Θεματα

Φαγητό στον καφενέ: 8 νόστιμα καφενεία της Αθήνας

Ο καφενές, νέος ή παλιός, δοξάζεται στο αθηναϊκό καλοκαίρι

Ελένη Ψυχούλη
ΤΕΥΧΟΣ 873
21’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ
UPD

Καφενές: Το σημείο συνάντησης του καλοκαιριού και 8 μαγαζιά για να επιλέξεις

Αν ψάχνεις τη βαθύτερη και την παλιότερη μορφή της ελληνικής κοινωνικότητας, θα την βρεις στο καφενείο. Πλάι σε ένα ποτήρι κρύο νερό, σε ένα τσίπουρο, έναν ελληνικό, έναν φραπέ, μια μπίρα. Να εκφράζεται, να μοιράζεται, να αγορεύει, να φωνασκεί, να σιωπά στα απόμερα τραπεζάκια των μοναχικών. Να παρατηρεί, να συμφωνεί, κυρίως, όμως, να διαφωνεί. Να παίζει πρέφα, Θανάση, ζάρια, ένα κομπολόι. Να ελευθερώνεται, να μερακλώνει, να θυμάται καημούς και χαρές. Να μιλά για την ακρίβεια, τα γκολ της Κυριακής, τους χαραμοφάηδες που κυβερνούν. Να διαμορφώνει γνώμη, να επηρεάζει και να επηρεάζεται. Να λύνει λογαριασμούς, να δένει συμφωνίες και φιλίες. Ο καφενές είναι το θέατρο της ελληνικής ψυχοσύνθεσης. Από κείνο το πρώτο που άνοιξε στο Ναύπλιο σαν στέφθηκε πρωτεύουσα της σύγχρονης χώρας, το καφενείο ενώνει και χωρίζει, κατηγοριοποιεί και αγκαλιάζει πάνω από ενάμιση αιώνα τον (ανδρικό βασικά) πληθυσμό αυτής εδώ της μεσογειακής γωνιάς που αενάως φλερτάρει με την Ανατολή, την οποία αγαπά να μισεί. Καφενεία ανάλογα με το επάγγελμα και την κάθε συντεχνία, τα δικηγορικά, τα ιατρικά, του χτίστη, του υδραυλικού και του συνταξιούχου.

Φωτογραφία: Θανάσης Καρατζάς

Καφενεία ανάλογα με την κοινωνική τάξη – άλλα για τον φτωχό άλλα για τον πλούσιο, άλλα για τον λαϊκό άλλα για τον αστό. Καφενεία λογοτεχνικά. Καφενεία ανάλογα με την πολιτική παράταξη, την ποδοσφαιρική ομάδα, την ηλικία – τα παππουδίστικα και τα φοιτητικά. Ανάλογα με τον τόπο καταγωγής: η Ήπειρος, η Τήνος, η Κρήτη και η Ζίτσα, γωνιές συναλλαγής με τη νοσταλγία, τον καημό της ξενιτιάς, τις συνήθειες του τόπου, τη λαχτάρα για τη συνάντηση με τον συγχωριανό που θα μεταφέρει νέα, εξελίξεις και κουτσομπολιά, προϋπάντημα συμπαράστασης για τον ψαρωμένο νεοφερμένο. Το καφενείο είναι η αρχαία Αγορά και πάντα του άρεσε να βρίσκεται κεντρικά, στην πλατεία του χωριού και της γειτονιάς, στις μεγάλες λεωφόρους, στην αγορά, στο πέρασμα που ευνοεί τις συναντήσεις, την κοινωνική παρατήρηση, τον παλμό της ζωής. Ακολουθώντας την εξέλιξη της πόλης που τρανεύει, από τη δεκαετία του ’70 μπαίνει στα μετόπισθεν της κάθε γειτονιάς, φτιάχνει καρδιές που πάλλονται σε απόκεντρα δρομάκια. Η καφετέρια με τον φρέντο και τον εσπρέσο του καταφέρνει κατακούτελα χτυπήματα, όμως εκείνο επιβιώνει – στριμωγμένο, συρρικνωμένο μα πάντα ζωντανό και φασαριόζικο. Σ’ αυτό θα προστρέξουν δημοσιογράφοι για να σφυγμομετρήσουν τη γνώμη του λαού και πολιτικοί διεκδικώντας ψήφους. Το καφενείο ακούει διαφορετικές μουσικές ή μόνο τα ντεσιμπέλ της πελατείας, άλλοτε φλερτάρει με το ζαχαροπλαστείο, άλλοτε με το σαντουιτσάδικο, άλλοτε με την ταβέρνα ή το σνακ μπαρ, άλλοτε με το ουζερί και άλλοτε μόνο με τον λιτό εαυτό του – καφέ, μπίρα, ουζάκι κι έξω από την πόρτα.

