Θεματα

Το φαγητό και το μακάβριο

Η κοινωνία της γεύσης από τον Κώστα Τσίγκα

Κώστας Τσίγκας
3’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Σε μια εποχή που όλοι μας καθηλωμένοι από την άμεση ευχαρίστηση που μας δίνει το φαγητό, έχουμε αρχίσει να το συγκρίνουμε με το σεξ, την τέχνη, τον κινηματογράφο και τη λογοτεχνία, ή αποφασίσαμε να γράψουμε την αυτοβιογραφία μας μέσα από τις μνήμες του φαγητού, νομίζω ότι θα ήταν σκόπιμο να δούμε την έντονα μακάβρια πλευρά του φαγητού.

Καλοκαιριάτικα ίσως να ακούγεται τουλάχιστον περίεργο, – φαντάζομαι κάποιον ν’ αγναντεύει τη θάλασσα στην ακρογιαλιά με μια μπίρα στο χέρι και να στοχάζεται τη σχέση του φαγητού με το θάνατο-, να ασχολείται κάποιος με το θέμα, αλλά κάθε στιγμή θα έχει τους λόγους της να σε αποτρέπει από κάτι τέτοιο.

Η αλήθεια είναι πως το φαγητό κι ο θάνατος είναι άμεσα δεμένα. Όχι μόνο σε μια απλή αμφίδρομη σχέση -όποιος δε τρώει πεθαίνει, ή όποιος τρώει πάλι πεθαίνει κι ίσως από το φαγητό-, αλλά και σε μια σχέση ιστορική, πολιτική και σημειολογική. Πέρα από τα πανηγύρια και τις γιορτές σε όλο τον κόσμο, που «γιορτάζουν» διαπραγματευόμενα αυτή τη σχέση, πέρα από τις φιλοσοφικές εξερευνήσεις των «κειμενικών» (δηλαδή την ανθρωποφαγία μέσα από την κατανάλωση του άλλου), υπάρχει και μια καθημερινότητα που τα συνδέει.

n

Αν επισκεφτεί κανείς μια κρεαταγορά το μακάβριο στο φαγητό γίνεται κεντρικό στοιχείο, ενώ το ίδιο συναίσθημα θα νοιώσουμε αν επισκεφτούμε μια μονάδα τυποποίησης και επεξεργασίας τροφίμων. Και δεν μιλάμε για το μακάβριο και το θάνατο με συμβολική έννοια, αλλά για μια κατάσταση από την οποία δεν μπορείς να ξεφύγεις.

Το φαγητό είτε το θέλουμε είτε όχι, δεν μπορεί να διαχωριστεί από την έννοια του θανάτου και των πολιτισμικών παραγώγων του. Η ιστορία είναι ο μεγαλύτερος μάρτυρας αυτής της σχέσης. Όταν για παράδειγμα, συζητάμε την παραγωγή κακάο σε όλες τις χώρες της Αφρικής, της Ασίας ή της Λατινικής Αμερικής, την παραγωγή της ζάχαρης και την σκλαβιά που αυτή προκάλεσε, ή την παραγωγή αλατιού στη Χιλή στις αρχές του προηγούμενου αιώνα και τις σφαγές που προκλήθηκαν από τις απεργιακές κινητοποιήσεις των εργαζόμενων στα αλατωρυχεία. Επίσης η περισσότερο κραυγαλέα σχέση των δύο φαίνεται όταν κανείς σκεφτεί την καταστροφή, -το θάνατο δηλαδή-, του περιβάλλοντος μέσα από την παραγωγή του φαγητού/ πρώτων υλών.

Το φαγητό μας με άλλα λόγια προϋποθέτει τον θάνατο από κάτι -ζωικό, φυτικό, ή τον ίδιο τον καταναλωτή- για να γίνει φαγητό. Η πραγμάτωσή του γίνεται μόνο μέσα από το αντίθετο του: Φαγητό =Ζωή= Θάνατος.

