Θεματα

Όταν η τέχνη μοιράζει ψωμάκι ζυμωτό στους πληγέντες από τις βροχές

Ένα εικαστικό δρώμενο στην Ελευσίνα μεταμορφώθηκε σε συμπαράσταση

Ελένη Ψυχούλη
ΤΕΥΧΟΣ 884
6’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Πώς το εικαστικό δρώμενο «Αποθέρι», που σχεδιάστηκε στο πλαίσιο των δράσεων της 2023 Ελευσίς Πολιτιστική Πρωτεύουσα της Ευρώπης, μεταμορφώθηκε σε αλληλεγγύη που ζυμώνει ψωμί και το ψήνει στον ξυλόφουρνο.

Όλα ξεκίνησαν όταν ο εικαστικός Δημήτρης Μιχάλαρος , παιδί Μεγαρινό, κατέβασε μια φαεινή ιδέα για να εντάξει την αγαπημένη του πατρίδα, η οποία απέχει ούτε ένα τσιγάρο δρόμο από την καρδιά της Ελευσίνας, στον χάρτη των πολιτικών εκδηλώσεων. Από εικαστικός και δάσκαλος, ο Δημήτρης ενδύθηκε τον ρόλο του επιμελητή για να στήσει ένα εικαστικό πανηγύρι, στο γραφικό, εγκαταλελειμμένο πια, σιδηροδρομικό σταθμό, στο κέντρο της πόλης.

Τα Μέγαρα , σκέφτηκε ο Δημήτρης, παρότι έχουν μια έφεση στο γλέντι, ιδιαίτερα όταν συνοδεύεται από «χοντρό», την αγαπημένη τους προβατίνα στη σούβλα ή στα κάρβουνα, δεν έχουν καμιά παράδοση στο πανηγύρι. Στις σελίδες της ιστορίας τους δεν υπάρχουν άγιοι που να κινητοποιούν ομαδικά ξεφαντώματα, το πανηγύρι δεν υφίσταται σαν λέξη στο συλλογικό υποσυνείδητο της πόλης. Ο Δημήτρης αυτή τη φιέστα την ονειρεύτηκε μαζική, να έρθει η πόλη, να ενωθεί στον παλιό σταθμό της και όλο αυτό να έχει και ένα βαθύτερο νόημα: να αγκαλιάσει την τοπική παραγωγή, τα κοτόπουλα, το αυγό, το φιστίκι, την ελιά, τα κηπευτικά. , τις παλιές συνταγές. Και να τα μαγειρέψει όλα με μια σύγχρονη πανηγυρτζίδικη έννοια και με στόχο να συστήσει και σε μας τους υπόλοιπους, που είμαστε όλοι καλεσμένοι στις 15 Σεπτεμβρίου, την Παρασκευή,μια πόλη που τόσο λίγο γνωρίζουμε, αν και τόσο γειτόνισσά μας, ούτε μια ώρα διαδρομή από το κέντρο. Όπως ακριβώς συμβαίνει και με τους γείτονες στις τσιμεντένιες πολυκατοικίες, που συγκατοικούν αγνοώντας τα πάντα για τον άνθρωπο πίσω από τη μεσοτοιχία. Γι' αυτόν τον λόγο, απευθύνθηκε σε δυο ζευγάρια, με στόχο να δουλέψουν την ιδέα, να κάνουν μια δομημένη γιορτή, με βαθύτερο νόημα και ουσία. Ένας εικαστικός και ένας μάγειρας για κάθε ζευγάρι. Αντώνης Βολανάκης - Μανώλης Παπουτσάκης το ένα, Θόδωρας Ζαφειρόπουλος - Ελένη Ψυχούλη το έτερον.