Φωτογραφία: Θανάσης Καρατζάς

Η επιλογή του καφενέ είναι προσωπική υπόθεση. Καφενέδες δεν αλλάζεις σαν τα πουκάμισα, έχεις τον δικό σου, πας σε αυτόν που ξέρει με πόσες φουσκάλες πίνεις τον καφέ σου, εκεί όπου τηρείς το δικό σου προσωπικό τραπέζι-γραφείο-στασίδι-βιτρίνα. Και κάθε καφενείο έχει τον δικό του, αποκλειστικό θίασο, τον εξυπνάκια, τον καλαμπουρτζή, το κορόιδο, τον εραστή, τον ζοχάδα και τον ξερόλα, σε μια παράσταση που ανανεώνεται καθημερινά ανάλογα με τα κέφια και την επικαιρότητα. Ενίοτε τα καφενεία που «το ’χουν» με το μαγείρεμα, ξανοίγονται στο ευρύ κοινό, λειτουργούν δημοκρατικότερα, όλοι οι καλοί, παλιοί και καινούργιοι χωράνε, το γλεντάνε όπως ο καθείς νομίζει. Κάποτε το καφενείο αλλάζει πολλά πρόσωπα σε μια μέρα, χαλαρό και ανενδοίαστο, αφού δεν έχει να δώσει λογαριασμό σε κανέναν: ούτε στις μόδες, ούτε στον καθένα που κυνηγά νεωτερισμούς κρεμασμένος από τις τάσεις. Μπορεί να ξυπνήσει με καφέ, να περάσει στα ουζομεζεδάκια και να ξενυχτίσει με γλέντια τρικούβερτα, όργανα και διονυσιασμούς. Γιατί ο καφενές επιτελεί έργο ιερό και κοινωνικό: εδώ έρχεσαι να αδειάσεις, να ξεφορτώσεις από πάνω σου ό,τι σε βασανίζει, έρχεσαι να νιώσεις ότι «ανήκεις» σε μια ευρύτερη παρέα που βασανίζεται το ίδιο με σένα, άρα δεν είσαι ο μοναδικός αναξιοπαθών αυτής της κοινωνίας, έρχεσαι να χαβαλεδιάσεις, να παλιμπαιδίσεις, να ταυτιστείς, να νιώσεις «όμοιος». Και να φύγεις ανάλαφρος και συντονισμένος. Το μέρος που περισσότερο από όλα διατηρεί τον αυθορμητισμό και μια χαλαρή, αποστασιοποιημένη και διαχρονική ματιά στα πράγματα, αυτό που ξέρει να εκτιμά την αξία του far niente, δεν έχει «πόρτα». Αλλά έχει την πιο σκληρή πόρτα: στημένοι, απαιτητικοί, βιαστικοί, ψηλομύτηδες, γκουρμεδολόγοι και ψιλολόγοι γευσιγνώστες, αποκλείονται ευγενικά για άλλους μαχαλάδες.

O καφενές γίνεται τάση που ταιριάζει όσο τίποτα σε ένα καλοκαίρι

Τα πολύ τελευταία χρόνια, τα φώτα της δημοσιότητας επιστρέφουν με ενθουσιασμό στον παλιό, περιφρονημένο καφενέ, τσιφλίκι και βασίλειο του πολλά βαρύ και όχι και των συνταξιούχων της γειτονιάς, νέο αίμα πέρασε την πόρτα, «στο πιάτο κι ο μεζές, μαρίδα και τυρί». Ο καφετζής προήχθη σε μάγειρα νοστιμότατο και εκ του προχείρου, όλα τα φύλα και οι ηλικίες αδελφωμένες ανακάλυψαν τη χαλαρή φάση, τους αργούς ρυθμούς, το σπιτικό χέρι στο τηγάνι, μια διασκέδαση καθημερινή, με τη σαγιονάρα και χωρίς να βάλεις τα καλά σου, που σε συνδέει με έναν ελληνικό αρχέγονο χρόνο που κοιμόταν στο dna τους. Άκρως ενθουσιασμένοι και με τις τιμές – μέγιστο ζητούμενο και αξίωμα στα χρόνια της ακρίβειας. Άλλοτε ο καφενές επιμένει παραδοσιακός άλλοτε νέα παιδιά αναλαμβάνουν το τιμόνι, βάζουν την πινελιά της εποχής, διατηρώντας, ωστόσο, ατόφια την ψυχή του καφενέ που αποδείχτηκε σκληρό καρύδι και με γερή κράση. Ο καφενές, νέος ή παλιός, ήρθε εδώ για να μείνει.

