Health & Fitness

Κυριάκος Σουλιώτης: Αυτονόητα και Αδιανόητα στη Δημόσια Υγεία

Ο καρδιολόγος Θανάσης Δρίτσας συνομιλεί με τον καθηγητή Πολιτικής Υγείας του Πανεπιστημίου Πελοποννήσου

Θανάσης Δρίτσας
Θανάσης Δρίτσας
17’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ
Συνέντευξη - Κυριάκος Σουλιώτης: Αυτονόητα και Αδιανόητα στην Δημόσια Υγεία
Ο καθηγητής Πολιτικής Υγείας του Πανεπιστημίου Πελοποννήσου Κυριάκος Σουλιώτης

Ο καθηγητής Πολιτικής Υγείας του Πανεπιστημίου Πελοποννήσου Κυριάκος Σουλιώτης σε μια αποκλειστική συνέντευξη στην ATHENS VOICE

Η μακροχρόνια γνωριμία και η επιστημονική μας συνεργασία με τον καθηγητή κ. Κυριάκο Σουλιώτη με έχει οδηγήσει να τον ταξινομήσω οριστικά σε έναν περιορισμένο αριθμό ανθρώπων τους οποίους μπορώ σήμερα να αποκαλέσω «φίλους» άνευ δισταγμού. Η πολυμορφική επικοινωνία μας άρχισε την εποχή που ο Κυριάκος Σουλιώτης προσέφερε τις υπηρεσίες του στο διοικητικό τμήμα του Ωνασείου Καρδ. Κέντρου και συνεχίζεται αδιάκοπα μέχρι σήμερα. Σημαντική για μένα υπήρξε η συμμετοχή του στις επιστημονικές εκδηλώσεις και της δραστηριότητες της, πρωτοποριακής για την εποχή που ιδρύθηκε, Ομάδας Εργασίας Ψυχοκοινωνικής Καρδιολογίας και Ποιότητας Ζωής της Ελληνικής Καρδιολογικής Εταιρείας. 

Ο αγαπητός μου «Κυριάκος» είναι ένας ταλαντούχος άνθρωπος-επιστήμονας σε πολλαπλά επίπεδα, με στοχοπροσήλωση στις επιστημονικές του δραστηριότητες και φιλοδοξίες, ικανός να διεκπεραιώνει με θαυμαστή ταχύτητα, συνέπεια στους χρονικούς περιορισμούς και επιτυχία πολλά παράλληλα projects. Ένα ακόμη σημαντικό  προσόν του καθηγητή Σουλιώτη είναι η επικοινωνιακή δεινότητα και το χάρισμα να απλουστεύει την επιστημονική γνώση, έτσι ώστε γίνεται κατανοητός όταν αναλύει περίπλοκες επιστημονικά έννοιες σε (γενικό) κοινό μη-ειδικών ακροατών. Θεωρώ απαραίτητο να αναφέρω την σπάνια, πηγαία και ιδιαίτερη αίσθηση χιούμορ που διαθέτει ο καθ. κ. Σουλιώτης (θέλω να τονίσω ότι το καλό χιούμορ αποτελεί-για μένα-σταθερό κριτήριο επιλογής φίλων και  συνεργατών μου, θεωρώ μάλιστα ότι η υπερβολική σοβαρότητα είναι δυσμενές προγνωστικό στοιχείο για την ομαλή πορεία μιας σχέσης ή συνεργασίας).  

Ο Κυριάκος Σουλιώτης είναι Καθηγητής Πολιτικής Υγείας και Κοσμήτωρ της Σχολής Κοινωνικών και Πολιτικών Επιστημών του Πανεπιστημίου Πελοποννήσου (Κόρινθος), του οποίου διετέλεσε και Αναπληρωτής Πρύτανης, με αρμοδιότητες την Κοινωνική και Περιφερειακή Ανάπτυξη (2016-2017). Είναι επίσης Επισκέπτης Καθηγητής Πολιτικής και Οικονομικών της Υγείας στην Ιατρική Σχολή του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών και στην Ιατρική Σχολή του Πανεπιστημίου Κρήτης. 

Από τον Ιανουάριο του 2020 είναι Πρόεδρος του Επιστημονικού Συμβουλίου του Ελληνικού Οργανισμού Πολιτικών Επιστημόνων και από τον Νοέμβριο του 2020 Πρόεδρος της Επιστημονικής Επιτροπής της Ένωσης Ασθενών Ελλάδος. Είναι επίσης μέλος της Συντονιστικής Επιτροπής του PACT (The Patient Access Partnership on Equity of Access to Quality Healthcare - Brussels) και της Επιστημονικής Επιτροπής του OIS (Osservatorio Internazionale della Salute - Rome). Είναι ιδρυτής και Επιστημονικός Διευθυντής του Ινστιτούτου Πολιτικής Υγείας.

Έχει διατελέσει Επιστημονικός Σύμβουλος στη Διοίκηση του ΙΚΑ (2000-2001) και στο Υπουργείο Υγείας και Πρόνοιας (2002-2004), Μέλος του Διοικητικού Συμβουλίου του Α’ ΠΕΣΥΠ Αττικής (2002-2004), Προϊστάμενος του Τμήματος Διαχείρισης Ανθρώπινου Δυναμικού στο Ωνάσειο Καρδιοχειρουργικό Κέντρο (2002-2006), Διοικητικός Διευθυντής στο ΜΗΤΕΡΑ - Όμιλος ΥΓΕΙΑ (2006-2007) και Διευθύνων Σύμβουλος Σχεδιασμού και Ανάπτυξης στο Ταμείο Υγείας του Προσωπικού της Εθνικής Τράπεζας - ΤΥΠΕΤ (2007-2010).

Από τον Μάιο του 2010 έως τον Δεκέμβριο του 2011 ήταν Πρόεδρος του Οργανισμού Περίθαλψης Ασφαλισμένων του Δημοσίου (ΟΠΑΔ), ενώ από τον Μάιο του 2011 έως τον Σεπτέμβριο του 2012, Αντιπρόεδρος του Εθνικού Οργανισμού Παροχής Υπηρεσιών Υγείας (ΕΟΠΥΥ).

