Life in Athens

Τι βρήκα στην Αδριανού

Από την Πύλη μέχρι κάτω στο Θησείο

Γιάννης Νένες
ΤΕΥΧΟΣ 477
5’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Μπαίνω, ανοιξιάτικα, στην Πλάκα. Κλισέ. Από το αριστερό μέρος και πίσω, του εγκεφάλου μου, πλέουν στον αέρα μερικές παλιές, ξεχασμένες νότες από το θρυλικό Jazz Club της Ραγκαβά. Ακριβώς από πίσω, στην πλάτη μου, ξεθωριάζουν παλιοί θεατρικοί ψίθυροι του Κουν από τη Φρυνίχου και από τη Λυσικράτους, με καίει σαν ήλιος η ησυχία από το περιφραγμένο κηπάκι με τα αρχαία, της Αγίας Αικατερίνης. Μπροστά μου η μεγάλη τουριστική χοάνη. Η κολυμπήθρα του Σιλωάμ. Η βόλτα στον πιο εμπορικό δρόμο της Πλάκας – την οδό Αδριανού.

Το πρώτο που βλέπω, ταγάρια. Αυθεντικά, μάλλινα ταγάρια, από προβατένια άγρια τζίβα με φούντες, ρόμβους και μαιάνδρους. Και ακριβώς δίπλα τους βαλίτσες, ροδάκια, χερούλια, τρέιλερ, έτοιμες να τιγκάρουν αθηναϊκά σουβενίρ, τζανκ ό,τι να ’ναι και γύψινα.

n

Αμέσως μετά αρχίζουν και ρέουν στις βιτρίνες εκατοντάδες μέτρα, χιλιόμετρα ασημένιες αλυσίδες, γιορντάνια και ασημένιες μέλισσες, ελιές και ρόδια, μικρά charms της Αθήνας που αποθεώνει τους καρπούς της σε μέταλλα και πέτρες. Λάμπουνε θαμπά στον ήλιο και στη σκόνη της Αφρικής.

Αυτή η πλευρά της Αδριανού –η πιο κοντινή στα πούλμαν και στην είσοδο της Ακρόπολης– έχει ακόμα εκείνο τον αέρα της δοξασμένης δεκαετίας του ’60, sha-la-la, Κόπερτον, Μιστράλ, την Αν Λόμπεργκ με τσόκαρα Πεσκούρα Σολ, τα μπουτίκ ξενοδοχεία-χόστελς, τις μικρές, ευέλικτες, 2x2 εκδρομικές agencies. Και καμιά βέσπα να μπαίνει ανάποδα στο δρόμο.

n

Από παντού κρέμεται ωραία και χύμα η καλοκαιρινή Ελλάδα. Μυρωδάτα, γερά, δερμάτινα σακίδια – κι εγώ έχω ακόμα το δικό μου, με άμμους και λεκέδες από τους χυμένους Ιούλιους των 70s, επάνω του.

n

Καφτάνια και Αμαλίες, φέσια και υφαντά, βράκες, πανταλόνες, hippy-chic πουκαμίσες, ανάλαφρα υφάσματα, δετά, μπαντάνες, παρεό – όλη η ελληνική υφαντουργία ανεμίζει με το παραμικρό αεράκι, καλοκαίρι κρεμασμένο στα τσιγκέλια, οι παντιέρες των διακοπών. Νησί.

Στη συμβολή με την Κυδαθηναίων φορτώνει το τράφικ-τζαμ. Το παλιό παντοπωλείο ντελικατέσεν έγινε γεμάτο Αθηναίους «Κοσμικόν», γωνία, πέρασμα, περαντζάδα. Το καλύτερο σημείο για να τσεκάρεις τις δώδεκα φυλές του Ισραήλ που σέρνονται χαρούμενες μυρίζοντας τον αέρα – καφέδες, γύρο, κεμπάπ, τσίπουρα, κάνοντας «αχ» να μην πατήσουν τα πλατς της σιλικόνης που σκάνε στα πόδια τους οι μετανάστες, οκλαδόν στη διασταύρωση.

n

Ακριβώς εκεί, στο πλατς, αρχίζουν και τα φωνακλάδικα μπλουζάκια «This is Sparta», αρχαιοελληνική καγκουρία. Για να απαλύνουν τις εντυπώσεις, τα γύρω t-shirts έχουν φράσεις του Σωκράτη σε γκρίκλις, το πυθαγόρειο θεώρημα σε σφηνοειδή γραμματοσειρά, λίγο πρόστυχα αστεία σλόγκαν και εφηβικές μπαρούφες. Είναι τα παλιά Ouzo Power.

