- ΑΡΧΙΚΗ
-
ΕΠΙΚΑΙΡΟΤΗΤΑ
-
ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ
-
LIFE
-
LOOK
-
YOUR VOICE
-
επιστροφη
- ΣΕ ΕΙΔΑ
- ΜΙΛΑ ΜΟΥ ΒΡΟΜΙΚΑ
- ΟΙ ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΣΑΣ
-
-
VIRAL
-
επιστροφη
- QUIZ
- POLLS
- YOLO
- TRENDING NOW
-
-
ΖΩΔΙΑ
-
επιστροφη
- ΠΡΟΒΛΕΨΕΙΣ
- ΑΣΤΡΟΛΟΓΙΚΟΣ ΧΑΡΤΗΣ
- ΓΛΩΣΣΑΡΙ
-
- PODCAST
- 102.5 FM RADIO
- CITY GUIDE
- ENGLISH GUIDE
Τζορτζ Μπατρούνι: Η φιλοξενία είναι σαν τη χειροτεχνία
Ο Λιβανέζος επιχειρηματίας μάς μίλησε για το OKUPA και τη διαδρομή του από τη Βηρυτό στο Λονδίνο και τώρα στην Αθήνα
Τζορτζ Μπατρούνι: Η λέξη okupa σημαίνει «κατάληψη» και έχει πολιτική χροιά. Για μένα το OKUPA είναι ένας ανοιχτός χώρος για όλους
Έχει ζήσει ανάμεσα σε κόσμους διαφορετικής υφής και αποχρώσεων. Η διαδρομή του είχε ποικιλόμορφο ηχόχρωμα, αλλά βρήκε την πραγματική του ταυτότητα στον χώρο της φιλοξενίας. Ο Τζορτζ Μπατρούνι, ιδρυτής και CEO του OKUPA, γεννήθηκε και μεγάλωσε στη Βηρυτό, αλλά οι περισσότερες εμπειρίες της ζωής του διαμορφώθηκαν στο Λονδίνο, όπου πέρασε σχεδόν δύο δεκαετίες ασχολούμενος με τον χρηματοπιστωτικό τομέα. Αν και σπούδασε οικονομικά και εργάστηκε για χρόνια σε τράπεζες, η περιέργειά του τον οδήγησε αλλού.
Καθόμαστε στον μεγάλο, βίντατζ, ημικυκλικό καναπέ, μπροστά από το dj set του OKUPA, και μιλάμε στ’ αγγλικά. Η φωνή του έχει μια ηρεμία, αλλά το βλέμμα του είναι αεικίνητο. «Είμαι Βρετανός-Λιβανέζος», μου λέει. «Μεγάλωσα στη Βηρυτό, αλλά έζησα το μεγαλύτερο κομμάτι της ζωής μου στο Λονδίνο, όπου δούλεψα κυρίως στον τομέα των οικονομικών. Ανέπτυξα όμως κι άλλα ενδιαφέροντα: τη φιλοξενία, έμαθα πώς αλληλεπιδρούν οι κοινωνίες με τον δημόσιο χώρο και με τον τουρισμό. Με απασχολεί το πώς οι άνθρωποι ανοίγονται, το πώς η αρχιτεκτονική δημιουργεί χώρους για αλληλεπιδράσεις, ανταλλαγή γνώσης και εμπειριών».
Η εμπειρία της Βηρυτού ήταν θεμελιώδης στην ταυτότητά του. «Μεγάλωσα σε μια πόλη κοσμοπολίτικη, όπου συναντούσες τον "άλλον” από μικρός. Εκεί μιλούσαν πολλές γλώσσες, υπήρχαν δεκάδες θρησκείες και κοινότητες – αυτό σε κάνει να νιώθεις οικεία. Αλλά ταυτόχρονα είναι μια πόλη που γνώρισε εμφύλιο, που πολέμησε τον “άλλον”». Για τον ίδιο η πρόκληση ήταν να αποφύγει τα λάθη των προηγούμενων γενεών, να μάθει να είναι πιο ανοιχτός, πιο ανεκτικός, πιο κατανοητικός «απέναντι σε άλλες παραδόσεις και ιδέες».
