε και τόσο μεγάλη σπουδαιότητα αν δεν βρισκόταν σε άμεση συνάρτηση με το οικονομικό σκέλος του προβλήματος, όπως είναι τα Δικαιώματα Εκπομπών, η τιμές του CO2 στο σχετικό χρηματιστήριο και οι ανθρακικοί φόροι. Δύο παραδείγματα: Γύρω στο 2000, με την ασφυκτική πίεση που ασκούσε στο σύστημα και τις κυβερνήσεις η ΔΕΗ, η Ελλάδα αγωνίστηκε για να πετύχει εξαίρεση από τις ευρωπαϊκές συλλογικές υποχρεώσεις και ζήτησε δικαίωμα αύξησης των εκπομπών κατά 25% (με βάση σύγκρισης το έτος 1990). Η διεκδίκηση δεν ακούστηκε πολύ αξιοπρεπής στη διεθνή σκηνή και μας τοποθετούσε για μια ακόμα φορά, στη λίστα αυτών που ζητούν χωρίς να δίνουν.

Τα πράγματα όμως εξελίχθηκαν πολύ διαφορετικά και ο περσινός απολογισμός (2020) έδειξε ότι η Ελλάδα ήταν τελικά μεταξύ των πρωτοπόρων παγκοσμίως, με μείωση 8%! Με άλλα λόγια, απόκλιση από τους αρχικούς υπολογισμούς κατά 33%. Σε κάποιο βαθμό η τροπή ήταν δικαιολογημένη λόγω φυσικού αερίου και των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας μαζί με την αντίστοιχη μείωση της λιγνιτικής ηλεκτροπαραγωγής, αλλά το μέγεθος του σφάλματος (33%) ήταν τεράστιο: το σύστημα της εγχώριας ενέργειας (παραγωγή/κατανάλωση) μπορούσε να χαρακτηριστεί αστάθμητο και χαοτικό. Μπροστά σ’ αυτό το φιάσκο της πρόβλεψης, το σκάνδαλο «ντιζελγκέιτ» της Volkswagen, το οποίο για λόγους εντυπωσιασμού πήρε δυσανάλογες διαστάσεις, ακούγεται αστείο. Το λογικό συμπέρασμα είναι: αφού ξεπερνάμε τους στόχους χωρίς σκληρή προσπάθεια και χωρίς να είμαστε και τα πρώτα ξεφτέρια στα μαθηματικά, προς τι η ανάγκη της προσφυγής στη φορολογία των καυσίμων και προς τι τα δάκρυα της Γκρέτα και πτωχών τω πνεύματι οι οποίοι μπερδεύουν το κλίμα με τα κλιματιστικά;

Το δεύτερο παράδειγμα σχετίζεται με το εμπόριο εκπομπών και την εφαρμογή του στην Ελλάδα. Για συντεχνιακούς λόγους, ένας σημαντικός αριθμός βιομηχανιών απέκτησε υπερβολικά πολλά δωρεάν δικαιώματα, και καθώς οι εκπομπές ήταν κατά κανόνα υποτιμημένες βρέθηκε με πλεονάσματα δικαιωμάτων τα οποία πούλησε σε ετήσιους πλειστηριασμούς, αποκομίζοντας σημαντικά κέρδη. Και σαν να μην έφτανε αυτό, αρκετές εταιρείες, κάποιες από τις οποίες ανήκουν στην προηγούμενη ομάδα, πήραν μπόνους της τάξεως των 100 εκ. ευρώ συνολικά (για μια χρονιά, το 2020) με σκοπό την αποφυγή της λεγόμενης «διαρροής άνθρακα» δηλαδή της πιθανότητας να μεταφέρουν την έδρα της σε τρίτες χώρες με πιο ελαστική νομοθεσία και υποχρεώσεις. Με άλλα λόγια, επί μια εικοσαετία σχεδόν, ο ρυπαίνων, όχι μόνο δεν πλήρωνε, αλλά κέρδιζε κιόλας μέσω ενός συστήματος άδικης κατανομής των βαρών και κατάφωρης δωροδοκίας. 

