Life in Athens

Ένας άλλος κόσμος... δίπλα μου

Γνωστός σκηνοθέτης περιγράφει στην A.V. τον  Άγιο Παντελεήμονα, πριν και μετά, μέσα από τις προσωπικές του εμπειρίες.

A.V. Team
ΤΕΥΧΟΣ 319
5’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Θυμάμαι…

1993, Αλκιβιάδου & Ιουλιανού, το πρώτο μου γραφείο παραγωγής, ένα νεοκλασικό στην πρώτη παράλληλη στην Αχαρνών. Στο ισόγειο, ένας «ευπρεπής» οίκος ανοχής. Ο κύριος Κώστας, ο άνθρωπος που χαιρετούσα καθημερινά παρκάροντας τη μοτοσικλέτα μου δίπλα στην είσοδο, φρόντιζε τα κορίτσια: Βουλγάρες, Γεωργιανές, Ασιάτισσες, «ο Έλληνας θέλει ντόπιο πράγμα» μου ’λεγε, «αλλά πού να το βρεις πια...».

Το 1993 δημιουργήθηκε το κράτος της Ερυθραίας, την ίδια χρονιά ο Ιωσήφ δούλευε παραπαίδι στο τυροπιτάδικο του κ. Γιώργου. Είχε αφήσει την οικογένειά του στην παραλιακή Asmara και ξεκινούσε μια νέα ζωή σε μια χώρα «του παραδείσου». Έτσι μου την περιέγραφε την Αθήνα όταν καθημερινά ψώνιζα την πρωινή μου τυρόπιτα. Έκανα μια συγκεκριμένη διαδρομή για να φτάσω μέχρι εκεί. Ακριβώς δίπλα μας βρισκόταν το πολύ γνωστό πολωνικό delicatessen, λίγο πιο κάτω ήταν ο Άχμετ από το Κάιρο με τα καταπληκτικά φαλάφελ, δίπλα ένα άλλο κατάστημα, εμπορικό νομίζω, με τρία παιδιά από τη Ρουάντα, απέναντι μία μεταφορική εταιρεία με Πακιστανούς και Νιγηριανούς να λιάζονται στην καρότσα του φορτηγού. Στο παρκάκι Λιοσίων και Ιουλιανού συναντούσα τους πρώτους «παράνομους» μετανάστες, από τη Σομαλία και τη Σιέρα Λεόνε, μέσα σε χαρτόκουτα, πρωτόγνωρη εικόνα για την Αθήνα.

Ο Γιάννης, ένας φίλος μου φωτογράφος, δούλευε πάνω στην ιδέα «καταγράφω τα μπουρδέλα της Μιχαήλ Βόδα». Λίγα χρόνια αργότερα, ο Γιάννης άνοιξε και ένα μπαράκι στον ίδιο δρόμο.

Με ένα φίλο μου συγγραφέα στήσαμε ένα μεγάλο event και καλέσαμε καλλιτέχνες. Το πάρτι διήρκεσε μία εβδομάδα. Το αθηναϊκό celebrity αναμείχθηκε με τους γείτονές μου και καταλήξαμε ίσως στο πρώτο multi-ethnic happening της πόλης. «Επάνω πάρτι αλλά έχουμε και κορίτσια κάτω» τόνιζε ο κ. Κώστας επί της υποδοχής…

Το 1998 ξεκίνησε ένας αιματηρός πόλεμος μεταξύ Αιθιοπίας και Ερυθραίας. Ο Ιωσήφ κατέβηκε στους δικούς του και δεν τον ξαναείδα ποτέ. Λίγους μήνες αργότερα μετακόμισα και άρχισα να ταξιδεύω πολύ.