«Έμαθα να εκτιμώ την κοσμοπολίτικη διάσταση και να σέβομαι τις ιδιαιτερότητες κάθε κουλτούρας»
Στα 20 του ο Μπατρούνι βρέθηκε στο Λονδίνο. «Έμαθα να εκτιμώ την κοσμοπολίτικη διάσταση και να σέβομαι τις ιδιαιτερότητες κάθε κουλτούρας. Στον Λίβανο οι παραδόσεις παραμένουν ζωντανές, ενώ στο Λονδίνο, το απόλυτο melting pot, πολλές παραδόσεις χάνονται. Αυτά σε διδάσκουν τον σεβασμό και σε βοηθούν να μη φτιάχνεις μια φούσκα όταν πηγαίνεις σε έναν νέο τόπο».
Η στάση του αυτή διαμόρφωσε και τη σχέση του με την Ελλάδα, όπου ζει τα τελευταία τέσσερα χρόνια. «Όταν έρχεσαι σ’ έναν τόπο δεν πρέπει να λειτουργείς σαν αλεξιπτωτιστής. Δεν οικοδομείς τη δική σου κλειστή φούσκα, οι αισθήσεις σου είναι σε επαγρύπνηση ώστε να καταλάβεις το περιβάλλον. Αν το κατανοήσεις, τότε γίνεσαι αποδεκτός. Υπάρχουν αυτοί που πηγαίνουν κάπου και δεν προσπαθούν να ανήκουν, να συμμετέχουν, να φέρουν προστιθέμενη αξία. Οι εμπειρίες μου με έμαθαν ότι, όπου κι αν πας, πρέπει να είσαι στοχαστικός για τις ανάγκες του τόπου, τα έθιμα, τον πολιτισμό, πριν πεις “θέλω να κάνω αυτό”».
Το Okupa στην Αθήνα
Η ερώτηση γιατί διάλεξε την Ελλάδα για επόμενο προορισμό του μετά το Λονδίνο, δεν τον ξενίζει. «Ήθελα να αναπτύξω την ιδέα που σήμερα είναι το OKUPA. Αυτό ήταν το επόμενο βήμα. Ήρθα στην Αθήνα για να δουλέψω σ’ αυτό το πρότζεκτ, δεν ήρθα και μετά αποφάσισα να φτιάξω το OKUPA». Είχε δημιουργήσει το όραμά του πολλά χρόνια πριν, σε μια συγκυρία όπου πολλές πόλεις της Ευρώπης πάλευαν με τον υπερτουρισμό. «Είδα τι συνέβαινε στη Βαρκελώνη, στη Μαδρίτη, στο Άμστερνταμ, στη Βενετία. Κέντρα πόλεων που μετατρέπονταν σε θεματικά πάρκα, με τα ίδια σουβενίρ, τις ίδιες καφετέριες, τα ίδια εστιατόρια. Έλειπε ο σεβασμός στον τόπο».
Απέναντι σ’ αυτή την εικόνα, ο ίδιος ήθελε να δώσει μια εναλλακτική: «Ήθελα να δημιουργήσω ένα lieu de vie, έναν χώρο ζωής. Όχι ένα ξενοδοχείο όπου έρχεσαι, κοιμάσαι και φεύγεις, αλλά έναν ανοιχτό χώρο, ένα urban hangout, που να συνδέει τους επισκέπτες με την τοπική κοινωνία. Ένα σπίτι ανοιχτό για όλους».
Γιατί λοιπόν Αθήνα; «Όταν άρχισα να έρχομαι, η πόλη βρισκόταν στο τέλος της κρίσης. Στα νούμερα μπορεί να υπήρχε πλεόνασμα, αλλά η κρίση ήταν φανερή στην καθημερινότητα των ανθρώπων. Πολλοί είχαν χάσει δουλειές, σπίτια, προοπτικές. Έβλεπα μια χαμένη γενιά που δεν είχε ευκαιρίες, αλλά την ίδια στιγμή έβλεπα ενέργεια, την πείνα να δημιουργήσουν, να αποδείξουν ότι μπορούν».
Η «ενέργεια» αυτή ήταν για εκείνον ο καθοριστικός παράγοντας. «Δεν μπορείς να την περιγράψεις εύκολα με λόγια, αλλά την ένιωσα σε πόλεις που μετρούν τραύματα – στη Βηρυτό, στο Βερολίνο. Είναι η ενέργεια της ζωής, της αναγέννησης, της ανάγκης να ξαναχτίσεις».
Ο Μπατρούνι επισκέφθηκε για πρώτη φορά την Αθήνα προς το τέλος της κρίσης, χωρίς προηγούμενη εμπειρία από την πόλη. «Είχα ακουστά την πόλη, με όλη τη φήμη του χάους. Όταν ήρθα, όμως, είδα μικρές αχτίδες ελπίδας, ένιωσα ότι δεν υπάρχει μόνο σκοτάδι».