n

Το πρώτο ΑΤΜ του δρόμου είναι σαν να δίνει το σύνθημα: από εκεί και πέρα αρχίζει μία νέα, πιο design βόλτα στην Αδριανού. Οι μαρκίζες είναι από παλαιωμένο, βερνικωμένο ξύλο κι έχουν καλοφτιαγμένες ζωγραφιές ενός μετα-κουλέρ λοκάλ ύφους. Άνθη και πετούμενα, ελληνικά παντζούρια και κοπέλες με λαγούτα, ελιές, πολλές ελιές, ζωγραφισμένες, φουντωμένες, ελιές παστωμένες σε αεροστεγείς συσκευασίες, ελιές πάστα, ελιές ξεκουκούτσωτες, ελιές με τη θεά Αθηνά, θρούμπες, Καλαμών, spicy or not, λάδια, έλαια σε μπουκαλάκια μικρά σαν άρωμα, αποξηραμένους καρπούς, βότανα, σουσάμια και κάπαρη, γενικά μία ευχάριστη αίσθηση ελληνικών προϊόντων συμπιεσμένη σε καλαίσθητα πακέτα δώρου, εύκολα να μεταφερθούν σε αλλότρια εδάφη.

n

Δίπλα, η κομψή ελληνική ραφή σε επιδαύριες, μίνιμαλ προτάσεις, υφαντά και πέπλα με κορδόνια, δετά και ευκολοφόρετα, απλά σαν τη ζέστη της ελληνικής πέτρας. Angelopoulos, Harris Cotton, τα Ethics of Aesthetics της Ιωάννας Κουρμπέλα με καθησυχαστικά, γήινα, παστέλ χρώματα. Θέλεις να κάνεις φφφου για να τα δεις να κινούνται στον αέρα. 

n

Ο δρόμος αρχίζει και γίνεται pop. Το ορθάνοιχτο, ευάερο Swatch store, δροσερό και λευκό σαν παγωτό κρέμα με κατακόκκινα κεράσια τα γρανάζια στα τεράστια visuals, μετράει το χρόνο με εκατοντάδες νέα μοντέλα ρολογιών - frozen γεύσεις στη σειρά, σε τέλεια περασιά όλα, να δείχνουν ακριβώς την ίδια ώρα: καλοκαίρι.

Έξω από το tattoo studio Nico Crew μια παρέα κοριτσιών με βορινό ευαίσθητο λευκό δέρμα στην πρώτη του κοκκινίλα, μαζεμένα αναρωτιούνται για το μέγεθος του piercing, κρατώντας παγωτά μηχανής στο χέρι.  

n

Η Αδριανού έχει καταπραϋντικές ιδιότητες. Είναι γεμάτη knick-knacks που σε διαβεβαιώνουν πως ό,τι και να γίνει το καλοκαίρι θα έρθει σαν από μηχανής θεός να δώσει τις λύσεις. Αρκεί να είσαι 17. Θα χρειαστείς όλα αυτά: Γυαλιά, προσφορές («in any progressive we offer you a another one»), σαγιονάρες Ipanema με διχάλα, τα σαντουιτσάκια του Βενέτη, μπριός και μους σοκολάτας, ταρτάκια και παστάκια, frozen γιαούρτια και δίπλα τα σφουγγάρια Καλύμνου, μαγνητάκια από φουρνισμένη πλαστελίνη, χάντρες, γιο-γιο, ξυλόφωνο Σούπερμαν, μάσκες θεάτρου, ακροκέραμα κι ένα μπουκάλι αψέντι – το έπινε κι ο Βαν Γκογκ.   

Δίπλα στις χαβαγιάνες, υπάρχουν και οι μπότες με τη γούνινη επένδυση (γιατί είπαμε: ακόμα είσαι 17).

n

Από τη διασταύρωση με τη Φλέσσα, η Αδριανού γίνεται μια γειτονιά κατοίκων. Στα μπαλκόνια ξεχασμένες σημαίες από την 25η Μαρτίου, κυκλάμινα και μικρά τραπεζάκια, πέργκολες, γυναίκες μ’ ένα φλιτζάνι καφέ στον ήλιο, οι ζωές των ανθρώπων. Στη γωνία το «σχολείο του Καμπάνη», το υπέροχο 74ο Δημοτικό Σχολείο Αθηνών, το πρώτο αλληλοδιδακτικό σχολείο της Αθήνας με έτος ανέγερσης το 1875. Μάρμαρα, μνημειακή είσοδος με δωρικούς κίονες, αέτωμα με παραστάδες, σφυρήλατα κάγκελα, ανδριάντες, τερακότα, κήπος με φυλλωσιές και δύο τεράστιους φοίνικες. Στέκομαι να το φωτογραφίσω. Ένα ζευγάρι περνάει δίπλα μου κοιτάζοντάς με παγερά. Ακούω την κοπέλα να λέει «Πχιότητα».

