Life in Athens

Άγγελος Παπαδημητρίου: «Στα Εξάρχεια αισθάνομαι ασφαλής»

«Ζω εδώ και πολλά χρόνια στα Εξάρχεια. Πάντα μου άρεσε αυτή η γειτονιά, άλλωστε εκεί έμενε η προγιαγιά μου...»

A.V. Team
ΤΕΥΧΟΣ 690
3’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Ζω εδώ και πολλά χρόνια στα Εξάρχεια. Μου άρεσαν πάντα σαν περιοχή. Όταν βρέθηκε η Όλια Λαζαρίδου που πουλούσε ένα σπίτι, μιας θείας της, καταπληκτικής ζωγράφου, το πήρα. Είναι στην Πλαπούτα, στη Νεάπολη Εξαρχείων, σικαρία. Καλλιτεχνική γειτονιά. Δίπλα μου έμενε ο Λαπαθιώτης, πιο δίπλα η Αρλέτα που ήταν πολύ φίλη μου, πιο πάνω ο Σούτσος. Η περιοχή αυτή ήταν τα παλιά Πυθαράδικα, ήταν σαν το Κολωνάκι. Πάντα μου άρεσε αυτή η γειτονιά, άλλωστε εκεί έμενε η προγιαγιά μου, πήγαινε σχολείο κοντά στον Λόφο του Στρέφη. Στη γειτονιά έμενε παλιά και η Μαίρη Αρώνη, και η Ελένη Παπαδάκη, η μεγάλη εκείνη ηθοποιός. Και τώρα, όταν γίνεται η λαϊκή στην Καλλιδρομίου τα Σάββατα, βρίθει από ενδιαφέροντες ανθρώπους. Σε καμία λαϊκή δεν έχει τόσους ζωγράφους, ποιητές, συγγραφείς. 

Το σπίτι αυτό, της θείας της Όλιας, το αγάπησα γιατί η θεία ζωγράφιζε πολύ ωραία. Το πρώτο πράγμα που μου είπε, όταν πήγα και τη γνώρισα, ήταν «Ζωγράφιζα κάτι κυδώνια και στη μέση της ζωγραφικής είπα, “δεν τα κάνω ένα γλυκό;”. Και τα έκανε. Τη λάτρεψα εκείνη τη γυναίκα. 

Ζω την καθημερινότητά μου στα Εξάρχεια. Ψωνίζω μόνο από τα μαγαζιά της περιοχής – το έχω σε γρουσουζιά να πάρω από αλλού. Έχει τα πάντα: περίπτερα, σούπερ μάρκετ, φαρμακεία, οι καλύτεροι φούρνοι, τα καλύτερα μανάβικα, τα καλύτερα κρεοπωλεία, δεν υπάρχει άλλο τέτοιο μέρος. 

Ζω πολύ το σπίτι μου, είμαι καλός μάγειρας, καλώ πολύ κόσμο, τρώμε, τραγουδάμε κιόλας. Πριν δυο χρόνια είχα κάνει μία μεγάλη βραδιά. Κάλεσα πολλά άτομα, τραγουδήσαμε, ήταν ο Σαββόπουλος, η Αλεξίου, η Τανάγρη, ο Καραθάνος, ήρθαν οι πάντες. Κάλεσα και τη Ζωζώ, βέβαια. Τους λέω, καθίστε όλοι στη σειρά τώρα, η Ζωζώ είναι η βασίλισσα. Κι αρχίζει με τα ζίλια η Ζωζώ και χορεύει, έγινε χαμός. Μου είχε πει τότε ο μεγάλος Κυρ, ο Γιάννης Κυριακόπουλος, ότι «τέτοιο γλέντι μόνο στην Κατοχή ζούσαμε».

Τώρα πρόσφατα, όταν εκδόθηκε το βιβλίο μου «Λάικ», επειδή είναι αυτοβιογραφικό, κάλεσα κόσμο μία μέρα, 1 το μεσημέρι με 7. Είπα από το facebook «όποιος θέλει, να έρθει». Ήρθαν 537 άτομα, τόσοι πέρασαν συνολικά. Αντί να το κάνω σε μία γκαλερί, το έκανα σπίτι μου, προσφέροντας λίγο κρασί. Μου λέγανε, δεν φοβάσαι; Όχι, δεν ξέρω, δεν φοβάμαι.