Από τον Ιούνιο του 2010 έως τον Αύγουστο του 2013 ήταν Μέλος της Εθνικής Επιτροπής Δεοντολογίας για τις Κλινικές Μελέτες και της Ειδικής Επιτροπής για τις Σπάνιες Παθήσεις.

Έχει διατελέσει ειδικός εμπειρογνώμονας του ΟΟΣΑ στην πολιτική για τον καρκίνο και από τον Ιούλιο του 2017 έως τον Ιούνιο του 2019 ήταν Αναπληρωτής Διευθυντής στο LSE Enterprise - Ομάδα Έρευνας Τεχνολογιών Υγείας. 

Έχει ευρεία ερευνητική δραστηριότητα στην Ελλάδα και το εξωτερικό ενώ έχει την επιστημονική ευθύνη σε 40 ερευνητικά προγράμματα. Στο συγγραφικό του έργο περιλαμβάνονται 29 βιβλία και περισσότερα από 300 άρθρα σε συλλογικούς τόμους και επιστημονικά περιοδικά, στα πεδία της πολιτικής και της οικονομίας της υγείας, των υγειονομικών μεταρρυθμίσεων, της οργάνωσης και διοίκησης των υπηρεσιών υγείας, των ανισοτήτων στην υγεία, της ενδυνάμωσης των ασθενών κ.ά.

Έχει συμμετάσχει ως ομιλητής σε περισσότερα από 450 επιστημονικά συνέδρια και είναι μέλος συντακτικών επιτροπών και κριτής άρθρων σε πλήθος διεθνών επιστημονικών περιοδικών. Είναι Associate Editor στο “BMC Public Health” (BioMed Central) και έχει διατελέσει Associate Editor στο “Health Expectations” (Wiley). 

Συζητήσαμε με τον καθ. Κυριάκο Σουλιώτη, στη βάση της μεγάλης του εμπειρίας, για τα αυτονόητα αλλά και αρκετά «αδιανόητα» θέματα του χώρου της υγείας και της πολιτικής υγείας σήμερα με κύριο άξονα τον τομέα της Δημόσιας Υγείας. Δεν θα μπορούσε να μείνει έξω από την συζήτηση μας βέβαια η πανδημία Covid και οι επιπτώσεις της, σε άσπρο και μαύρο, στην πολιτική υγείας βραχυπρόθεσμα και μακροπρόθεσμα. Ακολουθεί αναλυτικά η συνομιλία μου με τον καθηγητή κ. Σουλιώτη:

Ποια ήταν τα όνειρα και τα σχέδια σου ως παιδιού, ως έφηβου, ως νέου και πως συνδέονται (αν συνδέονται) με τα πράγματα που κάνεις σήμερα; 
Η εποχή στην οποία με γυρίζει η ερώτησή σου είναι εντελώς διαφορετική από τη σημερινή. Ίσως είχε μία απλότητα λόγω των διαφορετικών ερεθισμάτων που είχαμε ως παιδιά και στη συνέχεια ως νέοι. Συνεπώς, όπως όλα τα παιδιά της εποχής μου, φανταζόμουν τον εαυτό μου κάτι μεταξύ αστροναύτη, ποδοσφαιριστή, πιλότου κ.λπ. Καμία σχέση δηλαδή το ένα με το άλλο! Άλλωστε σε αυτή την ηλικία είναι καλό η σκέψη να κάνει ακροβασίες! 

Στη συνέχεια, οι επιλογές μου έγιναν περισσότερο ρεαλιστικές. Όταν πάντως κλήθηκα να επιλέξω Πανεπιστήμιο, λειτούργησα αρκετά αιρετικά για την εποχή και συνέλεξα όλους τους οδηγούς σπουδών των Σχολών που με ενδιέφεραν για να μελετήσω τα μαθήματα που θα με…περίμεναν. Τελικά κατέληξα στις πολιτικές επιστήμες, οι οποίες στη συνέχεια εξειδικεύτηκαν στις κρατικές πολιτικές και σε επίπεδο διδακτορικής διατριβής στις πολιτικές υγείας. Σε αυτή τη διαδρομή συνέβαλε καθοριστικά και η συγκυριακή επαγγελματική μου «γνωριμία» με τον τομέα της υγείας –εργαζόμουν παράλληλα με τις σπουδές μου– ο οποίος αμέσως με προσέλκυσε, κυρίως λόγω του έντονου κοινωνικού του προσανατολισμού. 

 

Γνωρίζεις πολύ καλά τον χώρο της δημόσιας υγείας, τον έχεις υπηρετήσει μέσα από αρκετά πόστα. Πότε εμφανίζονται στη χώρα μας για πρώτη φορά (θεσμικά) δημόσιες δομές υγείας και ποιος ήταν ο εμπνευστής; 
Εκτιμώ ότι ορόσημο για την υγειονομική ιστορία της χώρας μας ήταν η Μικρασιατική Καταστροφή, η οποία αποτέλεσε βασικό παράγοντα ενεργοποίησης μηχανισμών δημιουργίας θεσμών προστασίας της υγείας. Αναφέρομαι σε μία εποχή κατά την οποία οι υπηρεσίες υγείας ήταν ανεπαρκείς και οι συνθήκες διαβίωσης και υγιεινής άκρως επικίνδυνες, ιδίως στις περιοχές που εγκαταστάθηκαν οι πρόσφυγες. Έτσι, την περίοδο που ακολούθησε ιδρύθηκαν το Υπουργείο Υγιεινής και Κοινωνικής Πρόνοιας και το ΙΚΑ ως βασικός πυλώνας του εθνικού συστήματος ασφάλισης. Μέχρι τον 2ο Παγκόσμιο Πόλεμο υπήρξαν και άλλες νομοθετικές πρωτοβουλίες π.χ. για την ίδρυση νομαρχιακών υγειονομικών συμβουλίων και τη σύσταση κρατικών νοσηλευτικών ιδρυμάτων, ωστόσο οι πολιτικές και οικονομικές συνθήκες δεν επέτρεπαν την πλήρη εφαρμογή τους. Δεδομένου λοιπόν ότι η εκείνη την εποχή τέθηκαν ουσιαστικά οι βάσεις για την θεμελίωση της κοινωνικής ασφάλισης στη χώρα, θεωρώ το αποτύπωμα του Ελευθέριου Βενιζέλου στην κοινωνική πολιτική –την οποία και ο ίδιος αντιμετώπιζε ως προϋπόθεση για την περαιτέρω ανάπτυξη της χώρας– ανεξίτηλο. 