Εκεί γεννήθηκε η απόφαση. «Σκέφτηκα: αν μπορώ, έστω ταπεινά, να προσθέσω μια σταγόνα στη θάλασσα, γιατί όχι; Να δημιουργήσω έναν χώρο ανοιχτό, όπου οι Έλληνες να συναντούν ανθρώπους απ’ όλο τον κόσμο, να ανταλλάσσουν εμπειρίες, να μαθαίνουν κάτι καινούργιο».
Αυτό που φαντάστηκε βρήκε απήχηση από την πρώτη στιγμή. «Πριν καν λειτουργήσουμε επίσημα, οι πόρτες ήταν ανοιχτές. Οι άνθρωποι της γειτονιάς περνούσαν, κοιτούσαν και έλεγαν “ευχαριστούμε που κάνατε κάτι τέτοιο εδώ”».
Η πόλη και το gentrification
Η Αθήνα του 2019 ήταν μια φθαρμένη πόλη, με έντονα τα σημάδια της κρίσης, αλλά ο Τζορτζ Μπατρούνι ένιωσε αμέσως μια έλξη. «Αυτό που με εντυπωσίασε ήταν η βαρύτητα του τόπου. Κι αυτή η βαρύτητα δεν δημιουργείται από τον ήλιο ή τον αέρα, αλλά από τους ανθρώπους, ακόμη κι αν δεν τους βλέπεις. Υπάρχει μια υπόγεια κοινωνία, μια ζωή που συνεχίζεται». Παρότι αποφάσισε να εγκατασταθεί σε μια περιοχή με σοβαρά ζητήματα –δίπλα στην πλατεία Κουμουνδούρου, με ιστορικά προβλήματα ναρκωτικών, αστεγίας και καθαριότητας– δεν θέλησε να γυρίσει το βλέμμα. «Αυτά είναι πραγματικά κοινωνικά προβλήματα που δεν λύνονται με “μακιγιάζ”. Μια υγιής κοινωνία δεν μπορεί να τα σπρώχνει στην άκρη για να μην τα βλέπει».
«Είμαι εδώ, παρών, γιατί θέλω να ανήκω. Να προσπαθώ τουλάχιστον να ανήκω»
Η κουβέντα φτάνει αναπόφευκτα στο gentrification. «Ας μην κοροϊδευόμαστε, η Αθήνα παλεύει με πλευρές του gentrification. Τα ενοίκια έχουν εκτοξευθεί, πολλοί κάτοικοι πιέζονται να φύγουν. Ένας βασικός λόγος ήταν η ανεξέλεγκτη εξάπλωση των Airbnbs. Το αποτέλεσμα ήταν να αδειάζει το κέντρο, να γίνονται όλα τουριστικά διαμερίσματα». Ο Μπατρούνι ξεκαθαρίζει: «Δεν είμαστε Airbnb. Είμαστε ξενοδοχείο, χώρος φιλοξενίας». Το κλειδί, λέει, είναι η σύνδεση με την κοινότητα. «Από την πρώτη στιγμή συνεργαστήκαμε με καλλιτέχνες και τεχνίτες της γειτονιάς, προσλάβαμε ανθρώπους από εδώ, θέλαμε να γίνουμε κομμάτι του τόπου. Έτσι αντιμετωπίζεις το gentrification: με το να επιστρέφεις αξία στην πλειονότητα των κατοίκων». Για να το αποδείξει, πήρε και ο ίδιος το ρίσκο. «Μετακόμισα εδώ με την οικογένεια και τα παιδιά μου, τα οποία μαθαίνουν τη γλώσσα και τον πολιτισμό. Είμαι εδώ, παρών, γιατί θέλω να ανήκω. Να προσπαθώ τουλάχιστον να ανήκω».
Η φιλοσοφία του OKUPA
Έπειτα από τέσσερα χρόνια στην Αθήνα, ο Τζορτζ Μπατρούνι αισθάνεται ήδη κομμάτι της πόλης. «Το αίσθημα το είχα από την πρώτη μέρα που ήρθα. Στην ουσία μόνο η γλώσσα είναι διαφορετική εδώ. Τα αστεία μας μοιάζουν, οι εκφράσεις μας είναι παρόμοιες. Πολιτισμικά νιώθω ότι είμαι σπίτι μου. Κυριολεκτικά νιώθω ότι είμαι σπίτι μου. Αισθάνομαι πιο οικεία εδώ από ό,τι τα 18 χρόνια που έζησα στο Λονδίνο».