Όλοι μαζί και καθένας χωριστά, κάναμε πολλές φορές τη διαδρομή, αναζητώντας γεύσεις και ανθρώπους με ιστορίες. Κάπως έτσι, ανακαλύψαμε ότι τα Μέγαρα φτιάχνουν δυο-τρεις μοναδικές λιχουδιές, που δεν θα βρεις αλλού στην Ελλάδα: το μπουμπάρι, τη γλυκιά, νηστίσιμη σπανακόπιτα, με μπόλικο κρεμμύδι, άνηθο, πετιμέζι, ζάχαρη και άφθονη μαύρη και ξανθιά σταφίδα, τις πλακέ, λαδένιες λειψόπιτες σε αλμυρή ή ελαφρώς γλυκιά εκδοχή –ψωμάκι που το έπαιρναν μαζί τους οι αγρότες και οι ψαράδες–, αλλά και την τριμερόπιτα, είδος τσουρέκι που στις χαρές στολίζεται με κεντίδια. Τα δυο έργα-δρώμενα στέριωσαν στο μυαλό μας, δουλεύτηκαν, ωρίμασαν: το έργο του Βολανάκη, σχεδόν ολοκληρωτικά παθιασμένο με τη γυναικεία εμπειρία, μάζεψε τις γυναίκες της πόλης, τις ένωσε γύρω από ένα τραπέζι που ζυμώνει το γλυκό ψωμί – μετάφραση της τριμερόπιτας σε λόγια του Παπουτσάκη. Οι γυναίκες ζυμώνουν αλλά κυρίως μιλούν: για την πόλη, για την ψυχή τους, για τη ζωή τους. Όσο το ζυμάρι λαστιχώνει και ενοποιείται, η εξομολόγηση βαθαίνει, μοιράζεται, πάνω στο τελικό καρβέλι αποτυπώνεται ένα προσωπικό μήνυμα που θα ψηθεί στον φούρνο, μια έκκληση, μια ευχή, ένα παράπονο, ένας πόνος. Οι Τρεις Χάριτες του αρχαιολογικού τοπικού Μουσείου ζωντανεύουν, φορούν παράξενα νυφικά, η σχέση νύφης-πεθεράς στο στόχαστρο. Έργο ζωντανό η επικοινωνία, οι Χάριτες θα μοιράζουν τα ζεστά, φρεσκοψημένα καρβέλια στο κοινό, θα υπάρχει και φωνή, η φωνή της mezzo soprano Άννας Πάγκαλου, που θα μεταφράσει την παράδοση με δικές της ηχητικές παρεμβάσεις.

Το δικό μας ζευγάρι μεταφέρει την αρχιτεκτονική του παλιού, μεγαρίτικου ορνιθώνα, ένα γραμμικό σκηνικό που θα στεγάσει τη δική μας άποψη για το μεγαρίτικο πανηγύρι, όλη εξαιρετικά αφιερωμένη στην ορνιθοτροφία που στέριωσε την οικονομία της πόλης. Μια γραμμή από φωτιά, πάνω της ψήνεται ένα κοκορέτσι από συκωτάκια κότας, μετά ο ζωμός, μετά το χτυπητό αβγό των παιδικών μας χρόνων που θα φτιάξει με δικά της, σύγχρονα λόγια η Ιωάννα Σταμούλου, μετά, το γιάντες. Να ξαναπαίξουμε όλοι ένα ξεχασμένο παιχνίδι για τη δέσμευση, την υπόσχεση, τη μνήμη και την παρατηρητικότητα, σπάζοντας στα δυο ένα κοτοπουλένιο κοκκαλάκι.

Η 15η  Σεπτεμβρίου πλησιάζει και όσο έρχεται τόσο μας βρίσκει μουδιασμένους από την καταστροφή, άφωνους μπροστά στο ανεστραμμένο θαύμα, την εκδίκηση της Φύσης, τον πόνο των ξεριζωμένων ανθρώπων, της πατρίδας που είδαμε να χάνεται κάτω από τα νερά. Ποιος έχει όρεξη για πανηγύρια; Ποιος έχει όρεξη να ξεχάσει, όταν ακόμη υπάρχουν εγκλωβισμένοι, και ποιος είναι ο ρόλος της Τέχνης σε μια τέτοια περίπτωση; Είπαμε να το αναβάλουμε, να το ξεχάσουμε. Για δυο λεπτά. Γιατί, στο τρίτο, αποφασίσαμε πως αν η τέχνη δεν έχει κοινωνικό πρόσωπο και ρόλο δραστήριο, τότε τι να την κάνουμε; Ο Κωνσταντίνος Πολυχρονόπουλος, ο «Άλλος», υπέροχος «Άνθρωπος», αυτός που από το 2011 μαγειρεύει την Κοινωνική Κουζίνα του όπου υπάρχει ανάγκη, από τους άστεγους της Αθήνας ως την Ουκρανία του πολέμου, είναι ήδη στη Θεσσαλία με το φορτηγάκι του, μαγειρεύει, μόνος μοιράζει φαγητό στα πεινασμένα χωριά. Μετράμε τις ανάγκες, μαζεύουμε λαχανικά, αυγά, οι μύλοι της περιοχής μας στέλνουν τσουβάλια με αλεύρι.