 

Θεωρώ ότι το Εθνικό Σύστημα Υγείας υπήρξε μεγάλη επιτυχία όταν έγινε θεσμός, επί Ανδρέα Παπανδρέου πρωθυπουργού. Όμως ο αείμνηστος Παρασκευάς Αυγερινός, στο βιβλίο του, περιγράφει ότι μέχρι την τελευταία στιγμή κινδύνευσε η θεσμοθέτηση του ΕΣΥ. Είχε προηγηθεί μάλιστα ο Σπύρος Δοξιάδης, ο οποίος απέτυχε να φτιάξει Εθνικό Σύστημα Υγείας διότι είχε συναντήσει τεράστιες αντιδράσεις. Γιατί υπήρξε τέτοια δυσκολία πιστεύεις στη χώρα μας να γίνει κάτι αυτονόητο για άλλους λαούς του δυτικού κόσμου; 
Μετά από τόσα χρόνια, είμαστε πλέον σε θέση να «διαβάζουμε» με καθαρότητα αυτά που έγιναν τότε. Μια απλή ερμηνεία της υστέρησης της χώρας μας ως προς την ανάπτυξη συστήματος υγείας, αλλά και μηχανισμών κοινωνικής προστασίας ευρύτερα, μπορεί να βασισθεί στις μεταπολεμικές εξελίξεις που δεν είχαν καμία σχέση με τις αντίστοιχες στην αναπτυγμένη Ευρώπη. Αντί της ενότητας και της προσπάθειας αντιμετώπισης των πληγών που άφησε ο πόλεμος στη χώρα, τις υποδομές της και την κοινωνία, συρθήκαμε σε μία εμφύλια διαμάχη και στη συνέχεια σε μία δικτατορία, με αποτέλεσμα αυτονόητες  επιλογές προς όφελος των πολιτών να μην αποτελέσουν πραγματικότητα. Έτσι, το τολμηρό για την εποχή σχέδιο που προτάθηκε από τον αείμνηστο Σπύρο Δοξιάδη, θεωρήθηκε μη συμβατό με την κυρίαρχη τότε προσέγγιση, συναντώντας μάλιστα αντιδράσεις κυρίως από τον δικό του πολιτικό χώρο.

 

Το Εθνικό Σύστημα Υγείας (ΕΣΥ) ξεκίνησε με καλούς οιωνούς αλλά στη συνέχεια υπήρξε μάλλον εκτροπή στην αποστολή του. Τι πιστεύεις ότι πήγε καλά, τι δεν πήγε καλά και ποιο είναι το μέλλον του ΕΣΥ; 
Το Εθνικό Σύστημα Υγείας είναι μία μεγάλη κατάκτηση. Αποτελεί έναν από τους σημαντικότερους θεσμούς του κράτους, η αξία του οποίου επιβεβαιώθηκε και με την πανδημική κρίση. Ωστόσο, όταν αναφερόμαστε σε ένα σύστημα, το οποίο υπηρετεί έναν τομέα με ραγδαία εξέλιξη –όπως αυτός της υγείας– νομοτελειακά θα πρέπει να διασφαλίσουμε την ευελιξία και την προσαρμογή του στα νέα δεδομένα. Αυτό δεν έγινε σε κάποιες φάσεις της ιστορικής του πορείας, κυρίως λόγω της αντιμετώπισής του απλά ως ενός πεδίου δημόσιας πολιτικής, χωρίς να λαμβάνονται υπόψη οι ιδιαιτερότητές του. 

Αντίθετα, η αδράνεια αποτέλεσε το βασικό χαρακτηριστικό της πολιτικής υγείας στη χώρα μας, κυρίως υπό τον φόβο του πολιτικού κόστους που συνόδευε κάθε αναγκαία μεταρρύθμιση. Πραγματική διάθεση αλλαγής του συστήματος εντοπίζω, δυστυχώς, μόνο σε τρία χρονικά –και ιδιαίτερα πολιτικά– ορόσημα: το πρώτο με τη συγκρότηση του ΕΣΥ («Αλλαγή»), το δεύτερο με την αποκέντρωση και την υιοθέτηση σύγχρονων προτύπων διοίκησης («Εκσυγχρονισμός») και το τρίτο με τα μέτρα δημοσιονομικού εξορθολογισμού του («Μνημόνια»). 

Η πολιτική υγείας, όμως, συνιστά ένα από τα πιο απαιτητικά πεδία άσκησης δημόσιας πολιτικής και δεν μπορεί να εγκλωβίζεται στο πολιτικό κόστος –που προκαλείται κυρίως από τις αντιδράσεις ομάδων πίεσης και συμφερόντων– και σε λογικές του «ό,τι παραλαμβάνω, παραδίδω». Πρέπει να σας πω ότι σε πρόσφατη μελέτη της ερευνητικής μας δράσης «Παρατηρητήριο Μεταρρυθμίσεων στην Υγεία» του Ινστιτούτου Πολιτικής Υγείας, καταγράψαμε το εξής οξύμωρο: οι πολίτες θεωρούν σε ποσοστό της τάξης του 80% απαραίτητη μια δομική μεταρρύθμιση του συστήματος υγείας, την ίδια στιγμή που η άποψή τους για τις μεταρρυθμίσεις είναι γενικά αρνητική για το 55%! Αυτή η επιφυλακτικότητα των πολιτών απέναντι στις μεταρρυθμίσεις αντανακλά και τη χαμηλή θεσμική εμπιστοσύνη που παραδοσιακά έχει επικρατήσει στη χώρα, η οποία στερεί από τον όποιο μεταρρυθμιστικό σχεδιασμό την απαραίτητη κοινωνική συναίνεση. Βεβαίως, μεγάλη ευθύνη προς τούτο βαραίνει και τα πολιτικά κόμματα, τα οποία, ακόμα και σε τόσο κρίσιμα πεδία, αρνούνται να αναζητήσουν συνθέσεις και συμφωνίες και προτιμούν να θυσιάζουν το κοινό καλό στον βωμό των όψιμων πολιτικών στοχεύσεων…