Το Ραντεβού

Φωτογραφία: Θανάσης Καρατζάς
Φωτογραφία: Θανάσης Καρατζάς

► Η Μερκούρη είναι η πιο ήσυχη και η πιο εναλλακτική από τις πλατείες των Πετραλώνων, μια αίσθηση χωριού, κάτω ακριβώς από τα νεοκλασικά με τις ανθισμένες προσόψεις και το θέατρο της Δώρας Στράτου. Τρίφατσο μαγαζί-πιάτσα-γωνία, το Ραντεβού είναι ακριβώς το όνομά του: το πιο χαλαρό ραντεβού, όπως λέμε «πάμε πλατεία», ραντεβού στο οποίο καθημερινά δίνει το παρόν κόσμος πολύς και φανατικός, φροντίζεις να έρθεις νωρίς ώστε να μη βρεθείς εκτός νυμφώνος αφού εδώ τραπέζι δεν κλείνεις. Το Ραντεβού είναι κυρίως το φως του: σαν ήλιος πάνω σε λευκό φόντο, να σου πάρει τα σύννεφα από την ψυχή με το «καλημέρα». Είναι και το ντεκόρ του: παλιά έπιπλα σε χαρούμενα χρώματα, μεμοραμπίλια από άλλες εποχές της Ελλάδας, αφίσες, διαφημίσεις, οι παλιές κατσαρόλες και τα τσίπουρα να γεμίζουν ως πάνω τα ράφια, ανάκατα στιλ, θύμηση από παλιούς καφενέδες σε νησιά, όλα φρέσκα όμως, με την πατίνα μόνον του τωρινού χρόνου. Την καρδιά θα σου την κερδίσει από την πρώτη στιγμή με τη ρακή που έρχεται παγωμένη σε παγωμένο καραφάκι. Το μενού μυρίζει μεζέ αλλά η εκτέλεση σου προκύπτει σπιτική, μια διαυγέστατη, καθαρή γεύση που δύσκολα συναντάς ακόμη και σε καλές ταβέρνες. Έξυπνος, ξαλμυρισμένος μπακαλιάρος που ψήνεται στα κάρβουνα, λίγη ρίγανη και λεμόνι στο πλάι, ντολμαδάκια μαγικά και αρωματικά με το ρύζι al dente και δυοσμάτη γιαουρτένια σος, τα καλύτερα φελάφελ του κέντρου, ανάλαφρα, αιθέρια, μέσα στην αραβική πιτούλα με φρέσκια, ζωντανή ντομάτα και αγγούρι, ελάχιστη ταχινένια σος, κάθε υλικό να ξεχωρίζει δροσερό στο στόμα. Εξαίσιο και το συκώτι, όπως μόνον οι Άραβες ξέρουν να το μαγειρεύουν, τρυφερό, ζουμερό, με μπόλικη φρέσκια τριμμένη ντομάτα και ρίγανη. Ντάκος πλούσιος, μερακλής και γιορτινός, με μπόλικη τριμμένη γλυκιά ντομάτα, θρούμπες, έξοχη ξινομυζήθρα, ρίγανη, κάπαρη και καυτερή πιπερίτσα, η πιο αφράτη ομελέτα με παστουρμά. Δικό μου αγαπημένο, τα αβγά μάτια που σερβίρονται με λεμονάκι, πατάτα οφτή με γιαουρτένια σος, εξαιρετική φάβα και οπωσδήποτε δεν θα σου διαφύγει οποιοδήποτε λαδερό μαγειρεύει η κάθε μέρα: τα μαυρομάτικα με χόρτα είναι ένα έπος, μελωμένο, ολόγλυκο, γεμάτο αρώματα. Μια προσγειωμένη οικειότητα που σε καλεί να γίνεις φίλος, κομμάτι μιας ίδιας παρέας, σιγοψιθυρίζοντας λόγια από τραγούδια της Αλεξίου και θλιμμένες ρώσικες μελωδίες της πλανόδιας βιολονίστας. Καλλισθένους 85, πλ. Μερκούρη, Α. Πετράλωνα, 2103477961

Στου Βασίλη

Φωτογραφία: Θανάσης Καρατζάς
Φωτογραφία: Θανάσης Καρατζάς

► Συμβολή δρόμων αθηναϊκών, χωρίς τίποτα να χαρεί το βλέμμα και ξάφνου, μπροστά σου μια καταπράσινη πέργκολα, να αγκαλιάζει τον ουρανό του πεζοδρομίου, να χύνεται πλούσια στον δρόμο. Μια στοά από φύση θριαμβεύουσα πλάι στα αυτοκίνητα, όποτε περνάς από κει, λες «Αχ! Να μην είχα δουλειές, να σταθώ για μια μπίρα». Δροσιά στην άσφαλτο, φρεσκοπλυμένο πεζοδρόμιο να ευωδιάζει φθινοπωρινή ψιχάλα, οι ξύλινες καφενειακές καρέκλες βαμμένες μερακλίδικα, λευκές και καναρινιές. Ο Βασίλης είναι ιδιαίτερη περίπτωση, μακριά από το αρχέτυπο του καφετζή που έχεις στο μυαλό σου. Ευθυτενής, λόγιος και καλλιτεχνικός, σ’ αυτόν τον παλιό καφενέ βρήκε στέγη για τις δυο μεγάλες του αγάπες: τα παλιά έπιπλα και τη μουσική μετά τσιπουροποσίας. Σε έναν ευτυχή διχασμό, οσμίζεσαι ακόμη την αύρα του παππουδίστικου καφενέ της γειτονιάς, τον βλέπεις ντυμένο με σπάνια λάφυρα που ο Βασίλης ξετρυπώνει στα σκουπίδια, σπάνιους καναπέδες και ολόγλυπτες μαντεμένιες σόμπες, μπουρζουά απλίκες και σαλονάτες ροτόντες, στο βάθος η στόφα που δεν τελεί χρέη καλλωπισμού αλλά ψήνει λαχταριστά το κρέας της Κυριακής κατά το μεσημέρι της οποίας το μαγαζί φιλοξενεί το εβδομαδιαίο του γλέντι: μπουζούκι, κοντραμπάσο και κιθάρα και τραγούδι και κέφι και χαρά. Παντοκράτωρ, αυτοκράτωρ και one man show ο Βασίλης ως άλλος Τιραμόλα, βρίσκεται παντού: στην κουζίνα, στην εξυπηρέτηση, στο μπίρι-μπίρι. Θαμώνες του πιστοί έρχονται εδώ για την τηγανητή του πατάτα, τη μοναδική, την ανυπέρβλητη που κάνει τρελή παρέα με την ωραία του φέτα. Άλλοι μου είχαν συστήσει τον κεφτέ του. Εγώ χρόνια περνούσα απέξω, λαχταρώντας το μέσα αλλά με εμπόδισε αυτή η αιδώ, μήπως τάχα και ενοχλήσω το άρρεν κοινό και βλακωδώς έχασα πολλή νοστιμιά από τη ζωή της γειτονιάς. Γιατί ο Βασίλης είναι κοσμοπολίτης καφενές και δεν έχει τέτοια. Έχει, όμως, μια καταπληκτική χωριάτικη – πάντα εκτιμούσα τους ανθρώπους που βρίσκουν γλυκιά ντομάτα ακόμα και μέσα στον χειμώνα, μερακλίδικη και με ωραίες ελιές. Ψήνει και ένα ονειρεμένο λουκάνικο γεμιστό με τυρί, σαγανάκι, σου σερβίρει ψαγμένα ελληνικά τυριά και μια αξέχαστη τηγανιά κοτόπουλο. Το μενού της ημέρας αλλάζει ανάλογα με την αγορά, τις εποχές και τα κέφια του Βασίλη. Ευφρονίου 70, Καισαριανή, 2107220077

