Health & Fitness

Νοσηλεία Ι: Ταξίδι σε μια άγνωστη χώρα

Μια εμπειρία όχι χωρίς κινδύνους, αλλά με απρόσμενες ανταμοιβές

Κωνσταντίνος Ματσούκας
ΤΕΥΧΟΣ 962
3’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Μια βιωματική καταγραφή της ολιγοήμερης νοσηλείας σε δημόσιο νοσοκομείο

Σ’ ένα σημείωμα με το λογότυπο του νοσοκομείου πάνω πάνω, βιαστικά γραμμένες οι οδηγίες του ορθοπεδικού για τον επόμενο μήνα:

— Αντιθρομβωτικές κάλτσες 24/7
— Υπερυψωτικό κάθισμα τουαλέτας
— Π
— Αντιπηκτικές ενέσεις
— Μισό πάτημα, όχι ολόκληρο
— SOS στην επιμόλυνση

Είναι η τελευταία ημέρα νοσηλείας μου στην ορθοπεδική κλινική του δημόσιου νοσοκομείου. Ο γιατρός, σχολαστικός, όπως και όλη του η ομάδα, απαγγέλει σαν λιτανεία τις πληροφορίες μεθοδικά – κι ας το κάνει για χιλιοστή φορά. Εγώ, πάλι, έχω μια αμυδρή αίσθηση αιώρησης, όλα όσα συμβαίνουν συνεχίζουν να είναι παντελώς πρωτόγνωρα, κι αισθάνομαι σαν να μου αδειάζει στο κεφάλι έναν κουβά από πληροφορίες που γλιστράνε και φεύγουν από πάνω μου σαν το νερό. Μήπως να τα ηχογραφήσω όλα αυτά στο κινητό, σκέφτομαι, αλλά δεν κάνω τίποτα.
«Μην ανησυχείς, θα σ’ τα δώσω όλα και γραπτώς», με καθησυχάζει ο γιατρός.

Η παραμονή στο νοσοκομείο ήταν σαν ταξίδι σε άγνωστη χώρα, όχι χωρίς κινδύνους, αλλά με απρόσμενες ανταμοιβές. Το σωματικό σοκ μαζί με το καινούργιο περιβάλλον έκαναν την εμπειρία μια αόρατη πύλη σ’ ένα μεγαλύτερο μέγεθος του εαυτού μου, απαραίτητο για να χωρέσω όσα έρχονταν να με συναντήσουν. Και, όπως συχνά συμβαίνει στα ταξίδια, αγκυροβολούσα εκείνον τον διευρυμένο χρόνο της νοσηλείας κάνοντας μικρές, σχεδόν τυχαίες, καταχωρίσεις, αιχμαλωτίζοντας σκηνές ή φράσεις, για να θυμάμαι αργότερα από πού πέρασα.

— Η υποχρεωτική ακινησία έχει ένα πολύ συγκεκριμένο είδος μοναξιάς. Την τρίτη ημέρα αποκαλύπτεται πως τα σεντόνια του νοσοκομείου είναι φτιαγμένα από μια ουσία πολύ κοντινή στο μέταλλο. Μπορεί αλουμίνιο. Επ’ ουδενί δεν πρέπει σ’ αυτό να προστεθούν ψίχουλα από φρυγανιές!

— Οι Ερινύες είναι τρεις αποκλειστικές νοσοκόμες από τις χώρες της Ανατολικής Ευρώπης, αδέκαστες πραγματίστριες, οι οποίες στις 2 το πρωί συγκρίνουν ψιθυριστά τα τεκμήρια που έχουν συλλέξει για το πόσο σκληρή και άδικη είναι η ζωή.

— «Εντάξει, μην τον κανακεύουμε, μεγάλος άντρας είναι, δεν είναι μωρό, κι ας φοράει πάμπερς», λέει μια συγγενής του διπλανού ασθενή (αθέατου από την κουρτίνα που μας χωρίζει) και οι προεκτάσεις αυτής της δήλωσης με εκπλήσσουν. Ναι, σκέφτομαι, αρκεί να το φοράς και να μη σε φοράει. Και ναι, γιατί δεν κάνει το ράσο τον παπά

Δίπλα η μία στην άλλη, αυτές οι σημειώσεις επιβεβαιώνουν την έντονη θεατρικότητα εκείνου του θαλάμου βραχείας νοσηλείας. Άγνωστοι μεταξύ μας, συναντιόμαστε σε μια ακραία συνθήκη, όπου η εγγύτητα είναι επιβεβλημένη και οι κοινωνικές συμβάσεις σε αναστολή. Τα πέντε κρεβάτια με τους ισάριθμους ασθενείς, συν τους επισκέπτες, ήταν πέντε μονόπρακτα σε εξέλιξη, σπαρακτικά ή/και αστεία, χωρίς όμως απόσταση ασφαλείας από κάποια «σκηνή». Εδώ θεατές και performers εναλλάσσονται, και όσα διαδραματίζονται είναι βιωματικά, συμμετοχικά, αυτοσχέδια.