Γράφονται και σχεδιάζονται πολλά σε θεωρητικό και ακαδημαϊκό επίπεδο για την πρωτοβάθμια περίθαλψη στη χώρα μας, επί της ουσίας όμως και σε πρακτικό επίπεδο δεν λειτούργησε ποτέ η πρωτοβάθμια περίθαλψη στην Ελλάδα. Δεν πίστεψαν ποτέ οι Έλληνες στον θεσμό του οικογενειακού γιατρού νομίζω. Ποιοι είναι οι λόγοι και αν πιστεύεις ότι τελικά κάποια στιγμή θα λειτουργήσει η πρωτοβάθμια περίθαλψη στη χώρα μας; 
Θα απαντήσω με αναφορά σε μία περίπτωση. Είχα το προνόμιο να αναλάβω, μαζί με τον Καθηγητή Χρήστο Λιονή και άλλους συναδέλφους, την ευθύνη της διαμόρφωσης ενός σχεδίου νόμου για την πρωτοβάθμια φροντίδα υγείας, επί υπουργίας του αείμνηστου Κώστα Στεφανή. Προσπαθήσαμε να αποτυπώσουμε σε ένα κείμενο νόμου τις βασικές αρχές της πρωτοβάθμιας φροντίδας υγείας, λαμβάνοντας υπόψη τόσο τις τότε υφιστάμενες δομές όσο και τις συμπεριφορές των πολιτών. Σε εκείνο το σχέδιο, το οποίο μάλιστα ψηφίστηκε στην Εθνική Αντιπροσωπεία, ο οικογενειακός ιατρός παρουσιαζόταν ως «δικαίωμα», ως μια πρόσθετη παροχή που λείπει από τους πολίτες. Διασφάλιζε έναν ορθολογικό τρόπο πρόσβασης του πολίτη στο σύστημα υγείας αξιοποιώντας όλες τις διαθέσιμες δομές ενώ, επιπλέον, προέβλεπε και τη διασύνδεση της πρωτοβάθμιας φροντίδας υγείας με τα επόμενα επίπεδα του συστήματος, στη βάση των αρχών της συνέχειας και της ολοκλήρωσης του συστήματος. Εκτιμώ ότι τότε χάθηκε μια μεγάλη ευκαιρία, καθώς μιλάμε για μία εποχή με διαφορετικές δημοσιονομικές συνθήκες, η οποία θα επέτρεπε την εφαρμογή του προτεινόμενου πλαισίου. Δυστυχώς, όπως συμβαίνει συχνά, η αλλαγή στην εξουσία είχε ως αποτέλεσμα ο νόμος αυτός να μην εφαρμοστεί και η συζήτηση να αρχίσει, για μία ακόμα φορά, από την αρχή…

Ειδικά όσον αφορά τον θεσμό του οικογενειακού ιατρού, όποτε επιχειρήθηκε η υλοποίησή του, οι πολίτες αντέδρασαν καθώς η αίσθηση που δημιουργήθηκε ήταν ότι με τον τρόπο αυτό θα περιοριστεί η πρόσβασή τους στο σύστημα ή ότι ασθενείς με σοβαρές, χρόνιες παθήσεις δεν θα μπορούν να επισκεφτούν τον ιατρό της οικείας ειδικότητας που τους παρακολουθούσε μέχρι πρότινος. Κάτι τέτοιο δεν ισχύει καθώς, όπως αναφέρουμε και στην επικαιροποιημένη πρόταση που καταθέσαμε μαζί με έξι συναδέλφους το 2013 –και η οποία επίσης δεν υιοθετήθηκε– δεν πρόκειται για κάποια υποχρέωση του πολίτη αλλά για δικαίωμά του, το οποίο μέχρι στιγμής δεν έχει ικανοποιηθεί. Αυτή η «παρεξήγηση» είναι λάθος της κεντρικής διοίκησης, η οποία οφείλει να ενημερώνει τους πολίτες για το τι θα αλλάξει με την εφαρμογή του θεσμού και με ποιον τρόπο. 

Και στο σημείο αυτό ανακύπτει το πρόβλημα της διαδικασίας λήψης αποφάσεων στην πολιτική υγείας, όπου οι συζητήσεις γίνονται σχεδόν αποκλειστικά με άτομα και φορείς που έχουν κάποια επαγγελματική σχέση με τον χώρο και όχι με τους πολίτες που αφενός θα επηρεαστούν από την όποια απόφαση και αφετέρου αποτελούν τους βασικούς χρηματοδότες του συστήματος υγείας. Αυτό είναι ένα βασικό πρόβλημα «Δημοκρατίας της Υγείας», το οποίο πρέπει να μας απασχολήσει, δεδομένου ότι μη ορθολογικές διαδικασίες διαλόγου δεν μπορεί να καταλήγουν σε ορθές αποφάσεις…

Το έλλειμμα της πρωτοβάθμιας περίθαλψης ανέδειξε ιδιαίτερα η πανδημία Covid. Στη χώρα μας ο Covid ανέδειξε και πάλι την κυριαρχία του νοσοκομείου (ως παθογένεια της περίθαλψης) εφόσον το δίπολο της περίθαλψης περιελάμβανε νοσοκομείο ή σπίτι. Τι μάθαμε από την Πανδημία πιστεύεις και πως μπορούν να αξιοποιηθούν τα συμπεράσματα στο μέλλον; 
Από την πανδημία μάθαμε πολλά. Δεν είναι λοιπόν υπερβολή να αναφερόμαστε στην παγκόσμια υγειονομική ιστορία με ορόσημο την πανδημία. Κατ’ αρχάς μας υπενθυμίστηκε το βασικό χαρακτηριστικό των ζητημάτων υγείας, δηλαδή η αβεβαιότητα και ο κίνδυνος. Επιπλέον, διαπιστώσαμε την ανάγκη ανάπτυξης εκτεταμένων ερευνητικών δικτύων αλλά και μηχανισμών δημόσιας υγείας με υπερεθνικό προσανατολισμό, αφού ακόμα και χώρες με ισχυρά συστήματα υγείας δεν μπόρεσαν να ανταπεξέλθουν στην πίεση σε κάποιες φάσεις της πανδημίας και χρειάστηκαν διεθνή υποστήριξη. 