Το Καστέλλο του Καστελοριζιού καρπαθίτη

Φωτογραφία: Θανάσης Καρατζάς

► Οι Καρπαθίτες είναι μια δική τους ράτσα. Λίγο σαν τους Κρητικούς και σαν τους Μανιάτες, κουβαλούν μέσα τους το νησί με θρησκευτική περηφάνια. Νησί απόμακρο και απόκρημνο, κάποτε έστειλε στην ξενιτιά τα περισσότερα παιδιά του, αυτά που ευλαβικά επιστρέφουν κάθε καλοκαίρι να βοηθήσουν με τον oβολό τής προκοπής τους την πατρίδα να αναστηθεί. Οι περισσότεροι, μαζί και οι γονείς του Γιώργου –που αν και Καρπαθίτης τον λένε Καστελοριζιό στο επώνυμο– ξενιτεύτηκαν στην Αμερική. Η μαμά του έτυχε να πιστέψει τον ήλιο του ΠΑΣΟΚ που θα φώτιζε ένα καλύτερο μέλλον και να η οικογένεια, ξεμπαρκάρει στον Πειραιά, εκεί όπου οι Καρπαθίτες διατηρούν παραδοσιακά τις δικές τους «παροικίες» – Καλλίπολη, Αγ. Μηνάς, Αμφιάλη. Το 1982, η οικογένεια ανοίγει καφενείο στην Ευριπίδου και ο Γιώργος μεγαλώνει στους γύρω δρόμους, με συντοπίτες πιτσιρίκια, ανάμεσα σε άλλα 12 καφενεία της γειτονιάς, τα οποία κάποτε, τη χρυσή εποχή της βιοτεχνίας, ευημερούσαν στου Ψυρρή. Όταν πέρασε στα χέρια τού Γιώργου, το 2002, ο καφενές απέκτησε μια άλλη εξωστρέφεια. Η λύρα, το λαούτο και η τσαμπούνα σε προσγειώνουν κατευθείαν στο νησί, στην τρίτη ρακή έχεις εθιστεί σε μια μουσική που κλείνει μέσα της όλο το Αιγαίο, έχεις γίνει Καρπαθίτης και δεν το ξέρεις.

Φωτογραφία: Θανάσης Καρατζάς

Η μαμά φίλου, φτιάχνει το πιο μικρό, μπιζού κασιώτικο ντολμαδάκι, με γεύση ανεπανάληπτη που δεν θα βρεις πουθενά αλλού, όπως και τη νοστιμιά του καρπαθίτικου παξιμαδιού (κουσουμά) – ζητάω συγγνώμη από την Κρήτη. Το ντόπιο αρμυροτύρι πάνω στη γλυκιά ντομάτα με το κρίταμο και το εξαιρετικό ελαιόλαδο, ωδή στον Θεό των μικρών, πλην μέγιστων, πραγμάτων. Οι πιστοί θαμώνες ορκίζονται στην τηγανητή του πατάτα, χοντροκομμένη και πασπαλισμένη με λίγη ριγανίτσα-έπος. Εγώ ορκίστηκα στις μακαρούνες που πλάθει με τα χεράκια της η μητέρα, στο μόνο μέρος που τις βρήκα αυθεντικά μαγειρεμένες, με το κρεμμύδι τσιγαρισμένο μέχρι να μαυρίσει, βουτυράτες και σερβιρισμένες με τριμμένο αρμυροτύρι. Το τηγάνι τους γενικά δεν παίζεται! Τέχνη που αναδεικνύει το προσφυγάκι ή το όποιο ψαράκι που ενίοτε ψαρεύει ο μπαμπάς στο νησί, μαζί με το νοστιμότατο θράψαλο. Ό,τι και να δοκιμάσεις εδώ, από τη φάβα μέχρι τον κεφτέ και την παστή μένουλα έχει σφραγίδα μιας αδιαπραγμάτευτης πρώτης ύλης που κρατά την ντοπιολαλιά της ατόφια μέσα στο τσιμέντο της Ευριπίδου. Όταν σωθούν οι πραμάτειες από το νησί, βοηθά ο διπλανός «Σύντεκνος», Κρητικός με την ίδια λόξα για το καλύτερο, κι έτσι τα νησιά μπλέκονται μαζί με ένα κοινό από καλλιτέχνες, φοιτητές, διανοούμενους, προαιώνιους θαμώνες και εν γένει εραστές της γνησιότητας. Σάββατο βράδυ θα ’ρθουν από παντού οι Καρπαθίτες για το γλέντι. Έξι ώρες παίρνει στα όργανα να παίξουν τον ρυθμό του κάθε χωριού, να μη μείνει κανείς παραπονεμένος. Μια διονυσιακή σπουδή-σπονδή στην ιδιαίτερη καρπαθιώτικη μαντινάδα, ωδή στον πόνο, την ξενιτιά και τον έρωτα, την αυτοσχέδια έμπνευση πάνω σε 76 κλασικούς σκοπούς. Καστέλλο, Ευριπίδου 88, πλ. Κουμουνδούρου, 2103212789

