Κατοικιδια

Η οικογένεια με τις 10 γάτες

Όμορφοι και… γαταραμένοι!

Στέφανος Τσιτσόπουλος
7’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Βασικά ξεκινήσαμε με έναν, Μάρτιος του 2012, έσκασε από το πουθενά, άκουσα πρώτα το νιαούρισμά του στην αυλή, μετά τρακάρισαν τα βλέμματά μας, έδειχνε φοβισμένος, αλλά και περίεργος. Το ομολογώ: με συγκίνησε η αδεσποτοσύνη του, μια νεογέννητη μπαλίτσα, τρυφερή και ευάλωτη, αλλά ανάθεμα αν μπορούσε να αντιμετωπίσει τον κόσμο και… τη Βάγια. Από την κοψιά τον έκανα το πολύ ενός μήνα. Είχε βυζάξει τη μάνα του, που φρόντισε στοργικά να τον κρύψει κάπου και να επιμεληθεί τις πρώτες μέρες του βίου του, τον περπάτησε, του έμαθε τα βασικά και προφανώς είχε έρθει η ώρα να βγει στην ευχή του θεού και να ζήσει μονάχος. Αν κι ο κανόνας λέει πως ο γάτος σε διαλέγει – όχι εσύ, αυτός. Η οικογένεια με τις 10 γάτες

Τυπικό δείγμα «αλητήριου» της Άνω Πόλης –η γειτονιά μας αποτελεί το καταφύγιό τους– οι γάτοι εδώ αυξάνονται και πληθύνονται, μιας και λόγω ρυμοτομίας αλλά και πολεοδομικού πλαισίου που ευνοεί την ύπαρξη μονοκατοικιών και στενών δρόμων, μακριά από λεωφόρους ταχείας κυκλοφορίας και πολυκατοικίες δηλαδή, όλο και βρίσκουν σπιτάκι και περίθαλψη. 

Γατογειτονιά είναι η Άνω Πόλη και Ευγένιο Ροβέρτο Μαυρούλη τον βάφτισα, συστήνοντάς τον στην καλή μου. Όνομα ντικενσιανού ήρωα, με ολίγη από Τριβιζά, και το «Ροβέρτος» από τον Σπυρόπουλο, τον τότε διοικητή του ΙΚΑ, μιας και εκείνη τη στιγμή μιλούσε στην τηλεόραση για την πορεία των οικονομικών του ταμείου του. Όμως ο αστάθμητος παράγων Βάγια; Που δεν τη ρώτησα και πήρα μόνος την πρωτοβουλία της υιοθεσίας; Που δεν πήδηξε από τη χαρά της; Κρατήσου, κορώνα γράμματα έπαιξα τη σχέση μου, αυτό ήταν αιτία casus belli, διαζυγίου. Γιατί έως αυτή τη στιγμή, τότε, η Βάγια ήταν σταμπαρισμένη ζωοφοβική. Σε επίπεδο υστερίας και απόλυτου τρόμου. Έτρεμε στη θέα κάθε τετράποδου, ανέβαζε σφυγμούς και άγχος, φώναζε βοήθεια. «Μην το παίρνεις προσωπικά, Ρομπερτάκο» του είπα, όταν τους γνώρισα, «φοβάται και τα σκυλιά, και τα ζουζούνια, και τα άλογα, και τις πεταλούδες, οπότε στο χέρι σου είναι να της αποδείξεις πόσο άδικη είναι». Γιατί πέραν της στοργής που με χτύπησε κατακέφαλα, πέραν της χνουδωτής ομορφιάς και των μπιρμπίλικων πράσινων σαν κρυπτονίτη ματιών του, είχα μια ιδέα υιοθετώντας τον. Να βοηθήσω τη Βάγια να ξεπεράσει τη φοβία της με τα ζώα. Πριτς! 

Η οικογένεια με τις 10 γάτεςΟ Ευγένιος Ροβέρτος Μαυρούλης, αδιαφιλονίκητος άρχοντας της Άνω Πόλης.