Από την άλλη, οι διακρατικές σχέσεις δοκιμάστηκαν τόσο στην αρχική φάση της πανδημίας, κατά την οποία το υγειονομικό υλικό και τα μέσα προστασίας δεν επαρκούσαν, όσο και στη συνέχεια, κατά την περίοδο της διάθεσης των εμβολίων. Είναι θλιβερό σε τέτοιες κρίσιμες συνθήκες να διαπιστώνουμε ότι, αντί για πνεύμα αλληλεγγύης και διάθεση συνεργασίας, τα κράτη επιδίδονται σε έναν ανταγωνισμό για την απόκτηση δεσπόζουσας θέσης με όχημα την πανδημική κρίση. Αυτή η ιδιότυπη «διπλωματία της υγείας» στέλνει ανησυχητικά μηνύματα για τις διεθνείς σχέσεις. Θέλω να πιστεύω ότι οι τραγικές επιπτώσεις της πανδημίας σε όλες τις πτυχές της ανθρώπινης ζωής και σε όλες τις χώρες θα πείσουν τις κυβερνήσεις να επενδύσουν στην ενδυνάμωση των μεταξύ τους σχέσεων σε ερευνητικό επίπεδο και σε επίπεδο συνεργασιών για τη διαχείριση κρίσεων.

Όσον αφορά τη χώρα μας, τα γρήγορα αντανακλαστικά που επιδείξαμε στην αρχή της πανδημίας και η πειθαρχία των πολιτών, μας έκαναν να διαχειριστούμε αποτελεσματικά την πίεση. Στη συνέχεια, βέβαια, υπήρξαν αστοχίες σε κάποιες φάσεις της πανδημίας, το μέγεθος της απειλής υποτιμήθηκε και το σύστημα έφτασε στα όριά του. Βασικό δίδαγμα είναι η ανάγκη δημιουργίας μιας ισχυρής κεντρικής υπηρεσίας δημόσιας υγείας, η οποία θα επεκτείνεται σε περιφερειακό και τοπικό επίπεδο και θα είναι διασυνδεδεμένη με ερευνητικά κέντρα της χώρας μας και του εξωτερικού. Επιπλέον, η ανάγκη για ολοκλήρωση, επιτέλους, της πρωτοβάθμιας φροντίδας υγείας, με την αξιοποίηση όλων των διαθέσιμων δομών του δημόσιου και του ιδιωτικού τομέα, μέσα από ένα πλέγμα κανόνων συμβολαιακού τύπου, οι οποίοι θα είναι κοινοί για όλους. Αυτός ο πλουραλισμός λείπει από την αντίληψή μας γύρω από την πολιτική υγείας. Επίσης, λείπει μια κουλτούρα καταγραφών και μετρήσεων, προκειμένου να μπορέσουμε να εφαρμόσουμε «τεκμηριωμένη πολιτική υγείας». Βέβαια, όπως έχουμε διαπιστώσει, το πολιτικό μας σύστημα διαχρονικά αποφεύγει την τεκμηρίωση καθώς προτιμά να βασίζει τον όποιο σχεδιασμό του για το σύστημα υγείας σε ιδεολογήματα και προκατασκευασμένες θέσεις που υπηρετούν πρωτίστως πολιτικούς στόχους και λιγότερο τον πολίτη.

Ήσουν μεταξύ των προσώπων εκείνων που συνεισέφεραν τα πλείστα στη δημιουργία του ΕΟΠΥΥ πριν από μερικά χρόνια, ιδιαίτερα στην λειτουργία της ηλεκτρονικής συνταγογράφησης. Χωρίς αμφιβολία η ηλεκτρονική συνταγογράφηση άλλαξε πολύ θετικά το τοπίο της υγείας. Μετά την εισαγωγή των θεραπευτικών πρωτοκόλλων η ηλεκτρονική συνταγογράφηση γίνεται όμως περισσότερο δύσχρηστη και απαιτεί περισσότερο χρόνο για να γράψει ο γιατρός ένα απλό φάρμακο. Θεωρώ ότι η τάση είναι να δυσκολευτεί η συνταγογράφηση, με κίνητρα περικοπής κόστους, αλλά αυτό γίνεται με έναν άχαρο και οριζόντιο τρόπο. Ποια είναι τα σχόλια σου πάνω σε αυτό το ζήτημα; 
Οι μεγάλες αυτές τομές έπρεπε να είχαν γίνει πολύ νωρίτερα. Δυστυχώς η αδράνεια της πολιτικής υγείας στην οποία προαναφέρθηκα, είχε ως αποτέλεσμα αυτές να υλοποιηθούν σε μία δυσμενέστατη οικονομική συγκυρία. Έχω πει και στο παρελθόν ότι ήταν τέτοια η οικονομική κατάσταση στα ασφαλιστικά ταμεία κατά την εκδήλωση της οικονομικής κρίσης που, αν δεν είχε γίνει ο ΕΟΠΥΥ, σήμερα δεν θα είχαμε κοινωνική ασφάλιση υγείας στη χώρα αλλά, αντίθετα, ένα σύστημα παροχής φροντίδων υγείας προνοιακού τύπου. Κι όμως, εν μέσω αντιδράσεων…, η χώρα μας κατάφερε να κρατήσει όρθιο ένα αξιοπρεπές επίπεδο λειτουργίας του συστήματος υγείας, επιτυγχάνοντας ταυτόχρονα μια άμεση μείωση των δαπανών του κατά 40% περίπου. Σε αυτό συνέβαλαν καθοριστικά και τα  ψηφιακά βήματα που έγιναν, όπως π.χ. η ηλεκτρονική συνταγογράφηση φαρμάκων, η ηλεκτρονική παραπομπή για εξετάσεις, τα θεραπευτικά πρωτόκολλα, κ.λπ. Για να γίνει αντιληπτή η συμβολή αυτή, θα σου πω ότι στον ΟΠΑΔ, το πρώτο 6μηνο της πιλοτικής εφαρμογής του συστήματος ηλεκτρονικής παραπομπής για εξετάσεις, η εξοικονόμηση που προέκυψε ξεπέρασε το 40%, κάτι το οποίο μεταφράζεται σε 150 εκατομμύρια ετησίως. Μόνο και μόνο με την ψηφιοποίηση της διαδικασίας παραπομπής, χωρίς δηλαδή να αλλάξουν ούτε οι τιμές των εξετάσεων ούτε οι παροχές προς τους ασφαλισμένους.

