Θεματα

Μαγειρεύοντας για άλλους

Ποιος να το έλεγε ότι μια μέτρια μαγείρισσα σαν εμένα, μαγειρεύει τόσο πολύ, και μάλιστα για άλλους…

Μανίνα Ζουμπουλάκη
2’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Sites, περιοδικά, εκπομπές, το TikTok αλλά και συνταγές από τις κολλητές βοηθούν και την πιο άσχετη να μαγειρέψει όσα ποτέ της δεν θα μπορούσε να φανταστεί

Ψάχνοντας στην κουζίνα μέσα στο ντουλάπι με την επιγραφή «σαβούρα», ανακάλυψα στο βάθος δύο μακρόστενα ταπεράκια με αχνά γράμματα στα καπάκια τους. Τα γράμματα ήτανε ό,τι απέμεινε, μετά από χιλιάδες πλυσίματα, από τα ονόματα των μικρότερων παιδιών μου, γραμμένα με μαύρο μαρκαδόρο, για να ξέρουμε τίνος είναι το κάθε ταπεράκι. Στο νηπιαγωγείο, τους έβαζα μέρα μπαίνει, μέρα βγαίνει, φαγητό για το διάλειμμα – φρούτο ή σάντουιτς για δεκατιανό και κανονικό φαγητό για το μεσημέρι. Στον ένα χρόνο του ωραίου, δημόσιου νηπιαγωγείου μας, μαγείρεψα ένα σκασμό φαγητά και μάλιστα πράγματα χωρίς πολλά ζουμιά, ιδανικά για να μεταφέρονται κλεισμένα σε τάπερ – μία φορά μόνο ξέχασα να τους βάλω στα σακίδιά τους τα καταραμένα τάπερ, και αναγκάστηκαν να μοιραστούν «ξένα φαγητά» όπως μου είπανε προσβεβλημένα στο σχόλασμα, από τάπερ ευγενικών συμμαθητών τους.

Δοκίμαζα συνταγές: το ταμπουλέ είχε μεγάλη επιτυχία ως σχολικό «γεύμα» γιατί ήταν ελαφρύ, δεν λέρωνε τα χέρια και τρωγότανε εύκολα. Τα μπιφτέκια είχαν ακόμα μεγαλύτερη επιτυχία όπως και οι πατατούλες με δενδρολίβανο, τα τσίκεν νάγκετς και το κοκκινιστό με ρύζι. Εκτός από τα τσίκεν νάγκετς, οι συνταγές προέρχονταν από φίλες/ου που μαγειρεύουν πολύ πολύ καλύτερα από εμένα, τύφλα να έχει μπροστά τους ο Σαλτ Μπάε που είναι και ψωνισμένος. Δεν προέρχομαι από οικογένεια σπουδαίων μαγείρων, καμία παράδοση δεν είχαμε στην κουζινική, παρόλο που ο μπαμπάς μας είχε εξπερτίζ στα ψάρια και τα δύο αδέρφια μου μαγειρεύουν συγκλονιστικά… Έμαθα να μαγειρεύω αργά, μεγάλη, λόγω των παιδιών μου, τσιμπώντας συνταγές από δω κι από κει, όχι μόνον από κολλητές/ούς και πρώην αλλά από σαιτ, περιοδικά, εκπομπές, ακόμα κι από το τικ-τοκ. Είναι σίγουρο ή/και ξεκάθαρο ότι κανένας Χρυσός ούτε καν Τσίγκινος Σκούφος δεν με περιμένει δυστυχώς, πάει, το έχασα αυτό το τραίνο. Ίσα που γίνεται η δουλειά μας.