Στα Εξάρχεια, όχι μόνο δεν φοβάμαι, αλλά αισθάνομαι και ασφαλής. Εντάξει, έχω και ένα κύρος ως παρουσία, έχω μία οντότητα. Και ας έχουν πολλαπλασιαστεί οι εγκληματικές ενέργειες. Τα βλέπω, τα ακούω. Από εκεί που μένω εγώ, στην Ιουστινιανού πιο πάνω, γίνεται χαμός. Και για να πω τη μαύρη αλήθεια, κάθε βράδυ ακούμε πυροβολισμούς. Πολλούς και επαναλαμβανόμενους. Το συνηθίζεις όμως σιγά-σιγά, είναι μία υποβάθμιση που γίνεται σαν μιθριδατισμός. Στο τέλος σου φαίνεται φυσικό.

Στα Εξάρχεια, στέκια μου είναι τα μαγαζιά της Καλλιδρομίου. Ειδικά τη μέρα της λαϊκής, μαζευόμαστε πολλοί. Ένας να καθίσει, έρχονται τριάντα. Πολλοί φίλοι έρχονται και από πιο μακριά. 

Στην περιοχή, αυτό που με γοητεύει είναι το ανθρώπινο μέγεθος, οι αποστάσεις. Η Καλλιδρομίου και η Πλαπούτα μού ησυχάζουν την ψυχή. Μη ξεχνάς εκεί στο τρίστρατο, που συναντιούνται, είναι που γυρίστηκε και η τελευταία σκηνή της «Στέλλας». Ίσως με γοητεύει και η αύρα των συνανθρώπων, κάτι έχει μείνει από τα παλιά, το νιώθω. Είναι καινούργιοι άνθρωποι με ενδιαφέρουσες, ωραίες φυσιογνωμίες, έχουν μία πνευματική υπόσταση. 

Άσχημα πράγματα για τα Εξάρχεια δεν έχω να θυμάμαι. Δεν ξέρω, μπορεί και να τα ξεχνάω. Δεν κυκλοφορώ και άγρια μεσάνυχτα στους δρόμους, βέβαια. Μια φορά μια γυναίκα μού έλεγε ότι πήγε να βγει από την έξοδο του σπιτιού της και κόντεψε να πάθει συγκοπή από τον άγριο τρόπο που την κοίταξαν δύο, εκεί.

Αυτό που δεν θα ξεχάσω ποτέ στη ζωή μου, είναι όταν μου είπε ένα φίλος ότι είδε σε μία κάθετο της πλατείας Εξαρχείων ΜΑΤατζήδες να τρώνε από τις σακουλίτσες με φαγητό που είχαν αφήσει οι κάτοικοι της περιοχής για να τρώνε οι καταληψίες.  

Κι εγώ έχω μαγειρέψει για κατάληψη, εκείνη της Τσαμαδού, και μάλιστα πολύ καλά. Με πλησίασαν κάτι παιδιά, είχαν έρθει δυο-τρεις φορές κάτι κορίτσια και με είδαν, με έκοψαν, κατάλαβαν ότι είμαι φιλικός και μου ζήτησαν να μαγειρέψω. Και τους είπα ναι. Τους έκανα την καλύτερη μακαρόναδα με κιμά, με το καλύτερο βούτυρο, την καλύτερη παρμεζάνα. Και ήρθαν όλοι, σε μία τεράστια σειρά και έπαιρναν, εξαντλήθηκαν όλα γρήγορα. Χάρηκα και μετά άρχισα και τους έκανα συνέχεια στιφάδα και τέτοια, μετά είδα ότι δεν είχανε πιάτα και πήγα στο Μοναστηράκι και τους πήρα και πιάτα. Μια μέρα μάλιστα είχε έρθει και η αστυνομία. Βγήκα εγώ, λίγο γνωστός από την τηλεόραση, και κάθισα μπροστά στην πόρτα με την ποδιά και τα χέρια στη μέση, με είδαν οι ΜΑΤατζήδες και φύγανε. Έτσι είμαι. Νομίζω ότι, βλακωδώς, μπορώ να αντιμετωπίσω τους πάντες.

*Ο Άγγελος Παπαδημητρίου είναι εικαστικός, συγγραφέας, ηθοποιός, τραγουδιστής.