Από την άλλη, αντιλαμβάνομαι απόλυτα την αύξηση του διοικητικού φόρτου που απαιτούν τα νέα αυτά εργαλεία άσκησης της ιατρικής. Όμως όσο η επιστήμη εξελίσσεται και νέες, περισσότερο αποτελεσματικές αλλά και δαπανηρές διαγνωστικές και θεραπευτικές μέθοδοι προστίθενται στη φαρέτρα του ιατρικού σώματος, η ανάγκη για ορθολογική τους χρήση θα αυξάνεται. Συνεπώς, η χρήση των πρωτοκόλλων, η ηλεκτρονική παραπομπή για εξετάσεις και η ηλεκτρονική συνταγογράφηση, εκτιμώ ότι είναι αναπόσπαστα πλέον κομμάτια της σύγχρονης ιατρικής πρακτικής. Βοηθούν δε στη συγκέντρωση κρίσιμων πληροφοριών και καθιστούν εφικτή την ολοκλήρωση άλλων, διεθνώς καθιερωμένων συστημάτων, όπως π.χ. ο ηλεκτρονικός ιατρικός φάκελος, τα μητρώα ασθενών κ.λπ. Υπό αυτή την έννοια, θα έλεγα ότι δεν αποτελούν αναγκαίο κακό αλλά αναγκαίο καλό. Φυσικά, ένα μέρος της εξοικονόμησης που προσφέρουν θα μπορούσε να αξιοποιηθεί για την υποστήριξη του διοικητικού έργου των ιατρών, όπως συμβαίνει στα προηγμένα συστήματα υγείας.

Η κατάστρωση των βημάτων θεραπευτικών πρωτοκόλλων στην ηλεκτρονική συνταγογράφηση, δυστυχώς σχεδιάζεται μόνον σε τεχνικό επίπεδο, από μη κλινικούς γιατρούς που δεν έχουν επαφή με πρακτικά προβλήματα της παροχής ιατρικής υπηρεσίας σε ασθενείς. Άλλωστε εμφανίζεται στο σύστημα και πιθανή διάγνωση η οποία περιγράφεται ως.... Σύγκρουση με Διαστημόπλοιο!!! Θα ήθελα τα σχόλια σου εδώ. 
Νομίζω ότι δεν χρειάζεται να πρωτοτυπήσουμε. Οι διεθνείς επιστημονικές εταιρείες δημοσιοποιούν και επικαιροποιούν θεραπευτικά πρωτόκολλα και οι αντίστοιχες εγχώριες τα προσαρμόζουν στην δική μας πραγματικότητα. Αυτή η διαδικασία είναι απολύτως ορθολογική, εφόσον διασφαλίζεται ο απαιτούμενος πλουραλισμός των προσεγγίσεων. Η λειτουργικότητα ενός θεραπευτικού πρωτοκόλλου προϋποθέτει την φιλικότητα προς τον χρήστη, αλλά επίσης την εγκυρότητά του και την ανταπόκρισή του στις πραγματικές συνθήκες που επικρατούν στο σύστημα υγείας. Θα πρόσθετα ως προϋπόθεση και την οπτική των ίδιων των ασθενών, οι οποίοι μπορούν να κομίσουν πολύτιμες πληροφορίες σε σχέση με τον ενδεδειγμένο - επιθυμητό τρόπο διαχείρισης της νόσου. 

Όσον αφορά το παράδειγμά σου για την πιθανή διάγνωση, αν τελικά είχα γίνει αστροναύτης, όπως ονειρευόμουν στα παιδικά μου χρόνια, ίσως να μπορούσα να σου απαντήσω! Σου έχω όμως ένα αντίστοιχο, εξίσου ενδιαφέρον παράδειγμα: αν θυμάμαι καλά, σε κάποιες πρώτες εκδοχές των Κλειστών Ενοποιημένων Νοσηλίων (ΚΕΝ) υπήρχε πιθανή διάγνωση «Δήγμα αλιγάτορα», προφανώς λόγω της μετάφρασης των αντίστοιχων της Αυστραλίας. Πάντως για να μην είμαστε άδικοι, τα ΚΕΝ αποτέλεσαν σημαντικό βήμα εκσυγχρονισμού και βελτίωσης της οικονομικής λειτουργίας των νοσοκομείων, ωστόσο πρέπει να επικαιροποιούνται σε τακτική βάση προκειμένου να επιτελέσουν τον σκοπό τους. 

