Life in Athens

Τρεις μικρές ιστορίες της πόλης

Έχω έναν υπολογιστή επεκτατικό, αποικιοκρατικό, που τα θέλει όλα δικά του:

Κωνσταντίνος Ματσούκας
ΤΕΥΧΟΣ 327
4’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Μπότες

Έχω έναν υπολογιστή επεκτατικό, αποικιοκρατικό, που τα θέλει όλα δικά του: επαγγελματική ζωή, κοινωνική ζωή, σεξουαλική ζωή. Ανησυχώ μήπως έχω αρχίσει να γίνομαι απλά η ζωντανή του προέκταση με την ενοχλητική, παράπλευρη ανάγκη να τρώω και να κοιμάμαι. Για να πειστώ ότι παραμένω εγώ το αφεντικό, παράτησα προχτές τον ΗΥ μου σύξυλο και βγήκα. Πήγα Θησείο, στο κυριακάτικο παζάρι, για να ενδώσω στη σαβουρολαγνεία μου. 

Ήταν αργά το απόγευμα, και στο πεζοδρόμιο κοίτονταν μισοδιαλυμένες στοίβες πράγματα, άλλες ορφανές κι άλλες με κάποιον από δίπλα να τις επιβλέπει αποθαρρυμένα. Μια δυο τις προσπέρασα, στην επόμενη τσιμπολόγησα λίγο, έτσι τελετουργικά, μήπως και πάρει μπροστά το ένστικτό μου του ρακοσυλλέκτη. Τίποτα δεν μου μίλησε, κανένα αντικείμενο. Στο επόμενο βήμα ωστόσο, βρήκα το στόχο και τη δικαίωσή μου. Παρατημένο στο πεζοδρόμιο –ποιος θα το πίστευε;– ένα ζευγάρι αντρικές μπότες από κανελί δέρμα με κορδόνια (που όμως ήταν παραπλανητικά μια και στο πλάι υπήρχε φερμουάρ). Έξυπνο σχέδιο, σε πολύ καλή κατάσταση, το σωστό νούμερο. Έσκυψα και τις πήρα με τη φυσικότητα που σηκώνεις ένα μωρό απ’ το καρότσι. Συνέχισα να περπατάω. Καμιά φωνή διαμαρτυρίας πίσω μου, κανείς που να διεκδικεί την ιδιοκτησία τους. Στο επόμενο τετράγωνο, έβγαλα τα μαύρα αθλητικά και τις δοκίμασα. Είχα κρίνει σωστά. Δεν ζητούσαν άλλο τίποτα από να λατρέψουν τα σωστά πόδια και να λατρευτούν όπως τους αξίζει. Σηκώθηκα και, μετά από λίγα μόνο βήματα, ήμουν ήδη πεπεισμένος ότι θα γεράσουμε μαζί. Ήδη ανυπομονούσα να έρθει η μέρα που θα ξυπνάω και θα κοιμάμαι φορώντας μόνο αυτές. Αυτές οι μπότες είναι η πεμπτουσία του είδους τους, ποιήματα από δέρμα που οδεύουν προς εκείνη τη συγκεκριμένη πραγμάτωση στην οποία, για κάποιο λόγο, οι δερμάτινες μπότες τα καταφέρνουν ιδιαίτερα καλά. Τις σκέφτομαι σαν φετίχ, σαν εξημερωμένα ζώα, σκέφτομαι τις μπότες του Βαν Γκογκ. Ο ηλεκτρονικός μου υπολογιστής μπορεί να φάει τη σκόνη τους! Για να ολοκληρωθεί η συνδιαλλαγή πρέπει τώρα να παραδώσω κι εγώ στη ροή του κόσμου ένα ζευγάρι παπούτσια ή κάποιο άλλο αντικείμενο ικανό να προσελκύσει παρόμοιο θαυμασμό.

Ήταν η αναζωογονητική υπενθύμιση αυτού που έλεγε η γιαγιά Ηρακλεία: «Ο κόσμος είναι σαν άγριο ζώο. Πρέπει εσύ να βγεις και να πας να τον συναντήσεις».

Ο τουρίστας

Downtown Athens. Έχοντας με κάποιον κόπο βγάλει από πάνω μου την έγνοια του προορισμού, χαζεύω στη γωνία του δρόμου, δυο μέτρα απ’ το τσοντάδικο Αβέρωφ στη Σοφοκλέους. Δίπλα μου ακριβώς έρχεται μια καθαρίστρια του Δήμου, νέα, καστανή, γεμάτη μεθοδικότητα, με το γεμάτο φαράσι στο ένα χέρι και τη σκούπα στο άλλο.