Ο Ράκιας, το κρυφό μυστικό της Ούλοφ Πάλμε

Φωτογραφία: Θανάσης Καρατζάς
Φωτογραφία: Θανάσης Καρατζάς

► Στη γωνία της Δαμασίππου, η Ούλοφ Πάλμε κατεβαίνει ένα-δυo σκαλάκια και να που αυτόματα, η κεντρική λεωφόρος σιωπά τη βουή της, μεταμορφώνεται σε μικρό, πριβέ πλατειάκι, το απρόσωπο κέντρο γίνεται χωριό και αυτό εμένα μπορεί να με ξεμυαλίσει επικίνδυνα κάθε φορά που περνάω βιαστική από κει, πρωί με λιακάδα, για δουλειές. Γιατί στο πλατειάκι του Ράκια γίνεται η χαρά του συνταξιούχου, αραλίκι και καλαμπούρι, να ζηλεύεις που δεν έφτασε ακόμα η ώρα να μετρήσεις ένσημα. Από το μεσημέρι και μετά, το σκηνικό αλλάζει και παραμένει το ίδιο ξώχαρο μέχρι το βράδυ. Ο Ράκιας και η Βίκυ η γυναίκα του είναι γέννημα-θρέμμα της γειτονιάς, όλοι τους ξέρουν και όλους τους γνωρίζουν. Ο καφενές τους είναι μια απόδειξη ότι η μεγάλη πόλη είναι φτιαγμένη από μικρά χωριά οικειότητας και ζεστασιάς, στέκια που θυμίζουν επαρχία, προσωποκεντρικά και όλα αυτά που σκοτώνουν τη μοναξιά του πλήθους. Ο Ράκιας ψήνει και μαγειρεύει εξαιρετικά, μόνον ο ίδιος στην κουζίνα του, –η Βίκυ σερβίρει–, κι αυτό φέρνει μέχρι εδώ μερακλήδες και καλοφαγάδες από κάθε γωνιά της Αθήνας. Ψαράκι και κρέας, σχάρα και τηγάνι, όλα παίζουν εδώ, το ίδιο στην εντέλεια. Ο τραγανός αλάδωτος γαύρος ένα ποίημα με τα βραστά παραπούλια της άνοιξης, ένα ιδιαίτερο, πεντανόστιμο λουκάνικο από τη Θεσσαλία, βρήκα και γόπα θεριακωμένη, μας την έψησαν ζουμερή και καθωσπρέπει να μη χαθεί η ντελικάτη ομορφιά της, με μια πλούσια, νόστιμη χωριάτικη. Η πατάτα του τραγανή και αλάδωτη, κομμένη στο χέρι, ψωμάκι ψημένο στη σχάρα και μια από τις νοστιμότερες σαρδέλες στο φούρνο. Οι μισοί της παρέας είχαν έρθει με καημό την προβατίνα στα κάρβουνα, για την οποία και φημίζεται ο Ράκιας, όσο και για το καταπληκτικό, τεράστιο μπιφτέκι και το συκώτι του. Εκείνη τη μέρα δεν είχε γίδα βραστή και πατσά, έτσι για να μας αφήσει με την όρεξη της επιστροφής, όμως στο τέλος με έπιασε μια λαχτάρα για μια ομελέτα που την είδα να περνά στρουμπουλή και ολοστρόγγυλη στο δίπλα τραπέζι. Όσο χορτασμένη και να ήμουν, αυτό το έπος με τυρί και λουκάνικο είναι ό,τι ακριβώς φαντάζεσαι από την πιο ρουστίκ πλευρά μιας ελληνικής ομελέτας. Εξαιρετικό κεφτεδάκι, ωραία γραβιέρα και τηγανητό κολοκυθάκι, ο Ράκιας, αν δεν ήταν καφενές, θα μπορούσε να είναι μια από τις καλύτερες ταβέρνες στην Αθήνα. Ταπεινό αλλά μεγαλειώδες φαγητό που κρύβει πίσω του τη διόλου τυχαία πρώτη ύλη αλλά και το χέρι του αφεντικού που περιποιείται αποκλειστικά την πελατεία του. Δαμασίππου 52, Ζωγράφου, 2107771434, 6985802628