Τα τελευταία δέκα χρόνια κινηματογράφησα από το Αφγανιστάν ως την Ινδονησία, από το Πακιστάν ως τις στέπες της κεντρικής Ασίας, από την Αιθιοπία ως την Αγκόλα και τη Ρουάντα. Όλα αυτά τα μέρη είχαν κάτι να μου θυμίσουν. Κάποιο γείτονά μου της οδού Αλκιβιάδου. Πολλές φορές, όταν επέστρεφα, έκανα βόλτες στην περιοχή. Περισσότερα super markets με έγχρωμους ιδιοκτήτες, ταμπέλες με εξωτικές γραφές, καφενεία με ναργιλέδες, πηγαδάκια μεταναστευτικού συνωστισμού. Η μόνη μου αναφορά ήταν το μπαράκι του Γιάννη στη Βόδα με Νιγηριανούς στα decks και Αιθιοπέζες πίσω από τo μπαρ. To 2003 το μπαρ το αγόρασε ένας Αλβανός από τα Τίρανα. Θυμάμαι τότε τον Γιάννη να μου λέει «αλλάζει χέρια η γειτονιά».

Την τελευταία δεκαετία, νέοι πόλεμοι ξέσπασαν, άλλοτε λόγω εθνοτικών συγκρούσεων κι άλλοτε λόγω παγκόσμιων συμφερόντων, όπως θα έλεγε η διεθνής κοινότητα. Το φαινόμενο του μαζικού εκτοπισμού πληθυσμών που ξεριζώνονται λόγω του πολέμου και των παραβιάσεων των δικαιωμάτων του ανθρώπου έγινε καθημερινότητα στα ΜΜΕ. Η Ελλάδα είχε την περίεργη τύχη να είναι το πρώτο σκαλοπάτι προς έναν πιο ασφαλή, πιο φιλόξενο κόσμο.

Αθήνα, Σεπτέμβρης 2010. Όλα τα μέσα ασχολούνται με την εκρηκτική ατμόσφαιρα που επικρατεί μεταξύ της ομάδας «Κάτοικοι του Αγ. Παντελεήμονα», που αποτελείται από Έλληνες και Αλβανούς της ευρύτερης περιοχής του Αγ. Παντελεήμονα, ενάντια στους μετανάστες της ίδιας γειτονιάς. Εδώ και καιρό έχουν σχηματιστεί και δρουν «ομάδες κρούσης», υποκινούμενες από ακροδεξιά στοιχεία. Η νορβηγική τηλεόραση μετέδωσε δύο ρεπορτάζ καταπέλτες για το θέμα αυτό. «Όλοι έχουν τα δίκια τους» θα μου πει ο παλιός μπακάλης της οδού Αλκιβιάδου.

Στις 30 Σεπτεμβρίου αποφασίζω να καταγράψω μία συγκέντρωση της ομάδας  «Κάτοικοι του Αγ. Παντελεήμονα» στην πλατεία Αττικής. Όταν έφτασα, η συγκέντρωση δεν είχε ακόμα ξεκινήσει. Την παρουσία της αστυνομίας θα τη χαρακτήριζα από διακριτική ως υπερβολικά διακριτική. Οι ομάδες περιφρούρησης της συγκέντρωσης (δυναμικές γυναίκες, άντρες καθώς επίσης και νεαρά τσαμπουκαλεμένα αγόρια) είχαν αναλάβει να «καθαρίσουν» την πλατεία. Κάθε μη γνήσιος Έλληνας έπρεπε να απομακρυνθεί. Έγινα μάρτυρας ενός τέτοιου επεισοδίου, όταν μια κυρία με μαντίλα θέλησε να καθίσει σε ένα παγκάκι με την κόρη της. Μια κυρία από την περιφρούρηση της ψιθύρισε κάτι στο αυτί και οι ανεπιθύμητοι αποχώρησαν. Η αστυνομία, στα πέντε μόλις μέτρα από το γεγονός, συνέχισε να παίζει τον πολύ «διακριτικό» της ρόλο. Αντιθέτως, η δική μου παρουσία δεν ήταν καθόλου διακριτική. Και ειδικά αφού κρατούσα κάμερα. Δέχτηκα διάφορα απειλητικά ερωτήματα – «Τι θες εδώ, ρε; Από πού έρχεσαι; Για ποιον δουλεύεις; Έχεις άδεια; Από πού κατάγεσαι; Σε ποια γειτονιά μένεις;». Στην αρχή φάνηκε ότι ήρθαμε σε κάποιο συμβιβασμό και ήμουν από τους τυχερούς που θα παρακολουθούσα αυτή την παράσταση.