«Η ελευθερία δεν είναι μόνο μια θεωρητική λέξη· πρέπει να την εκφράζεις στον χώρο»
Η επιλογή του ονόματος ήταν συνειδητή: «Η λέξη okupa προέρχεται από τα ισπανικά, σημαίνει “κατάληψη” και έχει πολιτική χροιά. Για μένα το OKUPA είναι ένας ανοιχτός χώρος για όλους, όπου ο καθένας μπορεί να κάνει αυτό που θέλει». Η έννοια της ανοιχτότητας εκφράζεται παντού: «Δεν έχουμε μοντέλο μέλους, δεν υπάρχουν προϋποθέσεις. Μπορείς να έρθεις, να ανοίξεις το λάπτοπ σου, να πιεις έναν καφέ, να συναντήσεις ανθρώπους. Το κτίριο είναι φτιαγμένο ώστε να μην υπάρχουν εμπόδια· λίγες πόρτες, συνεχείς ροές. Η ελευθερία δεν είναι μόνο μια θεωρητική λέξη· πρέπει να την εκφράζεις στον χώρο».
Αυτό αποτυπώνεται και στην καθημερινή εμπειρία. «Οι άνθρωποι μετακινούνται μέσα στον χώρο, δουλεύουν σε διαφορετικά σημεία την ίδια μέρα. Το OKUPA δεν είναι σαν μια καφετέρια, που κάθεσαι κολλημένος σε μια καρέκλα. Εκφράζουν την ελευθερία τους».
Κι όμως, το OKUPA είναι και ξενοδοχείο. «Πολλοί που έρχονται για να δουλέψουν ή να φάνε στο εστιατόριο δεν συνειδητοποιούν καν ότι έχουμε και δωμάτια. Αυτό είναι που το κάνει ιδιαίτερο: δεν είναι ένα κλασικό ξενοδοχείο, είναι ένας αστικός χώρος, με δωμάτια και εστιατόριο, ένα περιβάλλον ανοιχτό στην κοινότητα».
Ο Μπατρούνι θεωρεί ότι δεν ανακαλύπτει κάτι νέο, αλλά αναβιώνει μια παλιά παράδοση. «Ιστορικά, τα ξενοδοχεία στις πόλεις ήταν τα σημεία συνάντησης· πήγαινες στο λόμπι, διάβαζες διεθνείς εφημερίδες, άκουγες ανθρώπους να μιλούν για πολιτική και επιχειρήσεις. Αυτό θέλαμε να ξαναφέρουμε στην Αθήνα. Με τα χρόνια, τα ξενοδοχεία έγιναν κλειστοί χώροι. Εμείς θέλαμε να το αλλάξουμε αυτό».
Το απρόβλεπτο
Αυτός είναι κι ο λόγος που το πρότζεκτ δεν ονομάστηκε OKUPA Hotel ή OKUPA Restaurant. «Το ονομάσαμε απλώς OKUPA γιατί είναι ανοιχτό για όλους. Ο καθένας μπορεί να δει και να χρησιμοποιήσει τον χώρο όπως θέλει». Οι επισκέπτες συχνά ξαφνιάζονται: «Έρχονται τουρίστες από τις ΗΠΑ ή την Ευρώπη και βλέπουν ανθρώπους με λάπτοπ να δουλεύουν δίπλα τους. Ενθουσιάζονται, γιατί νιώθουν ότι μπαίνουν σε έναν ζωντανό χώρο, σε κάτι αληθινό».
Ο στόχος είναι να καλλιεργείται το απρόβλεπτο. «Οι άνθρωποι διψούν για τυχαίες συναντήσεις. Να μην είναι όλα προγραμματισμένα και προσαρμοσμένα. Θέλουν κάτι που να μην το περιμένουν: μια απρόσμενη γνωριμία, μια μελωδία που δεν περίμεναν να ακούσουν, μια γεύση που δεν είχαν δοκιμάσει». Το OKUPA, που άνοιξε τον Οκτώβριο του 2024, έχει ήδη καθιερωθεί στη γειτονιά. Σε λίγους μήνες φιλοξένησε παρουσιάσεις βιβλίων, κινηματογραφικές βραδιές, εκθέσεις σχεδιαστών και δράσεις αλληλεγγύης. «Συμμετείχαν πάνω από 25 καλλιτέχνες που δώρισαν έργα τους, με όλα τα έσοδα να πηγαίνουν σε οργανώσεις που στηρίζουν εκτοπισμένους πρόσφυγες».
