Life in Athens

Η πλατεία στο Χαλάνδρι

Αξημέρωτη βόλτα με την Ήρα

Ζωή Καραμήτρου
2’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Αν έχεις σκύλο και δουλειά αυτή την εποχή, η αξημέρωτη μέρα είναι η αναγκαία αρχή. Πριν την αλλαγή της ώρας, έξι και μισή εφτά παρά, ήταν τέλεια νύχτα, τα φώτα αναμμένα, τα αυτοκίνητα λιγοστά, τα ταξί ακίνητα, άλλες εποχές δεν έβρισκες ή παρακαλούσες για διπλή διαδρομή, στις στάσεις στέκονταν κουκουλωμένοι άνθρωποι ενώ δεν έκανε κρύο, παρά ένιωθες μόνο αυτή την πρωινή ανατριχίλα της δροσιάς και υγρασίας. Το Χαλάνδρι χάρη και εξαιτίας της ρεματιάς στάζει από παντού. Τώρα που άλλαξε η ώρα, άλλαξε και η κίνηση,  σαν να έγινε πιο πυκνή, άραγε το φως της μέρας μάς καλεί πιο γρήγορα έξω; Περισσότερος κόσμος, βιαστικός και σκυθρωπός, οι έννοιες δεν έχουν τελειωμό.

Η σκύλα μου κουνά χαρούμενη την ουρά της, ανυπομονεί να βγει, τεντώνεται νωχελικά και ναζιάρικα, ορμά από την πόρτα του σπιτιού, επιτέλους ελευθερία και βόλτα. Δυστυχώς για κείνη η πρώτη βόλτα είναι σύντομη και βιαστική, το πρωί απαιτεί οργάνωση και ταχύτητα με ύφος ξένοιαστο ωστόσο, και κινήσεις ήρεμες που αφήνουν τη μέρα να ξεκινήσει ήσυχα, χωρίς λαχάνιασμα.

Η πλατεία στο Χαλάνδρι είναι πια μια απέραντη αλάνα. Στη μια άκρη της έχει μόνον μια καφετέρια, που μαζεύει λίγο κόσμο, δεν σου δίνει την εικόνα της απόλαυσης, της χαράς, της ξενοιασιάς που έδινε κάποτε. Αυτό το καλοκαίρι, το ένα μετά το άλλο, έκλεισαν τα τρία μαγαζιά που όριζαν τη ζωή της. Βουητό, χαρούμενες όψεις, οικογένειες με μωρά, με παιδιά που απολάμβαναν τη διπλανή παιδική χαρά, κατέληγαν πάντα στην πλατεία. Γυναικοπαρέες σε γελαστά jour fixes, τα σαββατιάτικα απομεσήμερα μετά από ψώνια, ένοχες που παράτησαν για λίγο τις οικογένειες, περήφανες που το κατάφεραν, επιτέλους λίγη ξενοιασιά. Και οι απαραίτητοι συνταξιούχοι, με ελληνικούς καφέδες μπροστά τους, τις κυρίες τους φορτωμένες την Άρτα και τα Γιάννενα για την έξοδο στην πλατεία, πλοπ!! ένα σκουλαρίκι βούλιαξε στον διπλό μέτριο, ένα πρωινό Κυριακής η πέρλα πνίγηκε.

Η  σκύλα μου τρέχει και με παρασέρνει στα μάρμαρα της πλατείας, γλιστράμε και οι δύο από το πούσι που έχει κατακαθίσει, εκείνη έχει τέσσερα πόδια και ισορροπεί, του λόγου μου δίνω ένα υπέροχο θέαμα στους περαστικούς, γλιστράω, πέφτω, δεν χτυπώ, σηκώνομαι κάνοντας την αδιάφορη, συνειδητοποιώ ότι τα πλευρά μου πονάνε.

Αν περάσεις το δρόμο και βαδίσεις προς την πίσω πλευρά του Αγίου Νικολάου, στην πλευρά του ιερού, θα αντικρίσεις σταθερά δυο φιγούρες αξεδιάλυτα μπλεγμένες με τη ζωή της πλατείας. Μια γυναίκα, ζει άραγε στο δρόμο; μαζεύεται ίσως κάπου τη νύχτα;  Άγνωστο. Έχει όλο της το βιος στο καρότσι που σέρνει, περιφέρεται αδιάκοπα γύρω απ’ την πλατεία, ζητάει χρήματα να αγοράσει κάτι να φάει, τα μαγαζιά γύρω τριγύρω την ταΐζουν σταθερά, δεν την έχει ο τόπος,  παραμιλά, αν σε πλησιάσει κάπως φοβάσαι, αν σε πλησιάσει πιο πολύ, συμπονάς. Κι ένας άντρας. Νύχτα, μέρα, πρωί, απόγευμα, όποτε κι αν περάσεις, κρυμμένος μέσα στις φυλλωσιές, καθισμένος πάνω σ’ ένα πλαστικό κασάκι, έχει δίπλα του ένα άσπρο πλαστικό ποτήρι, το τάσι της ζητιανιάς του, ψιθυρίζει ακατάπαυστα «μια βοήθεια, σας παρακαλώ μια μικρή βοήθεια». Κάθεται δίπλα στο μηχάνημα της τράπεζας, νιώθεις άβολα να σηκώνεις λεφτά, πόση ειρωνεία δίπλα στα κρυμμένα λεφτά ένας άνθρωπος να δυστυχεί φανερά  τόσο πολύ.

Η σκύλα μου φλερτάρει εντατικά, είναι σε οίστρο, τη συγκρατώ με δυσκολία, μα πού βρέθηκε τόσο κοντά μας τούτος ο αρσενικός, κρατώ το λουρί γερά, μα όχι τόσο γερά όσο πρέπει, η σκύλα μου δίνει μια και φεύγει, ενώνεται με τον ωραίο, κολλάνε κι αυτό ήταν. Σε λίγο καιρό, θα έχω γεννητούρια. Τον άλλο μήνα είχα προγραμματίσει να τη στειρώσω.