Την πρώτη εβδομάδα ήταν ανένδοτη: «Να μην τολμήσεις και τον βάλεις στο σπίτι, θα πεθάνω αν με αγγίξει, τρέμω καθώς τον βλέπω να ακονίζει τις νυχάρες του στα κλαδιά του αμπελιού, νομίζω πως θα με φάει». Αυτό ήταν το κλίμα. Ο Ευγένιος Ροβέρτος Μαυρούλης ζούσε στην αυλή, τον φρόντιζα μόνος μου, εκείνη στεκόταν στην πόρτα και κοιτούσε από μακριά. Χα! Σιγά ο γάτος μη και δεν το είχε καταλάβει! Πώς δηλαδή η κυρία είχε θέμα. Κι άρχισε η επιχείρηση σαγήνης, αφού ο τύπος ουδέποτε έκρυψε πως φιλοδοξία του ήταν να μπει στο σπίτι και να ζήσει μπέης και οικόσιτος. Ρούπι δεν το κουνούσε από τη σκάλα της εξώπορτας, «βοήθεια» ούρλιαζε η Βάγια, «πώς θα βγω;». Πρόβλημα που το έλυσε με έναν πανούργο γυναικείο τρόπο, μιας και, ως γνωστόν, η γυναίκα όπως και η γάτα, είναι παμπόνηρα πλάσματα. 

Τι σκαρφίστηκε; Αγόρασε ισπανικό χαμόν και, κάθε φορά που έπρεπε να μπει ή να βγει από το σπίτι, του έριχνε ένα κομμάτι, ώστε ο γάτος να ξεκουμπιστεί. Γελούσα με την πολυμηχανοσύνη της. Γελούσε κι ο γάτος, αφού μπερεκέτιαζε κάθε μέρα με το αλλαντικό του, πέρα από τα κροκετάκια που τον τάιζα. Δεν μπορούσε όμως το οικογενειακό μας εισόδημα να εξανεμίζεται έτσι, θέλω να πω, εγώ σκέτο ζαμπόν κι ο γάτος μου χαμόν - χαμόν; 

Μια μέρα τον έβαλα μέσα. Μπήκε ήσυχος και δήθεν ταπεινός, κάθισε σε μια γωνίτσα επιδεικνύοντας συμπεριφορά και διαγωγή αστού ευγενούς. «Α, τζάμπα τον φοβόμουν πως θα μου φάει τα έπιπλα ή θα μου βρωμίσει το σπίτι. Λες να τον χαϊδέψω κι εγώ, αν τον κρατήσεις;» Όλα πήγαιναν βάσει του ιταμού μου σχεδίου-προξενιού: να κάνω τη Βάγια να ξεπεράσει τη φοβία της με τα ζώα. Λες και τη στήσαμε παρέα την κομπίνα: τον κρατούσα αγκαλιά κι εκείνη, για πρώτη φορά, άγγιξε ζώο. Στο σβέρκο στην αρχή, για να νιώσει ασφάλεια, αφού αυτός είναι ο τρόπος για να κερδίσεις έναν γάτο, να τον σβερκώσεις κινητοποιώντας του τις μνήμες από το αντίστοιχο σβέρκωμα με το οποίο τις πρώτες μέρες της ζωής του τον μεταφέρει η μάνα του από καταφύγιο σε καταφύγιο. 

Να μην τα πολυλογώ, η πρώτη κίνηση έγινε. Εκείνος το έπαιζε μπέμπης κι εκείνη νεαρή μικρομάνα. Έξω έβρεχε, «ε, πού να τον βγάλουμε τώρα στην αυλή, μήπως να κοιμηθεί μέσα σε μας σήμερα;» είπε. Του έστρωσε χαλάκι και όλοι κάναμε όνειρα γλυκά. Το άλλο πρωί ήταν όντως μια άλλη μέρα. Ο γάτος έπαιζε στην αυλή κι εμείς φύγαμε για τη δουλειά. 

Επιστρέφοντας στο σπίτι το απόγευμα, ο Μαυρούλης άρχισε να κυλιέται μπροστά από την κυρά του, προτάσσοντάς της το στήθος του, κίνηση που τα γατιά κάνουν όταν θέλουν να δείξουν αγάπη και εμπιστοσύνη - εδώ είναι το πιο ευάλωτο σημείο τους, ο γυμνός θώρακας. Θα πει «σου παραδίνομαι, είμαι δικός σου». Μπήκε πάλι στο σπίτι μας, έφαγε και την ξανάπεσε στη γωνία του. Τύπος και υπογραμμός. Και πανούργος και δαιμόνιος. Την επόμενη μέρα η κυρά του εμφανίστηκε με ένα τεράστιο καλάθι-ειδικό στρώμα, συν μια φωλιά-σπιτάκι, ήταν θέμα χρόνου να τα καταφέρει και να αποκτήσει και δικαιώματα μα και «υπνοδωμάτιο». 