Θα ήθελα πολύ να κάνω λάθος και τα πράγματα να είναι διαφορετικά. Δυστυχώς μάλλον έχω δίκιο. Και αντί στις διεθνείς διασκέψεις ―καλή ώρα στη Γλασκώβη― να διαβάζονται μακροσκελή ευχολόγια που φέρνουν νύστα στους παρισταμένους, θα ήταν πολύ προτιμότερο να μιλήσουν οι ηγέτες, όχι μόνο οι τεχνοκράτες, επί συγκεκριμένων ειδικών στόχων και αστοχιών. Σ’ αυτούς τους ειδικούς στόχους και στις μέχρι τώρα αστοχίες κρύβεται συνήθως ο διάβολος όπως και πολύ περισσότερη ουσία από όση διαθέτει η επίκληση στη διεθνιστική αλληλεγγύη η οποία κλέβει την παράσταση.

Προτείνω να κάνουμε πραγματολογική τη συζήτηση, με στοιχεία και αριθμούς, ακόμα κι αν είναι κουραστικό και σχετικά δύσκολο. Ακόμα κι αν αυτό μας πετάει έξω από τις βολικές βεβαιότητες. Η πρόταση αφορά κατά κύριο λόγο την κυβέρνηση, τα κόμματα, την αυτοδιοίκηση, τις ΜΚΟ, τους εκπαιδευτικούς και βεβαίως τα ΜΜΕ. Το έλλειμμα πολιτικής και η περίσσεια αερολογίας, στα οποία αναφέρθηκα προηγουμένως, είναι τόσο σοβαρά ώστε κάποιες φορές πιάνω τον εαυτό μου να εκτρέπεται σε θεωρίες συνωμοσίας: σκέφτομαι δηλαδή ότι, δεν μπορεί, από πίσω υπάρχει κάποιος δάκτυλος που πετάει κάθε τόσο τη μπάλα στην εξέδρα. Το «ένας» είναι κατ’ ευφημισμόν. Μια προσφιλής τακτική αυτών των κύκλων είναι η εφεύρεση νέων όρων, οι οποίοι όχι μόνον δεν συνεισφέρουν στην κατανόηση, αλλά αντίθετα συσκοτίζουν τον ούτως ή άλλως σκοτεινό ορίζοντα. Προσφάτως επινοήθηκε ο νεολογισμός «ενεργειακή φτώχεια», την οποία πρέπει να καταπολεμήσουμε ομού με την Κλιματική Αλλαγή. Θα τον βρείτε σε κάθε ανακοίνωση και πολιτικό μανιφέστο, από τις μικρές περιβαλλοντικές οργανώσεις μέχρι την Ευρωπαϊκή Επιτροπή κι από τους συντάκτες νομικών κειμένων μέχρι τους πρόθυμους βουλευτές. Επειδή η ακριβή ενέργεια (τόσο ακριβή όσο χρειάζεται για την επίτευξη των περιβαλλοντικών / κλιματικών στόχων) δεν είναι δημοφιλής, επειδή δεν λέμε ποτέ τα πράγματα με το όνομά τους όταν είναι φορτισμένα με αρνητικά συναισθήματα, ρίχνουμε στο μείγμα μια νότα κοινωνικής ευαισθησίας και φτηνού σοσιαλισμού. Τι σημαίνει ενεργειακή φτώχεια; Ότι δεν έχουν όλοι τα απαραίτητα χρήματα για να πληρώσουν το ρεύμα, το πετρέλαιο και τη βενζίνη στο αυτοκίνητο. Αλλά το ίδιο ισχύει για το γάλα, τις μπανάνες, τα μπουφάν και τα φάρμακα. Γιατί η ενέργεια αλιεύεται εντέχνως και εξαιρετικώς από το σύνολο των αγαθών στο καλαθάκι της νοικοκυράς;

Ανοησία ή πονηριά;

Παρακαλώ, ψηφίστε ή στείλτε τις απόψεις σας: efthymiopoulos@gmail.com

ΠΡΟΣΦΑΤΑ

ΤΑ ΠΙΟ ΔΗΜΟΦΙΛΗ