Φοράει γάντια πλαστικά που έχουν επάνω τυπωμένα λουλούδια και στην πράσινη φωσφοριζέ ποδιά της έχει πιασμένο ένα blue tooth. Την προσέχω καταρχάς επειδή είναι τόσο καλοβαλμένη. Κουβαλάει και μια ένταση που επίσης την κάνει αξιοπρόσεκτη.  Στοιβάζει τα σκουπίδια της νοικοκυρεμένα σ’ ένα χαρτόκουτο στη γωνία του δρόμου για το απορριμματοφόρο όταν έρθει. Ακουμπάει τη σκούπα στο σωρό για να φέρει από τη μέση του πεζοδρομίου μια ξύλινη παλέτα και να την προσθέσει στα υπόλοιπα. Όμως η παλέτα τής πέφτει βαριά. Καθώς την αποθέτει άγαρμπα, η παλέτα σκουντάει και πετάει χάμω τη σκούπα της. Εκείνη μουτζώνει με πάθος την παλέτα. Άρα, συμπεραίνω, Ελληνίδα και όχι ξένη. Ακόμα, είχα δίκιο για την ένταση. Ίσως είναι το ότι την παρακολουθώ που την κάνει νευρική; Επόμενη δουλειά της το άδειασμα του πράσινου μεταλλικού δοχείου για τα απορρίμματα που είναι βιδωμένο επάνω στο γωνιακό στύλο. Στηρίζει από κάτω του το χάρτινο κουτί και ξεβιδώνει τον πάτο του δοχείου που είναι ασφυκτικά γεμάτο. Τα σκουπίδια αδειάζουν στην πλειοψηφία τους μέσα στο χάρτινο κουτί, όχι όμως όλα. Μια μικρή ποσότητα χύνεται κάτω, στο ρείθρο, μαζί τους κι ένα μισογεμάτο μπουκάλι γάλα που χτυπώντας το έδαφος αναπηδάει και κάνει τα χέρια της καθαρίστριας μούσκεμα. Εκείνη κοκαλώνει. Το βρίσιμο που ρίχνει είναι όλο εσωτερικό. Μετά, ξεφυσώντας, βγάζει το ένα γάντι και το φοράει στο κοντάρι της σκούπας. Πάνω απ’ αυτό μπαίνει το δεύτερο γάντι. Ανοίγοντας μια πλαστική μπανάνα που φοράει στη μέση, βγάζει ένα πακέτο υγρά χαρτομάντιλα κι αρχίζει να σκουπίζει σχολαστικά τα βρεγμένα χέρια της. «Χάλια ε;» σχολιάζω σε ένδειξη αλληλεγγύης. Παρά το ένα μέτρο που μας χωρίζει, δεν δείχνει ότι με άκουσε. Κι όμως, όλη αυτή την ώρα ξέρει πως την κοιτάζω. Η μόνη της άμυνα απέναντι στο επίμονο, αδιάκριτο βλέμμα μου είναι να με αγνοεί. Έχω ωστόσο προσέξει τα προσεγμένα νύχια κάτω από τα γάντια, το κομψό ρολόι στον καρπό της. Ντρέπομαι, αναπάντεχα, που στέκομαι εκεί πέρα και την παρατηρώ τόσο επιδεικτικά. Ποιος ξέρει πόσο της κοστίζει αυτής της σχολαστικής γυναίκας να μαζεύει τις τσαπατσουλιές του κάθε άγνωστου. Το τελευταίο που χρειάζεται είναι ένας αυτόπτης μάρτυρας στη νίλα της.

Μου γίνεται ξεκάθαρη ξαφνικά η σαδιστική δύναμη του βλέμματος. Όπως όταν ανυπάκουα αντικείμενα σε σαμποτάρουν μπροστά σε τρίτους. (Ο αναπτήρας που αρνείται να βγάλει φλόγα ενώ πας ν’ ανάψεις το τσιγάρο ενός γοητευτικού ξένου.) Τα μάτια, αποφασίζω, μερικές φορές είναι για να μη βλέπουν.