Η φιλοξενία ως χειροτεχνία
Για τον Τζορζ Μπατρούνι το πιο σημαντικό κριτήριο επιτυχίας δεν είναι οι αριθμοί. «Το σημαντικότερο για εμάς είναι ότι μέσα σε μικρό χρονικό διάστημα καταφέραμε να συνδεθούμε με την τοπική κοινότητα. Αυτό δείχνει ότι είμαστε στον σωστό δρόμο, ότι το OKUPA αγκαλιάζεται από τον κόσμο ως χώρος που ανήκει στην πόλη».
Το στοίχημα ήταν ακριβώς αυτό: να σπάσει το στερεότυπο ότι «οι ντόπιοι δεν μπαίνουν στα ξενοδοχεία». Ακόμα και η διακόσμηση ακολουθεί αυτή τη φιλοσοφία. «Δεν φέραμε μια εταιρεία εσωτερικής διακόσμησης να κάνει ένα πακέτο plug and play. Φτιάξαμε το μέρος κομμάτι κομμάτι, οργανικά. Ένα φως της δεκαετίας των 70s, ένα βίντατζ έπιπλο που βρήκαμε κάπου, μια πολυθρόνα που μας άρεσε. Σιγά σιγά στήσαμε τον χώρο ώστε να έχει ψυχή».
Στο επίκεντρο βρίσκεται η έννοια της «χειροτεχνίας». «Ένας τεχνίτης δεν φτιάχνει ποτέ δύο ίδιες καρέκλες· κάθε φορά θα βγει κάτι διαφορετικό. Αυτή είναι και η δική μας προσέγγιση στη φιλοξενία: σαν χειροτεχνία. Δεν έχουμε τυποποιημένα πρωτόκολλα, δεν υπάρχει το “καλωσορίσατε, κύριε” με ρομποτικό τρόπο». Όπως εξηγεί, η ίδια λογική διατρέχει και τις εκδηλώσεις: «Κάνουμε ό,τι ταιριάζει στη στιγμή».
Η επόμενη μέρα
«Για εμάς το σχέδιο είναι αυτός ο χώρος να ανθήσει, να προσφέρει περισσότερες ευκαιρίες και να γίνει ακόμα μεγαλύτερη πλατφόρμα για την τοπική κοινότητα», λέει ο Τζορτζ Μπατρούνι. «Προτιμώ την ποιότητα από την ποσότητα. Θέλουμε να συνεχίσουμε, να κάνουμε περισσότερα, αλλά πάντα με ουσία. Να είμαστε ένας χώρος που δίνει πραγματική αξία στην πόλη».
Η συζήτηση καταλήγει στην ίδια την Αθήνα, μια πόλη η οποία τα τελευταία χρόνια αλλάζει με ρυθμούς που ξαφνιάζουν. «Υπάρχει μια φράση που λέμε στον Λίβανο: τίποτα δεν έχει αλλάξει, αλλά τίποτα δεν μένει ίδιο. Αυτό ταιριάζει πολύ στην Αθήνα. Η πόλη αλλάζει, αλλά είμαι χαρούμενος που κάποια πράγματα μένουν ίδια».
Αναφέρεται στα μικρά καταστήματα της γειτονιάς του, του Παγκρατίου. «Χαίρομαι που τα ανεξάρτητα μαγαζιά είναι ακόμα ανοιχτά. Αυτή η τοπική ζωή είναι η ψυχή της πόλης». Παρ’ όλα αυτά ο Μπατρούνι δεν κλείνει τα μάτια στις δυσκολίες: «Οι τιμές ανεβαίνουν, όπως παντού. Χρειάζονται λύσεις στην κινητικότητα, λωρίδες για ποδήλατα ή σκούτερ. Αλλά οι αλλαγές που βλέπω δεν είναι αρνητικές. Το επίπεδο των υπηρεσιών ανεβαίνει, πολλοί Έλληνες που είχαν φύγει επιστρέφουν με ενέργεια και γνώσεις, που φέρνουν προστιθέμενη αξία».
Η αισιοδοξία του είναι σταθερή: «Η πρόοδος ποτέ δεν είναι γραμμική, αλλά στην Αθήνα βλέπω θετική πορεία. Έρχομαι από μια πόλη που κατέρρευσε· ξέρω τι σημαίνει να καταρρέει μια κοινωνία και μια οικονομία. Η Αθήνα είναι σε καλό δρόμο. Γι’ αυτό είμαι εδώ: για να μεγαλώσει το OKUPA, να φέρουμε πραγματική προστιθέμενη αξία, με όποιον μικρό τρόπο μπορούμε».