Έχεις αντιμετωπίσει σε διάφορες φάσεις των δραστηριοτήτων σου το ανίκητο τέρας της γραφειοκρατίας σε δημόσιους φορείς. Θύμισέ μου μερικά ευτράπελα στιγμιότυπα αυτού του παραλογισμού. 
Έγραψα ολόκληρο βιβλίο γι’ αυτό! Ο υπότιτλός του («Από το αδιανόητο στο αυτονόητο») νομίζω ότι τα λέει όλα. Στα δύο περίπου χρόνια της παρουσίας μου στο κράτος βίωσα πρωτοφανείς καταστάσεις. Την κυριαρχία της σφραγίδας, την λογική του «αυτό δεν προβλέπεται» και του «έτσι το κάναμε πάντα» και, ουσιαστικά την αποθάρρυνση κάθε πρωτοβουλίας. Αλλά, κυρίως, την αντίσταση σε κάθε αλλαγή. Ακόμα και στις προφανείς… Με τη βασική ευθύνη να μην ανήκει στα ίδια τα στελέχη αλλά στην τόσο στρεβλή κυριαρχούσα αντίληψη που θέλει όποιον λαμβάνει πρωτοβουλίες να τιμωρείται. Επίσης, ανασταλτικό παράγοντα αποτελεί η απουσία κινήτρων, στόχων, αξιολόγησης, σχεδίων καριέρας για το προσωπικό καθώς και άλλων πολλών και αυτονόητων πρακτικών που ακολουθούν άλλες χώρες αλλά και δομές εκτός δημοσίου. 

Είδα άνθρωπο να διορίζεται στην Ξάνθη και να διασχίζει όλη τη χώρα για μία διαδικασία ορκωμοσίας που διαρκεί 5 λεπτά και να επιστρέφει αυθημερόν, συμβεβλημένους φορείς να προσκομίζουν τα ίδια δικαιολογητικά κάθε χρόνο προκειμένου να ανανεωθούν οι συμβάσεις τους, χωρίς να έχει συντελεστεί καμία αλλαγή σε αυτά, πολίτες να ταλαιπωρούνται για μία διαδικασία θεώρησης που ουσιαστικά δεν έλεγχε τίποτα. Επίσης, είδα έναν απολύτως μηχανογραφημένο οργανισμό (ΟΠΑΔ) να μην καταχωρεί τις υποχρεώσεις του προκειμένου να είναι σε θέση να κάνει στοιχειώδη οικονομικό προγραμματισμό λαμβάνοντας την αφοπλιστική απάντηση σε σχετική μου ερώτηση: «και να τις καταχωρήσουμε, μήπως έχουμε να τις πληρώσουμε»; Έναν οργανισμό με συμβάσεις μαθητείας ίσες με τον αριθμό του μονίμου προσωπικού του και με αποσπασμένους με σχεδόν διπλάσιο μισθό από τους υπολοίπους λόγω προνομιακού φορέα προέλευσης... Και όλα αυτά, με ετήσιες δαπάνες διπλάσιες των εσόδων του και, συνεπώς, με ένα τεράστιο χρέος. Είμαι υπερήφανος που –θα το ξαναπώ– εν μέσω αντιδράσεων και σε μία τόσο δυσμενή οικονομική συγκυρία κατορθώσαμε να ισοσκελίσουμε τα έσοδα με τα έξοδα του οργανισμού, ο οποίος στη συνέχεια αποτέλεσε τον βασικό χρηματοδοτικό πυλώνα του ΕΟΠΥΥ στα πρώτα του βήματα.

Ποια είναι τα μαθήματα που πήρε, μέχρι σήμερα, η δημόσια υγεία από την Πανδημία Covid και αν η εμπειρία αυτή πιστεύεις ότι θα αξιοποιηθεί στο μέλλον; Ελπίζω να μην συμβεί το ίδιο που συνέβη με τα μαθήματα που πήρε η χώρα από την τέλεση Ολυμπιακών Αγώνων.
Θέλω να παραμείνω αισιόδοξος ως προς αυτό. Θέλω να πιστεύω ότι η χώρα μας θα τολμήσει μια μεταρρύθμιση του συστήματος υγείας με ενίσχυσή του εκεί που πραγματικά υπάρχει ανάγκη. Αυτό σημαίνει ανάλυση των αναγκών υγείας των πολιτών σε όλη τη χώρα και του τρόπου κάλυψής τους, ανάδειξη των κενών του συστήματος και σταδιακή του ενίσχυση με πόρους. Όπου αυτό δεν είναι άμεσα εφικτό, ενεργοποίηση των δομών της τοπικής αυτοδιοίκησης, των Πανεπιστημίων και του ιδιωτικού τομέα, μέσα από ένα σαφές, προδιαγεγραμμένο πλαίσιο κανόνων και συμβάσεων. Δεν είναι ορθολογικό για παράδειγμα να διαπραγματεύεσαι με τους Ιατρικούς Συλλόγους για τους όρους ενίσχυσης του ΕΣΥ κατά τη διάρκεια μιας κρίσης, όπως συνέβη με την πανδημία. 

Επίσης, είναι προφανής η ανάγκη δημοσιονομικής ενίσχυσης του συστήματος υγείας με αύξηση της δημόσιας χρηματοδότησης. Ωστόσο, αυτό πρέπει να γίνει με απόλυτη διαφάνεια και τεκμηρίωση καθώς, το γεγονός ότι η οικονομική συγκυρία είναι ευνοϊκή λόγω των πόρων του Ταμείου Ανάκαμψης, δεν σημαίνει ότι πρέπει να επιστρέψουμε στις στρεβλώσεις του παρελθόντος, τις σπατάλες, τα ελλείμματα, τις ρυθμίσεις των συσσωρευμένων χρεών σε περιοδική βάση κ.λπ. 