Το σκηνικό: Περιμετρικά της πλατείας διακόσιοι υπερήλικες συνταξιούχοι να κρατάνε πλαστικά ελληνικά σημαιάκια της παρέλασης, στο κέντρο δέκα δυναμικές «κυρίες» να φωνάζουν συνθήματα «Θέλουμε πίσω τη γειτονιά μας», «Ο Άγ. Παντελεήμονας είναι ελληνικός», «Στα τσακίδια, δεν σας θέλουμε», «Είμαστε Έλληνες, έχουμε δικαιώματα». Το λόγο πήρε ένας κάτοικος της περιοχής, δηλώνοντας περίτρανα τη μικρασιατική του καταγωγή, την πολύχρονη θητεία του στον ελληνικό στρατό, τον καθημερινό του εκκλησιασμό στον Άγ. Παντελεήμονα, τις αναμνήσεις του από τη γειτονιά  «με τις πόρτες ξεκλείδωτες και τα παράθυρα ανοιχτά».

Κυκλοφορώντας άνετα ανάμεσα στους συγκεντρωμένους, δεχόμουν κατά καιρούς αναμενόμενες ερωτήσεις – «Δουλεύεις για τον Μάκη; Είσαι αναρχικός; Πότε θα το δείξει; Από ποιον πήρες άδεια;». Κάποια στιγμή έφτασα δίπλα σε έναν αξιοσέβαστο ιερωμένο, που το γαλήνιο βλέμμα και τα γκρίζα γένια του μαρτυρούσαν μια στωικότητα στην αντιμετώπιση του ζητήματος. Μου χαμογέλασε, σχεδόν με ευλόγησε με τον τρόπο του. Και το επόμενο δευτερόλεπτο ύψωσε μια θεόρατη γαλανόλευκη, βροντοφωνάζοντας «ο Άγιος Παντελεήμονας είναι χριστιανικός!».

Αργότερα, ανέβηκα σε κάποιο παγκάκι για να έχω καλύτερη θέα της μεγαλειώδους αυτής συγκέντρωσης που είχε φτάσει να μετρά περίπου 400 άτομα. Τότε ήταν που αισθάνθηκα ένα οργισμένο πλήθος να ορμά προς την αιτία του μένους του. Αντανακλαστικά, κατάλαβα ότι ο στόχος ήμουν εγώ. Όλα αυτά τα χρόνια, κινηματογραφώντας σε δύσκολες καταστάσεις, σε επικίνδυνες περιοχές του πλανήτη, σε εμπόλεμες ζώνες, έχω μάθει να αντιμετωπίζω ψύχραιμα τέτοιου είδους ξεσπάσματα του όχλου. Η κάμερα γενικώς προκαλεί και, πολλές φορές, άσχημα. Ευτυχώς, μέχρι εκείνη την ημέρα, δεν είχα καμία κακή εμπειρία σε κανένα μέρος του κόσμου. Χαμογελώ όταν θυμάμαι έναν εξαγριωμένο αγρότη στη Γουατεμάλα να με πετροβολεί επειδή τραβούσα το χωράφι του με τα καλαμπόκια χωρίς την άδειά του. Ή τους θυμωμένους τουρκμένους τελωνειακούς να μας κυνηγούν την ώρα που περνούσαμε τα σύνορα με το Αφγανιστάν.