Αυτό είναι οι γάτες: καταφέρνουν ό,τι βάλουν στο μυαλό τους και αυτή ήταν η μετάλλαξη της Βάγιας από ζωοφοβική σε τέρμα γατόφιλη. Σιγά, σιγά. Με το μαλακό. Στο δίλημμα στείρωση ή να τον αφήσουμε να μουρνταρεύει κι ας μας φύγει μια μέρα, αφού οι αδέσποτοι τέτοιοι είναι εκ φύσεως, εκείνη απάντησε ελεύθερος κι ωραίος. Δεν της πήγαινε η καρδιά να τον ευνουχίσει και να τον κάνει μαλθακό και… άσφαιρο. Αν κι όταν ήρθε ο καιρός της αναπαραγωγής και ο «λεγάμενος» εξαφανιζόταν για μέρες, την έβλεπα να λιώνει από την αγωνία. Άδικος φόβος, οι γάτοι ξέρουν το συμφέρον τους κι ο δικός μας, αφού σέξαρε με ό,τι θηλυκό κυκλοφορούσε στα πέριξ, πάντα γυρνούσε στο σπίτι. Αλλά σε άθλια κατάσταση από τα γδαρσίματα και τις μάχες με τους άλλους αρσενικούς, που προφανώς διαγωνίζονταν σε μαγκιά για να κερδίσουν τη «νύφη». 

Προσέξτε τώρα, αυτό που ονομάζω σημείο καμπής ή πώς σκέφτονται οι γυναίκες. Μια μέρα η Βάγια μου ανακοίνωσε: «Δεν μπορώ να αγχώνομαι για το αν θα γυρίσει σώος, γι' αυτό και είπα στη γειτόνισσα, που γέννησε η γάτα της, να πάρουμε τα δύο θηλυκά στην αυλή μας. Έτσι ο Μαυρούλης θα έχει παρέα για παιχνίδι αλλά και για σεξ και δεν θα με τρώει το άγχος». Παντάμ, παντάμ ή και πώς αποκτήσαμε την Πέτυ και την Πέρκα. Δυο καστανόασπρες δίδυμες, που τις βαφτίσαμε έτσι από τη γενική γραμματέα δημοσίων έργων, που εκείνη τη στιγμή μιλούσε στην τηλεόραση.  Οι οποίες όμως έφεραν κι έναν γκρίζο κούκλο που τις ακολουθούσε σαν τσιράκι, τον Γκάρυ, όμοιο όνομα με του καλύτερου φίλου της Βάγιας, που πάντα ονειρευόταν να τον τιμήσει και βρήκε την ευκαιρία. 

Η οικογένεια με τις 10 γάτες

Ο γκριζόασπρος Γκάρι, ο σταχτούλης Μπαλίνο και ο Μόμπι: felix da housecats.

Κι έτσι η οικογένειά μας μεγαλώνει και, από πυρηνική, ήτοι τρεις, πιάνει τον αύξοντα αριθμό τέσσερα. Και πάνε κι έρχονται οι κροκέτες και οι κονσέρβες, γιατί έφυγε η ζωοφοβία κι έδωσε τη θέση της στη ζωοφιλία, κατάσταση «η μαμά Τερέζα» της Άνω Πόλης. Γιατί αυτό συνέβη με τη Βάγια. Και πάρτε χάδια, πάρτε και στοργή. Ασχέτως εάν ο Μαυρούλης ούτε που τους δίνει σημασία «τους μικρούς», μη σου πω πως και όπου τους βρει στο διάβα του τους φιλοφρονεί με μπερντάκια ξύλου. Είναι αρχηγός και δεν ήρθαν οι νέοπες να εκθρονίσουν τον παλιό, α, όλα κι όλα. Γιατί οι γάτες δεν κάνουν φίλους. Είναι ανταγωνιστικές και μονοφαγούδες. Αυτά όμως δεν τα είπα στη Βάγια, την άφησα ευτυχισμένη να περιποιείται την οικογένεια! Που από το 4 πήγε στο 6 με την προσθήκη του Moby και του Μπαλίνο, και μετά το 6 έγινε 8, μιας κι ο Μαυρούλης που κουτούπωσε δυο περαστικές μας έφερε τον Τζούνιορ και την Παρδαλίτσα. 

Η οικογένεια με τις 10 γάτες

Η Πέτι, χωρίς την Πέρκα, μου έφερε και γαμπρό. 

Το πιάνεις; Η γατοφοβική Βάγια έγινε «πολύτεκνη  μητέρα», η αυλή μας άσυλο γάτων της Άνω Πόλης, μα τον Θεό, θα ζητήσω ΕΣΠΑ. Γιατί όλα τα ταΐζει με τροφές ενδεδειγμένες κι όχι με αποφάγια, «…καλά, είναι δυνατόν να τα αφήσω στο έλεός σου, που δεν τους αφήνεις τίποτα, παλιομοναχοφάη»; Έτσι με κατηγορεί. 