Και όλοι μαζί, καλλιτέχνες, μάγειρες, γυναίκες της πόλης των Μεγάρων, στήνουμε μια πολεμική κουζίνα της ανάγκης στο Θεόγνις, το κομψό νεοκλασικό κτίριο του τοπικού Συλλόγου. Κάτω από έργα τέχνης, στην κεντρική αίθουσα όπου ακόμη αντηχούν κομψές εκδηλώσεις, το μεγάλο στρογγυλό τραπέζι μεταμορφώνεται σε ζυμωτήριο. Αναπιάνουμε προζύμια, τα χέρια μπλέκονται στα ζυμάρια, ο Παπουτσάκης ιερουργός και διευθυντής ορχήστρας, υπολογίζει τις δόσεις που θα χορτάσουν πολλούς πεινασμένους, κατευθύνει και συντονίζει, η αίθουσα μοσχοβολά ζυμάρι που ωριμάζει. Έξω, ο μεγαρίτικος ξυλόφουρνος που φτιάχτηκε από την αρχή, ψήνει τα καρβέλια. Τον καίμε, τον περνάμε με βρεμένο πανί, μας χαλάει την πρώτη φουρνιά, μαθαίνουμε τα τερτίπια του στη δεύτερη, το ψωμί μοσχοβολά Ζωή, τη Ζωή που θα δώσει μόλις φύγει τρέχοντας για Θεσσαλία.

Λίγες μέρες πριν, φτάνοντας με το καράβι που με έσωσε από το χαμένο Πήλιο στο λιμάνι του Βόλου, μας μοίρασαν μακαρόνια με κιμά και ψωμί. Μέσα από μια αυθόρμητη, συντονισμένη αντίδραση, όσο πεινασμένοι και να ήμασταν, όλοι αγνοήσαμε το φαγητό, αναφωνώντας «έχει ψωμί! φρέσκο ψωμί!». Την ώρα που συναντιέσαι με τον θάνατο, επιστρέφοντας στην πιο απλή αλφαβήτα της επιβίωσης, το ίδιο σου το σώμα επιστρέφει στο Ψωμί. Τη βάση της Τροφής. Της Θρέψης. Της Παρηγοριάς. Αυτή που δεν θα σου δώσει κανένα κρουασάν περιπτέρου, καμιά άψυχη συσκευασία από αυτά που μοιράζουν σε τέτοιες περιπτώσεις. Αυτές τις ώρες, το φαγητό πρέπει να χορταίνει, κυρίως, όμως, να μεταφέρει χάδι, μια αισιόδοξη κουβέντα, την αλληλεγγύη του μοιρασμένου πόνου.Μόνο ο χορτασμένος δεν ξέρει πως το Ψωμί μιλάει, γλυκά, όπως βουλιάζει το χέρι σου στην ψυχή του. Το ψωμί που στέλνουμε το θέλουμε να είναι μήνυμα: δεν το θέλαμε μηχανές και από ζυμωτήριο. Να μεταφέρει τη ζεστασιά των χεριών μας, την ελπίδα, τη συμπαράσταση που ζυμώνεται με τα δυο υλικά της αρχέγονης επιβίωσης: καλό αλεύρι και νερό. Το θέλαμε να έχει τη φλόγα του ξυλόφουρνου, που σαν αναμμένο κάρβουνο θα ξυπνήσει, ίσως, ξανά την ελπίδα, από τον ουρανίσκο ως τον εγκέφαλο: όσο ζούμε, είμαστε καταδικασμένοι να χτίσουμε. όλοι μαζί. Ελάτε κι εσείς μαζί μας.

Αποθέρι Project, Σιδηροδρομικός Σταθμός Μεγάρων, Παρασκευή 15 Σεπτέμβρη, 19.30 μ.μ.