Health & Fitness

Εις πείσμα

Αποφασίσαμε πως δεν θα ακούμε τους εξ ορισμού αρνητικούς ανθρώπους

aggeliki-kosmopoulou_1.jpg
Αγγελική Κοσμοπούλου
2’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ
98078-196428.jpg

Στην καθιερωμένη οικογενειακή έξοδο της Παρασκευής, ο Οδυσσέας κατέφτασε συνοφρυωμένος, σε αναντιστοιχία με το τρίωρο παιχνίδι που είχε προηγηθεί. Τον ρώτησα τι του συμβαίνει και μου απάντησε πως ήταν πράγματι στενοχωρημένος από κάτι, μα ήθελε να το συζητήσουμε «οι δυο μας», μυστικά.

Το επόμενο πρωί, όμορφο καλοκαιρινό Σάββατο, βγήκαμε για να τα πούμε. Καθήσαμε απέναντι με τα παγωμένα μας ποτά και η κουβέντα ξεκίνησε. Το πρώτο σκέλος του προβλήματος ήταν, ας πούμε, της καρδιάς, για το κορίτσι που αγαπάει –γι΄αυτό ας το αφήσουμε εκτός συζήτησης. Μα το δεύτερο ήταν γενικότερο, απ΄αυτά που συναντάμε κάποτε όλοι οι γονείς -κι όχι μόνον. «Μαμά, χτες στο σχολείο ένα παιδί με κορόιδεψε για τα ρούχα που φορούσα.». Ευθύς άρχισαν οι ερωτήσεις για όλα όσα μπορούσαν να φωτίσουν το γεγονός. Κι εκείνος συνέχισε λέγοντας πως περίπου το ίδιο άκουσε από ένα ακόμα παιδί το απόγευμα της ίδιας μέρας, στην ποδοσφαιρική σύναξη της γειτονιάς.

Έχοντας αντιληφθεί το πρόβλημα, είπα απλά πως αν στενοχωριέται μπορεί να μην ξαναφορέσει τα ίδια ρούχα στην ίδια παρέα. Κι έπειτα άρχισε η αληθινή κουβέντα, εκείνη που πηγαίνει πέρα από το γεγονός. Ξεκίνησα ως μεγαλύτερη, λέγοντας πως δεν πρέπει να τον απασχολεί η γνώμη των άλλων. Πως είναι χρήσιμο να την ακούει και να την φιλτράρει, χωρίς όμως να την αφήνει να τον κυριεύσει και να τον ρίξει. Πως στη ζωή του θα βρει πολλούς που θα του πουν πως υπάρχουν πράγματα που δεν μπορεί ή δεν πρέπει να κάνει, πως θα ακούσει απόψεις καλοπροαίρετες κι άλλες εντελώς κακοπροαίρετες, και πως από όλα αυτά αξίζει να κρατάει όσα είναι αληθινά και χρήσιμα.

«Σου έχει τύχει ποτέ αυτό;», με ρώτησε, χαρακτηρίζοντας ως «αυτό» την κριτική, την αρνητική γνώμη. Απάντησα αληθινά πως μου΄χει συμβεί πολλές φορές. Προς επίρρωσιν, του είπα δυο-τρία παραδείγματα από αυτά που φώτισαν τη δική μου ζωή. Του είπα, ας πούμε, πως όταν γνώρισα τον μπαμπά, ένα τέταρτο του αιώνα πριν, όλοι μου έλεγαν πως δεν ήταν για μένα και πως εκείνος, ένας τύπος ωραίος και λαμπερός, δεν θα γύριζε ποτέ να με κοιτάξει. Με προειδοποιούσαν πως απλώς θα έσπαγα τα μούτρα μου, μπλέκοντας σε έναν ατελέσφορο έρωτα. Μα άκουσα τη φωνή της καρδιάς και δεν νοιάστηκα ούτε να χάσω ούτε να πληγωθώ - και τα υπόλοιπα έγιναν ιστορία.

Του είπα, έπειτα, για την πρώτη φορά που έγραψα για το τρέξιμο, αρκετά χρόνια πριν. Όταν είδα το πρώτο μου κείμενο τυπωμένο στο περιοδικό, με χαρά που ξεχείλιζε, το έδειξα σε έναν φίλο που για χρόνια θεωρούσα στήριγμα. Εκείνος το διάβασε, έριξε μια ματιά και στο επόμενο που είχα ήδη στα σκαριά, και αποφάνθηκε με ύφος πως ναι, καλά έγραφα, αλλά δεν θα μπορούσα να στηρίξω περισσότερα κείμενα, γιατί θα εξαντλούσα το θέμα σύντομα. Ευτυχώς δεν τον άκουσα και –εννέα χρόνια και διακόσια κείμενα αργότερα- τα κείμενα αυτά, φωτογραφίες των ημερών και της σκέψης μου, είναι αυτό που κατ΄εξοχήν με συνιστά και μου δίνει χαρά.

Του είπα, τέλος, για το τρέξιμο. Για όλους εκείνους που έλεγαν μέσα στα χρόνια πως δεν θα τα καταφέρω –να τερματίσω, να κάνω καλό χρόνο, να επανέλθω μετά την εγκυμοσύνη, να παραμείνω δρομέας μέσα στις δυσκολίες της δουλειάς και της μητρότητας. Για τους «γρήγορους» που κινδυνολογούσαν στην αφετηρία μα τους περνούσα στον τερματισμό, ή για τους άλλους γρήγορους που δεν υπολόγιζαν ούτε εμένα ούτε τους ομοίους μου –τους μέσους δρομείς- ως μέλη του αξιοπρόσεκτου συναφιού τους. Για τους περαστικούς που μου έλεγαν να πάω να πλύνω κανένα πιάτο ή φώναζαν «πιο γρήγορα» από την ασφάλεια του αυτοκινήτου τους όταν έκανα ανηφόρες ή γρήγορα κομμάτια στο δρόμο.

Ησύχασε, όπως ησυχάζουν τα παιδιά όταν καταλαβαίνουν πως έχουμε κι εμείς οι μεγάλοι περάσει και ξεπεράσει όσα τους απασχολούν –τους πόνους, τις αγωνίες, τις απορρίψεις. Με αγκάλιασε και ρώτησε: «τι θα κάνουμε για αυτό». Αποφασίσαμε, λοιπόν, πως δεν θα ακούμε τους εξ ορισμού αρνητικούς ανθρώπους –τους “downers” όπως τους λένε εύστοχα οι Αγγλοσάξωνες. Θα ακούμε όσα έχουν να μας πουν εκείνοι που η γνώμη τους έχει σημασία. Ναι, εκείνους θα τους ακούμε, φιλτράροντας όμως τα λόγια τους. Τους άλλους, τους περαστικούς της ζωής μας, θα τους ακούμε μόνον αμυδρά, με την περιφερειακή ακοή μας. Αντίθετα, θα ακούμε, χωρίς να ξεχνάμε, τον πυρήνα μας –διαίσθηση, επιθυμία και στόχο. Έτσι θα προχωράμε, συχνά εις πείσμα.

 

ΠΡΟΣΦΑΤΑ

ΤΑ ΠΙΟ ΔΗΜΟΦΙΛΗ