Κι όμως παρά τις μπέισικ ικανότητές μου στην μαγειρική… ορίστε που προμηθεύω με φαγητό τουλάχιστον δύο άτομα, μερικές φορές τρία, και συνηθέστερα, πέντε: το μεγάλο παιδί μου δουλεύει καλοκαιριάτικα στην Αθήνα, κι όποτε περνάει από το σπίτι, παίρνει μαζί του φαγητό μαμάς σε συσκευασίες μιάς χρήσης (το να κυνηγάω τάπερ θα με έκανε να αισθάνομαι κατεστραμμένη, σόρι). Μέρα παρά μέρα πηγαίνω κάτι φαγώσιμο στη μαμά μας, η οποία είναι «petit bouche» όπως λέμε στην Καβάλα, δεν τρώει πολύ, άρα την υπολογίζω κάτω από μισή μερίδα: δύο κεφτεδάκια, μία ψητή μελιτζάνα με μοτζαρέλα, τα τρώει δυο μέρες. Η αλήθεια είναι ότι η καημένη η μαμά τρώει φαγητά από τα χεράκια μου μόνον όταν λείπει η ταλαντούχα αδερφή μας – πάντως τα τρώει, έστω κάνοντας παραχωρήσεις.

Μέσα στο χρόνο, μέρα μπαίνει-μέρα βγαίνει, με απασχολεί όχι το τι θα φάω, που σκασίλα μου, παρά το τι θα μαγειρέψω για τα παιδιά, ή για όποιον περάσει από το σπίτι. Για ένα διάστημα ο μικρότερος γιος μου έκανε διατροφή, και έψηνε λαστιχωτό στήθος κοτόπουλο ή μπιφτέκια-κουρσούμια, με σκέτο κιμά – αλλιώς, «κιμέκια». Διάφορα πράγματα όπως λάδι, βούτυρο, ψωμί, τυρί, κρέμα, μαγιονέζα, κέτσαπ, γλυκά, κέηκ, πάστες, μπισκότα κλπ, μαζί με τα φασόλια γίγαντες που δεν παχαίνουν αλλά τα μισεί για άγνωστους λόγους, είχανε εξοριστεί από την κουζίνα ή τα τσακίζαμε κρυφά. Έφτιαχνα δύο χωριάτικες, μία με φέτα χωρίς λάδι για τον γιο και μία με λάδι χωρίς φέτα, ή μερικές φορές με φέτα, για την κόρη. Η οποία δεν έκανε διατροφή, απλώς στην αρχή της εφηβείας έχει ιδιοτροπίες όπως όλος ο κόσμος στην ηλικία της, μερικοί μάλιστα τις παντρεύονται και για πάντα.

Τα παιδιά περνάνε φάσεις, αυτό που τους αρέσει τον Μάιο το σιχαίνονται τον Αύγουστο, δεν υπάρχει σιγουριά ότι το παστίτσιο θα φαγωθεί με την ίδια όρεξη σήμερα και μετά από δεκαπέντε μέρες, ούτε ότι τα γιουβαρλάκια θα έχουν το σουξέ που είχανε την περασμένη βδομάδα. Επίσης, ενώ ψωνίζω και μαγειρεύω για το σπίτι… όλο ξεχνάω τι τρώει ποιος και ποιο φαγητό έχει κόψει κάποιος, όποιος να΄ναι. Ακόμα και τα στανταράκια, πχ μακαρόνια με κιμά, μπορεί να απορριφθούν ως «πολύ λαδερά» ή «πολύ ντοματένια» από τους δύσκολους πελάτες. Που μόνον όταν έχουνε μείνει ξενηστικωμένοι ώρες, μόνον όταν πεινάνε πολύ, μόνο τότε, δείχνουν μια προθυμία να σκίσουν τα πάντα. Ακόμα και τις μπάμιες φούρνου.

Τέλος πάντων ήθελα να καταλήξω ότι μερικές φορές οι ρόλοι που αναλαμβάνουμε στη ζωή είναι οι πιο απρόσμενοι, αυτοί που νομίζαμε ότι δεν μας ταιριάζουν επειδή είμαστε άλλα άτομα, πιο ζεμανφού, πιο φλου αρτιστίκ. Και δεν είμαστε τελικά, ή είμαστε, αλλά αντέχουμε πολλαπλούς ρόλους, το σηκώνει η γούνα μας, τα βολεύουμε όλα. Ακόμα και την οργάνωση που προϋποθέτει το μαγείρεμα.

Με αυτή την μεγάλη σοφία, πάω να μαγειρέψω κάτι ξεχασμένες μελιτζάνες γιατί κανείς δεν ξέρει ποιος θα πεινάσει, μπορεί μέχρι και εγώ η μέτρια πλην όμως διαθέσιμη χαλιο-σεφ…