Life in Athens

Πλάκα: Ένα... χωριό μέσα στην πόλη

Aτμόσφαιρα παλιάς Αθήνας

Ελεάννα Βλαστού
ΤΕΥΧΟΣ 446
3’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Ρωτήσαμε τέσσερις κατοίκους της Πλάκας να μας πουν τη γνώμη τους για την αγαπημένη γειτονιά των τουριστών και των Αθηναίων.

Ρωτήσαμε τέσσερις κατοίκους της Πλάκας να μας πουν τη γνώμη τους για την αγαπημένη γειτονιά των τουριστών και των Αθηναίων, που την επισκέπτονται αναζητώντας ατμόσφαιρα παλιάς Αθήνας.


Νίκος Αλεξάκης
Ιδιοκτήτης υπαίθριου πάρκινγκ

n

«Γεννήθηκα το 1952 στα Αναφιώτικα, σε ένα από τα είκοσι τρία σπίτια που απαλλοτρίωσαν για να δημιουργηθεί ο “Μεγάλος Περίπατος”. Σήμερα στα Αναφιώτικα μένουν ακόμα οι απόγονοι των πετράδων που είχαν έρθει από την Ανάφη και τη Σαντορίνη για να συνδράμουν στις οικοδομικές εργασίες της πρωτεύουσας. Θυμάμαι την περιοχή ως γειτονιά με τέσσερις ποδοσφαιρικές ομάδες, γαλατάδες και παπλωματάδες να περιφέρονται, και στη θέση της πόρτας να υπάρχει κουρτίνα.
Γνωρίζω αυτούς που έφυγαν αλλά και αυτούς που έρχονται, παρατηρώ τους τουρίστες που έρχονται εδώ και αντιλαμβάνομαι τους καλοπροαίρετους και αυτούς που απαθανατίζουν σκουπίδια και Πακιστανούς με καροτσάκια. Να (σ.σ. μου λέει δείχνοντας), αυτοί ήρθαν για να μας δυσφημήσουν στη χώρα τους.
Τι άσχημο έχει γίνει στην Πλάκα; Γκρέμισαν την ιστορία της, μια σειρά από τα Αναφιώτικα, χωρίς να υπάρχει λόγος, γιατί ο “Μεγάλος Περίπατος” δεν πραγματοποιήθηκε όπως όριζε το αρχικό σχέδιο, κατεδάφισαν την ταβέρνα του Τσεκούρα, δεν υπήρχε άνθρωπος να μην είχε φάει εκεί –επώνυμοι και μη– και να μην είχε δανειστεί χρήματα από τον κύριο Φάνη, τον ιδιοκτήτη.
Από το 1968 μέχρι το 1980 υπήρχαν πολλά κακόφημα μαγαζιά, αυτά έκλεισαν, η περιοχή “αναβαθμίστηκε” αλλά μαζί έφυγαν και οι ντόπιοι, δηλαδή οι άνθρωποι της αγοράς. Οι τιμές στα ακίνητα εκτοξεύθηκαν από το 2002 και μετά. Ποιοι μένουν τώρα στην Πλάκα; Αυτή τη στιγμή φιλοξενείται ό,τι καλύτερο. Η Πλάκα είναι ένα χωριό και το μόνο σίγουρο είναι ότι όταν έρχεται κάποιος εδώ δεν φεύγει».


Ανδρέας Μακρομαρίδης
Χασάπης

n

Ο κύριος Ανδρέας είναι κομβικό πρόσωπο της Πλάκας επειδή όλοι όσοι μετακομίζουν εδώ ψάχνουν πρώτα το χασάπη. Για πολλούς αυτό είναι το καλύτερο κρεοπωλείο (Τριπόδων 31), όχι μόνο της Πλάκας, αλλά του κέντρου της Αθήνας.
«Το 1960 άνοιξε ο πατέρας μου κρεοπωλείο στην περιοχή και έμαθα τη δουλειά από παιδί. Τότε υπήρχαν πολλά μανάβικα, χασάπικα και ιχθυοπωλεία. Όλα αυτά έκλεισαν όταν πεζοδρομήθηκε η Αδριανού και οι ιδιοκτήτες τα μετέτρεψαν σε τουριστικά καταστήματα... Οι Πλακιώτες αγαπάνε την περιοχή, την περπατάνε, βγάζουν τα παιδιά τους βόλτα. Τώρα έχει μόνο την τουριστική σεζόν. Τις Απόκριες η περιοχή δεν ζωντανεύει και έχει πάψει να είναι “τραγουδιάρα”, έκλεισαν τα μαγαζιά με ονόματα δανεισμένα από κόμικ, όπως “Μαύρη νυχτερίδα” και “Κόκκινος δράκος”. Δυστυχώς το “Zoom” δεν άνοιξε φέτος και ο “Ζυγός” λένε πως δεν θα ανοίξει του χρόνου. Ευτυχώς που συνεχίζει να λειτουργεί το “Σινέ Παρί”».