Οι ασθενείς αγανακτούν ή απελπίζονται ή και παλιμπαιδίζουν, οι φροντιστές μαλώνουν ή απευθύνουν τρυφερές κουβέντες (ή απλά σφίγγουν τα χείλη και δεν μιλούν) σε κοινή θέα, χωρίς κανέναν να τον νοιάζει ιδιαίτερα ποιος είναι δίπλα. Καθώς οι ανάγκες του σώματος προέχουν, οι συμβάσεις της κοινωνικής συνύπαρξης, η ίδια η έννοια της ιδιωτικότητας, σε μεγάλο βαθμό καταλύονται.

«Χρειάζεσαι κάτι;» «Μπορείς, σε παρακαλώ, να με βοηθήσεις;» – αυτές είναι από τις πιο συχνές κουβέντες. Οι πάπιες, οι καθετήρες, τα φλέματα, η αφόδευση, η τροφή, οι ενυδατικοί οροί είναι σημαντικά ζητήματα ημερήσιας διάταξης, που χρειάζονται αναθεώρηση και προσαρμοστικότητα.

Έχει ειπωθεί ότι υγεία είναι η σωματική κατάσταση όπου όλα τα όργανα σιωπούν. Εδώ βοούν. Το δράμα του σώματος μεσουρανεί. Θα αναφέρω χαρακτηριστικά τη βαθιά συλλογική ανακούφιση στον θάλαμο όταν, έπειτα από αρκετές μέρες ζέστης, ένα απόγευμα συννέφιασε κι έπιασε μια υπέροχη δροσιά. Το ίδιο βράδυ έβρεξε, πράγμα που ήταν για όλους μια μικρή, άδηλη γιορτή.

Παρ’ όλες τις φιλότιμες προσπάθειές μου, εκείνη η εμπειρία, όπως ίσως και καμία, δεν χωράει σε λέξεις. Πάντως άφησα πίσω μου εκείνον τον θάλαμο αλλαγμένος. Όχι επειδή τώρα είμαι ένα cyborg με ενσωματωμένο ένα κομμάτι τιτάνιο, που δεν επιτρέπει πια να περνάω απρόσκοπτα από τους ανιχνευτές μετάλλων στα αεροδρόμια. Άλλος είναι ο λόγος κι έχει να κάνει με την τελευταία πράξη του δράματος.

Ήταν το δώρο του 95χρονου ασθενή δίπλα μου που, μαζί με το σπασμένο ισχίο του, βασανιζόταν από την αδυναμία του ν’ αναπνεύσει αβοήθητος. Συνεχώς με μάσκα οξυγόνου, χρειαζόταν κάθε τόσο τεχνητή απορρόφηση των υγρών που συσσωρεύονταν στους πνεύμονες, διαδικασία τόσο οδυνηρή και επίπονη, που, όταν του την ανακοίνωναν, έβγαζε ήχους που έμοιαζαν με θρηνητικούς μυκηθμούς. Όταν μιλούσε, καταλάβαινες πως ο ίδιος πίστευε ότι τα όσα έλεγε έβγαζαν νόημα, ωστόσο τις πιο πολλές φορές ακούγονταν άναρθρα και ακατάληπτα.

Σε απόσταση ενάμισι μέτρου από την τιτάνια πάλη του επί δέκα ολόκληρες ημέρες, μου είχε δημιουργηθεί μεγάλη περιέργεια να του ρίξω μια καλή ματιά. Και αυτό έκανα την τελευταία ημέρα, στην πρώτη μου εξερευνητική απόπειρα να κάνω μερικά βήματα με τη μεταλλική περπατούρα. Φτάνοντας στο ύψος του κρεβατιού του, στράφηκα για να τον κοιτάξω.

Αλλά, θαρρώ, με είχε πάρει χαμπάρι, γιατί βρέθηκα απέναντι σε ένα χαμόγελο τόσο φωτεινό, που κυριολεκτικά κάλυπτε τα χαρακτηριστικά του. Μου θύμισε τους χαμογελαστούς Βούδες που έχεις την αίσθηση ότι γελάνε και με την κοιλιά και με τους λοβούς των αυτιών τους. Μόνο που, στη δική του περίπτωση, θα ορκιζόμουν πως έβγαινε φως κι από το στόμα αλλά και από τα μάτια του. Ήταν ένα χαμόγελο από μια άλλη διάσταση, που με βρήκε κατάστηθα, και στο οποίο ανταποκρίθηκα κι εγώ με όλο μου το σώμα. Ιδέα δεν είχα πώς ένα τόσο ταλαιπωρημένο σαρκίο μπορούσε να κρατάει μέσα του τόσο φως.

Λίγο αφότου αναχώρησα, έμαθα πως δύο ημέρες αργότερα διασωληνώθηκε και, σύντομα μετά απ’ αυτό, έφυγε. Τώρα, η εικόνα που έχω από εκείνη τη στιγμή είναι ενός φάρου που, ενώ πέφτει το βράδυ, στέλνει την τελευταία του ριπή για να διασχίσει τον κόσμο σαν ευχή και σαν υπενθύμιση ότι δεν χρειάζεται να φοβόμαστε.