 

Ποιο θα είναι το μέλλον της δημόσιας ασφάλισης υγείας πιστεύεις; Να ληφθεί υπόψιν ότι θα μειωθούν σημαντικά οι συντάξεις στο μέλλον (σε επίπεδο ενιαίας εθνικής σύνταξης των 300-400 ευρώ) . Μήπως η ασφάλιση θα γίνεται κυρίως ιδιωτικά στο μέλλον και εφόσον η ενιαία εθνική σύνταξη (θα) είναι πενιχρή μήπως οι κρατήσεις για δημόσια ασφάλιση των εργαζομένων πρέπει να σταματήσουν να είναι υποχρεωτικές (αν ο εργαζόμενος επιλέγει ιδιωτική ασφάλιση); θα είναι καλύτερα να κρατήσει τα χρήματα του ως savings για το μέλλον.... 
Δεν μπορεί να υποκατασταθεί η κοινωνική από την ιδιωτική ασφάλιση, τόσο στο σκέλος του γήρατος όσο και σε αυτό της υγείας. Η κοινωνική ασφάλιση είναι –ορθώς– υποχρεωτική, καθώς αποσκοπεί στην αντιμετώπιση της αβεβαιότητας και του κινδύνου και βασίζεται στην αλληλεγγύη. Δηλαδή πληρώνουμε ασφάλιστρα με βάση τις οικονομικές μας δυνατότητες προκειμένου να έχουμε καλύψεις με βάση τις ανάγκες μας. 

Η ιδιωτική ασφάλιση έχει άλλη αποστολή. Όσον αφορά την ασφάλισης υγείας, κατά τη γνώμη μου το ζητούμενο είναι η υποκατάσταση των άμεσων, ιδιωτικών πληρωμών –οι οποίες δεν έχουν οροφή– από πληρωμές μέσω ιδιωτικής ασφάλισης, καθώς οι δεύτερες μπορούν να προϋπολογισθούν και να καθοριστούν σε επίπεδα που δεν ανατρέπουν τους ατομικούς και οικογενειακούς προϋπολογισμούς. Αντίθετα, οι άμεσες ιδιωτικές πληρωμές αποδεικνύονται σε πολλές περιπτώσεις «καταστροφικές», υπό την έννοια ότι είναι τόσο υψηλές που περιορίζουν δραματικά τη δυνατότητα των νοικοκυριών να καλύπτουν άλλες, βασικές τους ανάγκες. Βέβαια, για να επιστρέψουμε στην υποχρεωτική, κοινωνική ασφάλιση, οι εισφορές για εργοδότες και εργαζόμενους δεν θα πρέπει να είναι τόσο υψηλές που τελικά να λειτουργούν ως αντικίνητρο απέναντι στην απασχόληση, η οποία αποτελεί το πιο ακανθώδες ίσως κοινωνικό ζήτημα, ιδιαίτερα για τους νέους.

Με αφορμή αυτή την τελευταία σου αναφορά, πρόσφατα ανέλαβες καθήκοντα Κοσμήτορα της Σχολής Κοινωνικών και Πολιτικών Επιστημών του Πανεπιστημίου Πελοποννήσου, του οποίου παλαιότερα διετέλεσες και Αναπληρωτής Πρύτανη. Πώς βλέπεις την ανώτατη εκπαίδευση στη χώρα μας; Θέλεις να δώσεις κάποιο μήνυμα στους νέους;
Οι νέες γενιές δοκιμάστηκαν με πρωτοφανή τρόπο τα τελευταία χρόνια. Μην ξεχνάμε ότι την ανασφάλεια που προκάλεσε η οικονομική κρίση διαδέχτηκε η αποξένωση από τους φυσικούς χώρους δραστηριοποίησής τους λόγω της πανδημίας. Οι νέες συνθήκες τους θέλουν να βιώνουν εξ αποστάσεως διδασκαλία στα πανεπιστήμια και ευέλικτες μορφές εργασίας και τηλεργασίας, πρακτικές οι οποίες μπορεί μεν να δικαιολογούνται λόγω της πανδημικής απειλής, όμως δεν είναι χωρίς επιπτώσεις στην καθημερινότητα, τις φιλοδοξίες αλλά και την ψυχική τους υγεία. 

Η ευθύνη των Πανεπιστημίων αλλά και των πανεπιστημιακών είναι μεγάλη, καθώς αποστολή μας είναι να δώσουμε όραμα στους νέους, ρεαλιστικές διεξόδους και εφόδια για το μέλλον. Για μένα το Πανεπιστήμιο μπορεί να αποτελέσει έναν σημαντικότατο μοχλό ανάπτυξης για τη χώρα, εφόσον όμως είναι διατεθειμένο όχι απλά να παρακολουθεί τις εξελίξεις αλλά και να τις διαμορφώνει. Ειδικά για τη χώρα μας, η επένδυση στη γνώση και την έρευνα πρέπει να αποτελέσει προτεραιότητα, τόσο για λόγους οικονομικής ευημερίας όσο και για λόγους που έχουν να κάνουν με τις επαγγελματικές διεξόδους των νέων μας που είναι ήδη σε θέση να ανταπεξέλθουν σε αντίστοιχα ανταγωνιστικά περιβάλλοντα εκτός συνόρων. 

Δεν έχει νόημα να συζητάμε μοιρολατρικά το περίφημο brain drain, το οποίο έλαβε τεράστιες διαστάσεις την προηγούμενη δεκαετία, αλλά να αναλάβουμε πρωτοβουλίες για να το αναστρέψουμε. Αυτό μπορεί να γίνει μόνο με αλλαγή οπτικής. Χρειάζεται αύξηση της δημόσιας χρηματοδότησης στην εκπαίδευση και την έρευνα αλλά και συμπράξεις με ιδιωτικά επενδυτικά σχήματα. Πριν από αυτό, απαιτείται ανάλυση των νέων απαιτήσεων σε γνώσεις και δεξιότητες και αναθεωρήσεις των προγραμμάτων σπουδών προκειμένου να ευθυγραμμιστούν με τις απαιτήσεις της 4ης βιομηχανικής επανάστασης. Δεν έχουμε το δικαίωμα να μείνουμε απαθείς απέναντι στις συναρπαστικές εξελίξεις του νέου κόσμου οδηγώντας τους νέους μας σε «τεχνολογική ανεργία». Ας μην περιμένουμε πάλι κάποια κρίση για να την μετατρέψουμε σε ευκαιρία. Ας δημιουργήσουμε ευκαιρίες τώρα για να αποτρέψουμε μελλοντικές κρίσεις!

 

ΠΡΟΣΦΑΤΑ

ΤΑ ΠΙΟ ΔΗΜΟΦΙΛΗ