Η Μόκα

Φωτογραφία: Θανάσης Καρατζάς

► Τα καφέ της Καλλιδρομίου φιλοξενούν παραδοσιακά και ανέκαθεν την ελληνική διανόηση του κέντρου, για την ακρίβεια λειτουργούν σαν σπίτια, γραφεία και αρένα κάθε διαφωνίας και συμφιλίωσης για κάθε ποιητή, συγγραφέα και μεταφραστή στα Εξάρχεια ή αλλιώς, τον ομφαλό της νεοελληνικής λογοτεχνίας. Μην μπερδευτείς. Τα καφέ τελειώνουν, ακολουθεί μια σιωπή και λίγο πριν «σκάσει» στην Αλεξάνδρας, η Καλλιδρομίου αποκτά μια άλλη μικρή πιάτσα, με εντελώς διαφορετικό προφίλ. Η Μόκα το συνοψίζει επακριβώς για την ακρίβεια το συνωστίζει ασφυκτικά, με τα τραπεζάκια να φιλιούνται κυριολεκτικά με τα διερχόμενα οχήματα. Το βράδυ ιδιαίτερα, θα έρθεις και θα ετοιμαστείς να κάνεις επιτόπου αναστροφή και να αποχαιρετήσεις. Όμως, στη Μόκα συντελείται πάντα ένα θαύμα. Κάπου από το βάθος θα ξετρυπώσεις τα σκαμνιά που θα χρησιμεύσουν και ως τραπεζάκι και πάντα κάπως το ένθερμο κοινό θα στριμωχτεί για να βρεις κι εσύ τη θέση σου στον πολύβουο πλανήτη της. Προφίλ κλασικού καφενέ με τον παλιό πάγκο του, φωτεινές τζαμαρίες, στους τοίχους οι αριστουργηματικές φωτογραφίες του Κώστα Μπαλάφα που έχει υμνήσει όπως κανείς την αγριάδα της Ηπείρου και τη γυναίκα της Πίνδου. Στίγμα με νόημα, όλοι εδώ, από τη διεύθυνση ως το προσωπικό, είναι Ηπειρώτες.

Φωτογραφία: Θανάσης Καρατζάς

Η πρώτη Μόκα άνοιξε τη δεκαετία του ’50 στην Αλεξάνδρας, σερβίροντας το πρωινό καφεδάκι στη γειτονιά και στους αρτίστες των γύρω θεάτρων. Στο νέο της πόστο, εξυπηρέτησε στρατιές οικοδόμων και όσων συνετέλεσαν στο μπουμ της αθηναϊκής ανοικοδόμησης τις επόμενες δεκαετίες. Στα τωρινά της, η Μόκα είναι μια συγκινητική μέθεξη από τον παππού στον εγγονό. Μπορεί να την προτιμά το πιο εναλλακτικό κοινό που έχει το 2 μπροστά από την ηλικία του αλλά πλάι θα βρεις και τον συνταξιούχο και τον γηραιό διανοούμενο και τον σαραντάρη και το ερωτευμένο ζευγαράκι των τριαντάρηδων που μερακλωμένο από τις ρακές φιλιέται αρειμανίως και τις γυναικοπαρέες και σταθερά εμένα και τον Βασίλη Καλλίδη που μου τη σύστησε. Η Μόκα είναι από μόνη της η ιστορία της καφε-κοινωνικότητας, η μετάλλαξή της στον χρόνο και πώς αδελφωμένα αγκαλιάζει κάθε ηλικία και κάθε κοινωνικό προφίλ. Κάπου στο βάθος παίζει ρεμπέτικα αλλά η οχλοβοή δεν θα σε αφήσει να τα ακούσεις. Καφεδάκια πρωινά και απογευματινά, τραπέζια με μπίρες ξεροσφύρι και από το μεσημέρι και μετά μια απρόσμενα νόστιμη κουζίνα, μαγειρεμένη από «χέρι» που καταλαβαίνει από ισορροπίες και αρώματα, σπιτικό φαγητό με βαθειά νοστιμιά, όπως θα το έκανε η μαμά σου, αν υποθέσουμε ότι είναι μαγκιώρα στην κουζίνα. Γίγαντες μελωμένοι στο φούρνο με το κρεμμύδι και το σκόρδο τους και επιτέλους, ζωντανό ολόφρεσκο μαϊντανό που αλλάζει όλο το τοπίο, η πιο στα ίσα της πολίτικη σαλάτα που έχω δοκιμάσει, όλα όσο τόσο, το σέλινο, η υφή των λαχανικών, το ξύδι. Το πιάτο που οφείλει να έχει κάθε καφενές, ολόγλυκια ντομάτα, πράσινη ελιά και τυριά αργής ωρίμανσης, μεστωμένα, να μοσχοβολούν βούτυρο και βουνό. Γαύρος παναρισμένος σε σιμιγδάλι, ολοτράγανος και αλάδωτος, εξαιρετικά τηγανισμένο σπαρταριστό προσφυγάκι, μια υπέροχη πατατοσαλάτα με φρέσκο κρεμμυδάκι, κάπαρη και φρέσκα μυρωδικά. Το συκώτι εδώ ψήνεται στον φούρνο, με λουκουμάκια πατάτες, ζουμερό και τρυφερό και έχουν και πολύ ωραία ρακή – το διαπιστώνεις την επoμένη! Καλλιδρομίου 96, Εξάρχεια, 2108238421