Ευτυχώς, βέβαια, μόνο ο Ευγένιος διατηρεί το δικαίωμα του συγκάτοικου. Οι άλλες μένουν στην αυλή, δεν έχω πια κήπο, αλλά οικοτροφείο γάτων. Το δε 8 έγινε 9, καθώς ξέχασα να σας πω για τον Μπούφο. Τεράστιος τιγρέτος και θεόχαζος, εξ ου και το υποκοριστικό: σου γυρνάει την πλάτη, άρα αφού δεν σε βλέπει, πιστεύει πως δεν τον βλέπεις κι εσύ. Στρουθοκάμηλο έπρεπε να τον πούμε με αυτή τη συνήθεια. 

Η οικογένεια με τις 10 γάτεςΤον λένε Μπούφο, γιατί η εξυπνάδα δεν είναι το φόρτε του. Η καλοσύνη του είναι.

Τέλος πάντων, είμαστε πλέον μια πολυμελής οικογένεια. Οι γάτοι τρώνε, πίνουν, λιάζονται και τεμπελιάζονται, ερωτοτροπούν μεταξύ τους και την περνάνε φίνα. Εγώ μπορεί να ανοίξω το ψυγείο και να μη βρω τίποτα, αυτοί όμως πάντα στο κονσερβάκι και τη θαλπωρή. Κοιτάζω τον Ευγένιο Ροβέρτο Μαυρούλη μερικές φορές και του παραπονιέμαι: «Πού να ήξερα, όταν σε καπάρωνα, πως θα ήσουν η αιτία να διεκδικήσει η οικογένειά μας τον τίτλο της πιο γατόφιλης οικογένειας της Θεσσαλονίκης; Πως η Βάγια, εξαιτίας του σχεδίου να μην την εγκαταλείψεις, θα μου έκανε το σπίτι - πανδοχείο. Cat-αραμένε, ε, cat-αραμένε»! 

Η οικογένεια με τις 10 γάτες

Η Πέρκα, χωρίς την Πέτι, ερωτοτροπεί με τον Μόμπι. 

Η οικογένεια με τις 10 γάτες

Ο μαυρόασπρος Τζούνιορ, υιός του Ευγένιου Ροβέρτου Μαυρούλη, τα λέει με την Πέτι και την Παρδαλίτσα. 

Στο μεταξύ, γίναμε και οι ήρωες της γειτονιάς. Που, όταν φεύγουμε για διακοπές, αναλαμβάνει την προστασία και τη φροντίδα τους, α, στην Άνω Πόλη της Θεσσαλονίκης όλοι είναι φιλόζωοι. Σε σημείο παρεξήγησης, θέλω να πω, φεύγουμε, αφήνουμε στους γείτονες κονσέρβες, κι επιστρέφοντας οι κονσέρβες είναι άθικτες και τα γατάκια ευτυχισμένα, «σιγά μην τα δώσω αυτά τα βιομηχανικά». Έτσι μου απάντησε η τροφός τους κυρία Σταυρούλα την πρώτη φορά που αναρωτήθηκα τι τρέχει! «Σιγά τον Μαυρούλη και τους φίλους του μη δεν τους περιποιηθώ! Κοτοπουλάκι, κεφτεδάκια, ψαράκι, κάθε μέρα και άλλη γεύση τους μαγειρεύω».

Σοβαρολογώ! Στην Άνω Πόλη, στην πλατεία Βασίλη Τσιτσάνη, ένας ασπρόμαυρος γάτος που πριν χρόνια υιοθέτησα για να ξεπεράσει το ταίρι μου τη ζωοφοβία της, έγινε η αιτία ώστε όλα τα μπασταρδάκια κι αδέσποτα της γειτονιάς να ζουν ευτυχισμένα. Και να έχουν για μαμά τους τη Βάγια Ματζάρογλου, που ενώ παλιά έβλεπε ζωάκι και ανέβαινε στα δένδρα από το φόβο της, τώρα τους μιλά και τους νταντεύει κι εκείνα την ακολουθούν όπως έκαναν κάποια «συνάδελφα» με τον Φραγκίσκο της Ασίζης. Το ξαναλέω: με τις γυναίκες και τις γάτες δεν βγάζεις άκρη, οπότε κι εγώ αποδέχτηκα τη μοίρα μου. Είμαι όμορφος και… γαταραμένος!

Η οικογένεια με τις 10 γάτες