n

Λίγα βήματα πιο κάτω, ένα άλλο διδακτήριο της φυλής, το ιστορικό «Remember» του Βανάκου, ένας τόπος ποτισμένος ινδικό πατσουλί και νόστιμα αρώματα – πέτσινα, λέδερ και βινύλ. Στους τοίχους γκελάρουν ήχοι από παλιές αλυσίδες, γδαρσίματα από παραμάνες και τρουκς. Τα πανκ, αξεπέραστα home made μπλουζάκια κρεμασμένα παντού και η outrageous μόδα του Τσουανάτου στις βιτρίνες: «Sperm» και «Tsounami» οι τίτλοι των συλλογών – ρούχα από αλουμινόχαρτα και αφρολέξ. Τα χρόνια του new wave από την εποχή που ο ροκ μικρόκοσμος της Αθήνας έκανε το γύρο Mad Club - Skylab - Rebound - Jacky-O, είναι ακόμα εδώ. Το μαγαζί στέκει ηρωικά στη θέση του, φθαρμένο από τις κραιπάλες του, υπερήφανα εκθέτοντας παλιές πολαρόιντ από τους διάσημους επισκέπτες του: η Debbie Harry, ο Nick Cave, οι Sex Pistols, οι Stranglers, οι Queen.

n

Στο νούμερο 100 της Αδριανού, απέναντι από το «Remember», το μόλις λίγων ημερών «Forget Me Nωt» (πόσο ταιριαστό όνομα) του σχεδιαστή Φίλιππου Χούρι, έτσι – με ωμέγα και σήμα το κόκκινο κορδελάκι δεμένο στο δάχτυλο. Αναμνηστικά από την Ελλάδα μίας άλλης αισθητικής, με χιούμορ και υπογραφές από σύγχρονους Έλληνες designers (Greece is for Lovers, Beetroot, Σπύρος Δράκος, Γιάννης Γκίκας, Studiolav, AC design… είναι πάρα πολλοί). Δεσπόζει το τεράστιο skateboard-αρχαιοελληνικό σανδάλι, η μαρμάρινη ρακέτα του τένις, τα μπλουζάκια με τα κτίρια της Αθήνας από το «Κουκούτσι», οι βαμβακερές θήκες για το μούσι, τα t-shirts του Dreamer και το πράσινο της θάλασσας στους τοίχους. Στην είσοδο, κάτω από τον πίνακα του street artist Rtmone, ο Φίλιππος έχει στήσει έναν πάγκο, μαζεύονται με καφέδες φίλοι, αρχιτέκτονες, αρκούδες, η μουσική κοινότητα των sound designers (Coti K.),  η γειτονιά, οι χαλαρές μέρες του Απρίλη λίγο πριν τη λαίλαπα των τουριστών του Καθολικού Πάσχα.

n

Η Αδριανού κυλάει ήρεμα προς την Αγορά. Οι κρεμασμένες ταπισερί μπερδεύουν μία οριεντάλ Ελλάδα με ιπτάμενα μαγικά χαλιά (we send abroad) με μαξιλαράκια με την ελληνική σημαία. Ξύλινα γουδιά, σταυροί με τα λόγια του Πάτερ Ημών, απέναντι ο Dr. Fish, ένα spa για να απολεπίζεις τα πόδια σου – με ένα τεράστιο ψάρι-γορίλα στην είσοδο ντυμένο με λεύκη ρόμπα αισθητικού… Το μυαλό αρχίζει να τσουρουφλίζεται σιγά-σιγά όσο πλησιάζω στο hot spot – τα αρχαία, τα cafés και το Μοναστηράκι. Οι γιαγιάδες πουλάνε σεμεδάκια-βελονάκι για τις παντοτινές τηλεοράσεις στο σαλόνι. Ο λατερνατζής έβγαλε το μαύρο του σακάκι στο ζεστό μεσημεριανό ήλιο, το έδεσε στα κάγκελα της Αγοράς, μοιάζει σαν να ουρλιάζει βουβά όπως όλοι – στα κάγκελα.

n

Η τελική φάση της Αδριανού είναι, αφού κάνει το μικρό της, όμορφο ζιγκ-ζαγκ, το Μοναστηράκι. Εκεί βροντάει και φωνάζει ο δρόμος, τα frozen yogurt μπλέκονται με τις πασμίνες και τα παρεό με τον Τσε, μουσικές αρχοντορεμπέτικες από μεσημεριανά τσιπουράδικα, τραπεζάκια, πλήθος, Έλληνες στον ήλιο, τρένα που περνάνε, ο ναός του Ηφαίστου πανέμορφος στο λόφο στέλνει σιωπηλές δονήσεις στις ζωές των ανθρώπων κάτω. 

n

Φτάνω Θησείο. Περνάω το σταθμό και κατηφορίζω προς το νεκροταφείο του Κεραμεικού. Ξαφνικά, ησυχία. Από πίσω μου, ακούω σε fade out την Αδριανού να σβήνει.