Το Λαμπόρι

Φωτογραφία: Θανάσης Καρατζάς
Φωτογραφία: Θανάσης Καρατζάς

► Καρό ασπρόμαυρο πάτωμα, πολύχρωμες καρέκλες, τα πλεχτά με το βελονάκι σεμεδάκια της γιαγιάς απλωμένα στα μαύρα τραπέζια, κόκκινες παλιές πλαστικές αλατοπιπεριέρες, ένα εμπριμέ φως στο σκοτεινό, αδιάφορο δρομάκι των Πετραλώνων. Δομή παλιού καφενείου, η κουζίνα σε μια ανοιχτή εσοχή, ο παππούς του Γιάννη ήταν καφετζής! Άλλη μια εναλλακτική προσπάθεια κάποιων νέων παιδιών που αποφάσισαν χαμηλόφωνα να «κάνουν το δικό τους», σε μια νέα εκδοχή του παλιού καφενέ. Μουσικές που σου (ξανα)φέρνουν τη χαρά στην ψυχή, έρχεται να βοηθήσει τη διάθεση κι ένα τσίπουρο από τον Τύρναβο, η ρακή από το Ηράκλειο ή την Ιεράπετρα, το τσίπουρο από τα Πράμαντα στα Τζουμέρκα. Ο μεζές θα έρθει σε κινέζικα πιατάκια, στις αγγλικές πορσελάνες της γιαγιάς ή σε ένα απλό, λευκό πιάτο, κάτι από την art de la table θα σε συγκινήσει προσωπικά, θα σου φέρει μια μνήμη από τα πολύ παλιά. Τυροκαυτερή με φέτα και μυζήθρα, μια ολοζώντανη πράσινη σαλάτα με πολλές πρασινάδες από βαλεριάνα μέχρι iceberg, πατζαροσαλάτα με γιαούρτι και καρύδια, ταμπουλέ με ψιλό λεμονάτο κουσκουσάκι, ντομάτα και αγγούρι και μαϊντανό, μπουγιουρντί με βουτυράτη φέτα με πιπεριές και μπούκοβο, μανιτάρια που σοτάρονται με κεφαλοτύρι μαστιχωτό, αληθινές τηγανητές ολόχρυσες πατάτες, ομελέτα με απάκι, μια πολύ ελαφριά τηγανιά με γλυκές πιπεριές και μπουκίτσες από χοιρινό και κοτόπουλο. Το κεμπάπ το παραγγείλαμε διπλό! Σπεσιαλιτέ που τιμούν όλα τα τραπέζια το σπετζοφάι, το χταποδάκι σβησμένο με κονιάκ, η μελιτζάνα με μοσχαράκι και ξινομυζήθρα, τα κλασικά κεφτεδάκια και το χαλούμι με μαρμελάδα ντομάτας ή αλλιώς, ο καφενές που θυμάται τα παλιά αλλά βάζει και μια νέα άποψη για τον μεζέ στην κουζίνα του. Τα τραπεζάκια έξω με τις πρώτες γλυκές νύχτες γεμίζουν, όλα σ' αυτήν την εσοχή θυμίζουν πλατεία του χωριού, οι ρακές τρενάρουν τις εξομολογήσεις, μέχρι το τέλος της νύχτας. Αλκμήνης 23-25, Κ. Πετράλωνα, 2130302493

Σκιά από Πλάτανο (και μουριά)

Φωτογραφία: Θανάσης Καρατζάς
Φωτογραφία: Θανάσης Καρατζάς

► Αυτή η γωνία των Ιλισίων, μια μόλις στροφή από τη Μιχαλακοπούλου, έχει το δικό της μικροκλίμα. Αρκεί να περάσεις τυχαία απέξω για να σε πιάσει μια ραστώνη, ένα «τα παρατάω όλα και το ρίχνω αλύπητα στις ρακές», μια επιτακτική ανάγκη για χασομέρι. Μια τόση δα όαση, πες την και ζούγκλα, ο πλάτανος να αγκαλιάζεται με τη μουριά, η αυλίτσα με τις περικοκλάδες και τις ζαρντινιέρες της γίνεται φωλιά για τα ελεύθερα πουλιά, που ξέρουν ότι τον χρόνο της χαράς πρέπει να τον κλέψεις, να τον κεράσεις ουζάκια, μπίρες και μεζεδάκια για να ανοίξει τις πόρτες μέσα σου το καλοκαίρι. Αυτή, εξάλλου είναι και η ομορφιά της Αθήνας. Κρυφές γωνιές που δεν το βροντοφωνάζουν, κλεφτές στιγμές αγαλλίασης εκεί που δεν το περιμένεις, λίγες ώρες διακοπών μέσα σε μια εργάσιμη. Αρκεί να βρεις τραπέζι, να χωθείς και να χαθείς μέσα στις φυλλωσιές. Αυτό το «καφέ-ουζερί» πέρασε πολλά μέχρι να δει την πολυπόθητη μέρα της επιτυχίας. Ήταν χασάπικο, μετά καφενές, μετά μπήκαν και τα φρουτάκια, το έκλεισε η Αστυνομία ώσπου να το πάρει ο Δημήτρης από τη Μανωλάδα με τη γυναίκα του. Να βάλει τις μπίρες, το καλό τσίπουρο και τον μεζέ. Που αγαπά ιδιαίτερα το τηγάνι, το οποίο δεν είναι εύκολη υπόθεση. Εδώ τηγανίζουν ωραιότατα το μικρό φρέσκο ψαράκι της αγοράς –αθερίνες, γαυράκια, μαρίδα, μπακαλιαράκια–, αλλά και τον κεφτέ που φτάνει με τη φρέσκια ντοματούλα και την τηγανητή πατάτα, τον κολοκυθοκεφτέ και τη συκωταριά. Φτιάχνουν και ωραία ψαράκια στον φούρνο, αχνιστό σχεδόν γαύρο και σαρδέλα με τη ντοματούλα και τη ρίγανη. Εδώ ο μεζές αγκαλιάζει στεριά και θάλασσα, νόστιμα και ταπεινά. Με ένα λουκάνικο, μια τηγανιά, σαγανάκι, μπεκρή μεζέ και γίγαντες. Χωριάτικη για βούτες και χορταράκια στην εποχή τους. Επίγειες απολαύσεις καθημερινής χρήσης, διασκέδαση με το μακό και τη σαγιονάρα, χαλαρά και ανθρώπινα, σαν να είσαι στην πλατεία του χωριού. Φάση που φαίνεται να εκτιμούν οι ξένοι των τριγύρω ξενοδοχείων, φοιτητές και κόσμος ωραίος που έρχεται από όλη την Αθήνα. Πλάτανος, Σεβαστείας 6, Ιλίσια, 2107486386