Αυτή τη φορά, όμως, αισθάνθηκα άβολα, πολύ άβολα. Χωρίς δεύτερη κουβέντα, μέσα σε ένα λεπτό ήμουν ξαπλωμένος κάτω, η κάμερά μου είχε γίνει πέντε κομμάτια, μπουγελωμένος, με ξεσκισμένο πουκάμισο, ενώ είχαν πέσει να με λιντσάρουν, φωνάζοντας «κοπάνα την, δεν ανήκεις εδώ, είσαι από άλλον κόσμο, κοπάνα την!». Ο χοντρούλης κύριος, με τη βοήθεια ενός μπρατσωμένου πιτσιρικά, ο οποίος περήφανα μου έλεγε ότι είναι Αλβανός και νοιάζεται για τον τόπο αυτό, αποτέλειωσαν την άμοιρη τη Sony. Ως διά μαγείας, εκείνη την ώρα εμφανίστηκαν τρεις αστυνομικοί, που μάλλον είπαν να πάψουν να είναι τόσο διακριτικοί, και προσπάθησαν να με απομακρύνουν από το εχθρικό αυτό πηγαδάκι. Την ώρα που με τραβούσαν, μου έλεγαν «πάμε να την κοπανήσουμε γιατί τα πράγματα εδώ είναι πολύ ζόρικα». Κατά περίεργο τρόπο, κρατούσα ακόμα την ψυχραιμία μου. Απευθύνθηκα σε έναν από τους αστυνομικούς λέγοντας «μπορούμε να συλλάβουμε τον κύριο που μου κατέστρεψε την κάμερα; Ήσασταν μπροστά, άλλωστε». Ξαφνικά, εμφανίζεται ο μικρασιάτης στην καταγωγή αρχηγός της «παράστασης», φωνάζοντας «ηρεμία, παιδιά! Μην αμαυρώνετε τη συγκέντρωση». Τα τρία όργανα της τάξης με ικέτευαν «πάμε να φύγουμε σου λέμε». Καταλήξαμε να αποχωρούμε τρέχοντας για να γλιτώσουμε από το οργισμένο πλήθος.

Λίγο πιο κάτω, στη γωνία Μιχαήλ Βόδα και Κοδριγκτώνος, κοντοσταθήκαμε και συναντήσαμε έναν αξιωματικό. Εγώ επέμενα, «μπορούμε να πάμε να συλλάβουμε τον κύριο που μπροστά στα μάτια του αστυνομικού μού έσπασε την κάμερα;» Η απάντηση, και αυτή τη φορά, ήταν ανάλογη. «Έτσι και τολμήσουμε να μπούμε εκεί μέσα, θα κάψουν όλη την περιοχή και εμάς μαζί». «Γιατί δεν έχετε την απαιτούμενη αστυνομική δύναμη για την αντιμετώπιση τέτοιων περιπτώσεων; Στη Γερμανία και στη Γαλλία, οι συνάδελφοί σας αντιμετωπίζουν το θέμα με τον ίδιο τρόπο;» ρώτησα. «Έτσι είναι τα πράγματα εδώ, δεν έχουμε την ανάλογη στήριξη από πάνω, ξέρεις, ούτε και τις εντολές». Μου πρότειναν να πάω στο τμήμα και να κάνω μήνυση κατ’ αγνώστων. Ένιωσα εντελώς γελοία την ώρα που μπροστά στα μάτια τριών αστυνομικών, προπηλακίστηκα. Τη μικρότερη σημασία είχε για μένα το κόστος της κάμερας, άλλωστε συμβαίνουν αυτά στο «πεδίο της μάχης».

Όταν ο υπαστυνόμος του τμήματος επί της Μιχαήλ Βόδα τέλειωνε την ανάγνωση της λεπτομερούς κατάθεσής μου, ακούγονταν τα συνθήματα «Θέλουμε αίμα», «Δεν σας θέλουμε εδώ», «Στα τσακίδια», «Ελευθερία ή θάνατος». Χαιρέτησα τους αξιωματικούς του τμήματος και ακολούθησα διακριτικά την πορεία των αυθεντικών αυτών Ελλήνων. Οι όποιοι ξένοι βρίσκονταν στο διάβα τους εξαφανίζονταν σαν κυνηγημένοι σκύλοι και γάτες στα σκοτεινά στενά αυτής της γνήσια ελληνικής γειτονιάς.

Αργότερα, έμαθα ότι ακολούθησαν «μάχες» στον περίβολο της εκκλησίας του Αγ. Παντελεήμονα. Θύματα είχαμε και από τις δύο πλευρές. Καβάλησα τη μοτοσικλέτα μου και καθώς έφευγα σκεφτόμουν τα λόγια του παλιού μπακάλη της Αλκιβιάδου: «Όλοι έχουν τα δίκια τους». Πέρασα κάθετα την Αχαρνών, ανέβηκα την Πατησίων και ύστερα τη Σταδίου. Είχα μάλλον περάσει σε έναν άλλο κόσμο, στο δικό μου κόσμο…