Σιωπηλό σφαγείο

Στην Αθηνάς, λίγα μέτρα πριν την Ερμού, με τα γύρω μαγαζιά ανοιχτά κι ανθρώπους παντού, στο ρείθρο του πεζοδρομίου ποδοπατημένη μια ντουζίνα κόκκινα τριαντάφυλλα, σφιχτά, ακμαία λουλούδια, όμως τόσο άσχημα κακοποιημένα που θυμίζουν λιωμένο κραγιόν ή, ακόμα περισσότερο, κάποιο αιθέριο αγρίμι πατημένο από αμάξι.

Να ευθύνεται, άραγε, ένα ζευγάρι τακούνια τρελαμένο από ερωτική απελπισία; Ένα άλλο ενδεχόμενο είναι τα άρβυλα της μεταναστευτικής αστυνομίας ενώ ο σκουρόχρωμος, παράνομος ανθοπώλης φορτώνεται κακήν κακώς στην κλούβα. Όπως κι αν έχει, όλα τα ζευγάρια μάτια που σαρώνουν τη χλοερή σφαγή, όλα ανεξαιρέτως, ξαναγυρνούν σ’ αυτήν, μένουν λίγο παραπάνω. Ασκούν μια σαγήνη εκείνα τ’ απομεινάρια, στην οποία ανταποκρίνονται οι πιο διαφορετικοί τύποι ανθρώπων. Πρόκειται για ένα θέαμα αναμενόμενο, ίσως και κοινότυπο, στη σκηνή ενός θεάτρου, όχι όμως στη βρoμιά του δρόμου σε ώρα εμπορικής κίνησης.

Ένα άθικτο τριαντάφυλλο, ένα μόνο, ξεπροβάλλει από τον πράσινο κάδο απορριμμάτων δυο βήματα πιο πέρα. Βλέπω έναν σαραντάρη να το παίρνει και χαίρομαι με τη σκέψη ότι σώθηκε τουλάχιστον αυτό. Με αδιόρατη υπόκλιση ο άντρας το προσφέρει στη μία από τις δύο άγνωστές του γυναίκες με τις οποίες περιμένουν μαζί για να περάσουν απέναντι. Εκείνη, νέα και καλοβαλμένη, κουνά το κεφάλι ακατάδεκτα. Το ίδιο κάνει και η δεύτερη γυναίκα στην οποία το προσφέρει, μια παχουλή, φιλύποπτη πενηντάρα χωρίς ώρα για χαριεντισμούς. Ο άντρας κάνει κάποιο σχόλιο και ξαναπετάει το τριαντάφυλλο στον κάδο. Αυτή τη φορά το κόκκινο λουλούδι προσγειώνεται με το κεφάλι. Δεν ήμουν λοιπόν μόνο εγώ! Όλους τους άγγιξε, όλοι προσλάμβαναν την ένταση εκείνης της εικόνας. Η διαφορά μου απ’ τους άλλους ήταν ότι είχα το χρόνο να καθίσω στην κόχη ενός μαγαζιού («Κλειστόν λόγω Εκποίησης») και να κάνω ένα τσιγάρο, σαν αυτοσχέδιο, αμήχανο μνημόσυνο. Είχα, ως συνήθως, και την πρόθεση να ψάχνω τα πρόσωπα των ανθρώπων, ρωτώντας νοερά «Το βλέπετε; Τι έγινε, τι μπορεί να ’γινε;». Ήταν μια σκηνή εμβληματική. Ο απόηχος μιας ακραίας βίας που ασκείται γι’ άγνωστους λόγους όταν εσύ δεν είσαι εκεί. Ποτέ δεν θα έχεις αρκετά στοιχεία για να την καταλάβεις. Μόνο θα στέκεσαι και θα ρωτάς τους άλλους «Τι έγινε; Είδες εσύ τίποτα;».Μια παρηγορητική βροχή αρχίζει να πέφτει, σαν μικρή χειρονομία εξιλέωσης απέναντι σ’ εκείνα τα υπέροχα πτώματα.


Εικονογράφηση

Εικ. 1: Έργο του Michael Leventis (ευχαριστούμε την Γκαλερί Σκουφά, στη Σκουφά 4, Κολωνάκι, για την παραχώρηση του έργου)

Εικ. 2:  Έργο του Σπύρου Χειμωνάκη από την έκθεσή του “Pittura Flores Amat” (Πολιτιστικό Κέντρο «Φλοίσβος»)