Οι Μουριές

Φωτογραφία: Θανάσης Καρατζάς

► Στον παλιό Μπίθουλα, τη γειτονιά των ταπεινών, που όμως μεγάλωσε πολλές δόξες του ελληνικού κινηματογράφου και του τραγουδιού, πάντα μπερδεύομαι με τα όρια και τα ονόματα: Κολωνός ή Ακαδημία Πλάτωνος; Πίσω από το όνομα, αλήθεια αδιάσειστη παραμένει η ομορφιά μιας συνοικίας που έχει πολλές ιστορίες από το παρελθόν να διηγηθεί. Αδιόρατα θλιμμένη, νοσταλγική, ταπεινά χορταριασμένα νεοκλασικά, μουσουλμανικές οικογένειες πίνουν τον καφέ τους σε πλαστικά, λουλουδιασμένα τραπεζομάντιλα στο πεζοδρόμιο, χαμόσπιτα, η αστική αρχιτεκτονική του ’30 και του ’50, ανάμεσά τους μεγαθήριες πολυκατοικίες, συνεργεία, καφενέδες, πέτρινες αποθήκες, ανθισμένες αυλές, ντάτσουν και ντεκαποτάμπλ, ο Αρχάγγελος στη γωνία, τα κεντρικά κτίρια του ΕΛΤΑ, η Κωνσταντινουπόλεως. Τα τραπεζάκια στις Μουριές, σε όλα τα χρώματα της χαράς, χρωματίζουν το τοπίο που μυρίζει ακόμα παλιά Αθήνα, παρόλο που το προφίλ αλλάζουν νέες αφίξεις και επελάσεις νέων σταρ πάντων των θεαμάτων, νέα παιδιά και εραστές του εναλλακτικισμού. Οι Μουριές είναι ένα ευτυχές αρχιτεκτονικό δείγμα του πώς ήταν το κλασικό καφενείο: ψηλοτάβανο, τετραγωνισμένο, σάλα με μωσαϊκά περικυκλωμένη από τζαμαρίες, στο βάθος ανοιχτό το μικρό κουζινάκι, απέξω οι δυο μουριές με τη σκιά τους. Ο Σπύρος Τσάμος, μπαμπάς της οικογένειας, άνοιξε αυτόν εδώ τον καφενέ όταν ήρθε από την Κόνιτσα αναζητώντας μια νέα, πρωτευουσιάνικη τύχη. Μετά τον θάνατό του, η μαμά Στέλλα, η Αυγερινή και ο Γιώργος, τα παιδιά του, συνέχισαν απλά την οικογενειακή ιστορία, βάζοντας λίγο παραπάνω την κυρία Στέλλα στην κουζίνα. Από την πρώτη φορά θα καταλάβεις ότι αυτό δεν είναι ένα μαγαζί αλλά ο προσωπικός χώρος της οικογένειας, στα τραπεζάκια του καθαρίζονται τα λαχανικά, εδώ έρχονται οι επισκέψεις, άμεσα γίνεσαι και συ κομμάτι της οικειότητάς του και μάλλον αυτό θέλουν κι αυτοί. Η κυρία Στέλλα, στρατηγός της κουζίνας και διευθυντής ορχήστρας, επιβλέπει τα πάντα και είναι αδιαπραγμάτευτη με την πρώτη ύλη της. Εδώ, θα ερχόσουν ακόμα και μόνο για το ελαιόλαδο στις σαλάτες τους, α! και τις ολόχρυσες τηγανητές πατάτες. Όμως, όλα τα μαγειρεύει πεντανόστιμα μέσα σ' αυτό το μια σταλιά κουζινάκι. Τραγανό τηγανητό ψαράκι ημέρας, μια ζωντανή σαλάτα με μαυρομάτικα, με την πιπεριά Φλωρίνης και τα μυρωδικά της, υπέροχη και αυτή με τα ρεβίθια, τα λαχανικά και τη μουστάρδα. Συκώτι στη σχάρα, αρωματικό, μικρό κεφτεδάκι, μαραθόπιτα σπιτική με ωραία, λεπτή ζύμη, τηγανητό καλαμαράκι, ο πιο βελούδινος μαρινάτος γαύρος που έχω δοκιμάσει τελευταία, συκώτι στη σχάρα και φρέσκος κολιός τηγανητός που ανοίγεται στη μέση και περιλούζεται με άφθονο μουσταρδάτο λαδολέμονο. Όλα όσα χρειάζεται το καλοκαίρι, να μην ξεχάσουμε τη ρακή και τα λάιβ που συχνά οργανώνονται εδώ. Κερατσινίου 15, Ακαδημία Πλάτωνος, 2105226805