Ευγενία Μελά
Δικηγόρος, κάτοικος Πλάκας

 n

«Η Πλάκα είναι η καρδιά της Αθήνας και την αγάπησα σαν Ελληνίδα του εξωτερικού με τον τρόπο που οι ξένοι μαθαίνουν να αγαπάνε τον ελληνικό πολιτισμό. Πρέπει κάποιος να είναι λίγο τολμηρός για να επιλέξει την περιοχή, να έχει ξεπεράσει το κλισέ της αστακομακαρονάδας. Με λυπεί ιδιαίτερα που οι νέοι ανακάλυψαν τελευταία την περιοχή, λόγω της ταινίας του Παπακαλιάτη.
Ο Δήμος Αθηναίων είναι μεγάλος, αλλά θεωρώ ότι στην Πλάκα πρέπει να δίνεται απόλυτη προτεραιότητα. Γιατί εδώ είναι η ψυχή της πόλης, γιατί η Αθήνα ζει από τον τουρισμό και ο πόλος έλξης είναι η Πλάκα. Γιατί είναι η βιτρίνα της και σ’ αυτή δεν βάζεις τα σκουπίδια σου, κι αν δεν υπάρχει βιτρίνα δεν θα υπάρχει και αποθήκη κι έτσι το κατάστημα θα κλείσει. Ο Δήμος είναι παρών ως ένα βαθμό, για πρώτη φορά καθαρίστηκαν τα φρεάτια και έγιναν έργα υποδομής για να μην πλημμυρίζουμε και όχι για το εφέ.
Είναι ιδανική περιοχή για να μεγαλώνεις παιδιά εδώ. Έχει πεζόδρομους, πράσινο, μαγαζιά, είναι γεμάτη χρώματα, διαστάσεις ανθρώπινες, στενά δρομάκια που θέλουν να ανακαλυφθούν. Η ζωή είναι ποιοτική παρόλο που το Σύνταγμα είναι μονίμως κλειστό, ο φωτισμός ανεπαρκής και η Δημοτική Αστυνομία ανενεργή. Μαζί με άλλους κατοίκους προσπαθούμε να συμβάλλουμε στην καλυτέρευση της ζωής στη γειτονιά, βάφοντας τις προσόψεις των μαγαζιών και των κτιρίων. Έχω παρατηρήσει ότι η καθαριότητα και η νοικοκυροσύνη είναι κολλητικές, εμπνέουν και άλλους, αλλά το κυριότερο είναι ότι απωθούν την εγκληματικότητα, το παρεμπόριο και την παραβατικότητα».


Διονυσία Θανοπούλου
Ιδιοκτήτρια παιδικού σταθμού Αγκάλη

«Το 1992 έκανα το όνειρό μου πραγματικότητα. Βρήκα ένα άδειο κτίριο των αρχών του περασμένου αιώνα (σ.σ. Στράτωνος 1) και το διαμόρφωσα σε παιδικό σταθμό. Το κτίριο το γνώριζα, ο επάνω όροφος ήταν Jazz club στο οποίο σύχναζα (το πρώτο στην Αθήνα), ο κάτω χώρος ήταν τραβεστάδικο και η πίστα του βρισκόταν στην τωρινή αυλή.
Την εποχή εκείνη το παρκάκι απέναντι ήταν γεμάτο ναρκομανείς, οι βελόνες καθαρίστηκαν με τη συνδρομή μιας ευσυνείδητης υπαλλήλου καθαριότητας του Δήμου, της Άννα Σιδηροπούλου, αλλά και με τη βοήθεια των παιδιών που φέρνουν ζωή και εκτοπίζουν την περιθωριοποίηση. Οι κάτοικοι καλοδέχτηκαν το εγχείρημα.
Η Πλάκα έχει πάψει πια να είναι καρτ-ποστάλ, είναι η μικρογραφία του “όλου”, δηλαδή μια ψηφίδα του παζλ που είναι η Αθήνα. Το προφίλ των νέων κατοίκων είναι εύποροι οικογενειάρχες που δέχονται να υποστούν τις δυσκολίες με αντίτιμο τη μαγεία που προσφέρει η περιοχή. Oι δυσκολίες είναι ότι μια γειτονιά κεντρική, όπως αυτή, δεν είναι αυτάρκης και οι πορείες την απομονώνουν ακόμα πιο πολύ, καθώς έχει μόνο μια είσοδο και μια έξοδο. Πώς είναι να ζεις σε ένα… μουσείο; Χρειάζεται σεβασμό, καθαριότητα, και… να σταματήσει η αισχροκέρδεια. Θα ήθελα να ερχόταν μια νέα γενιά ανθρώπων στα καταστήματα με φρέσκο εμπόρευμα και νοοτροπία, οι ταβέρνες να είναι όπως θα έπρεπε και να απευθύνονται και σε Έλληνες και σε τουρίστες, γιατί οι τουρίστες δεν είναι πια εκείνοι της δεκαετίας του ’60 και του ’70 και οι Έλληνες είναι πλέον απαιτητικοί. Στα παιδιά μαθαίνω ότι δεν γίνεται να κοιτάμε το σπίτι μας και όχι τη γειτονιά. Πιστεύω ότι το πρώτο σχολείο μαζί με τους γονείς χτίζει συμπεριφορές και ότι η Πλάκα, όπως και όλη η χώρα, αυτή τη στιγμή χρειάζεται το “μαζί”».