Αυτό φαίνεται έντονα και στη λαϊκή λατρεία με την κουλτούρα των τελευταίων γευμάτων. Όλοι μας σαγηνευόμαστε από το τελευταίο γεύμα κάποιου και τους λόγους που το επέλεξε. Έχει χυθεί μεγάλη ποσότητα μελάνης για να περιγραφεί το τελευταίο γεύμα του Μιτεράν ή το τελευταίο γεύμα κάποιου μελλοθάνατου στις Αμερικανικές φυλακές.

n

Μερικοί άνθρωποι όπως ο Μιτεράν προφανώς θεωρούν/ σαν το τελευταίο γεύμα σαν την απόλυτη δήλωση και εκδήλωση της προσωπικότητάς τους. Το γιατί κάποιος μελλοθάνατος θα πρέπει να πάει χορτάτος είναι κάτι που ξεφεύγει από τις δικές μου αναλυτικές ικανότητες, πόσο μάλλον όταν αυτό το τελευταίο γεύμα κυριολεκτικά είναι γεμάτο συμβολισμούς. Επίσης ποτέ μου δεν κατάλαβα γιατί αντί για τελευταίο γεύμα δεν έχουμε και άλλες κατηγορίες, ίσως πιο ενδιαφέρουσες, όπως το τελευταίο σεξ, το τελευταίο τσιγάρο κλπ.

Στις 31 Δεκεμβρίου του 1995, ο Μιτεράν -ετοιμοθάνατος τότε- , αποφάσισε να οργανώσει από το νεκροκρέβατο ένα dinner party (ναι αλήθεια λέω και μπορεί αυτό να ελεγχθεί), όπου μαζί με τους φίλους του κατανάλωσαν μεγάλη ποσότητα από ωμά στρείδια, φουά γκρα, ψητό καπόνι με σάλτσα από Chateau D' Yquiem και για κλείσιμο, τόσο του γεύματος όσο και της ζωής του, έφαγε ένα μικρό ορτολάνο, -αν το γράφω σωστά, ortolan στα Γαλλικά,- ένα πολύ μικρό πουλάκι, του οποίου το κυνήγι είναι αυστηρά απαγορευμένο, αλλά θεωρείται η καλύτερη γεύση που μπορεί να βάλει κάποιος στο στόμα του.

Μάλιστα η ιστορία γίνεται απόλυτα μακάβρια όταν διαβάσει κανείς τη «σωστή» παρασκευή και κατανάλωση του μικρού πουλιού. Μόλις πιαστεί το πουλάκι ζωντανό φυλακίζεται για μήνες σε σκοτεινό χώρο και τρέφεται συνεχώς μέχρι να τετραπλασιαστεί σε μέγεθος. Τότε ο μάγειρας το πνίγει σε μια λεκάνη γεμάτη Armagnac. Στη συνέχεια μπαίνει χωρίς καμία προσθήκη σε καυτό φούρνο για 6 λεπτά και έπειτα καλύπτεται το κεφάλι του με ένα παραδοσιακό κέντημα. Ο «καταναλωτής» (στην συγκεκριμένη περίπτωση ο Μιτεράν), βάζει όλο το πουλάκι στο στόμα του αφήνοντας μόνο το σκεπασμένο κεφάλι εκτός. Στη συνέχεια σιγά-σιγά καταβροχθίζει το κρέας και τα λίπη του πουλιού και η διαδικασία αυτή δεν πρέπει να κρατήσει περισσότερο από 15 λεπτά, γιατί το λίπος αρχίζει να μην έχει την ίδια γεύση.

n

Μια άλλη πρακτική που έχει κατακτήσει την λαϊκή φαντασίωση, είναι τα τελευταία γεύματα των μελλοθάνατων στις αμερικανικές φυλακές. Είναι τόσο μεγάλη η επιρροή αυτής της λογικής (αποφασίσαμε να σου πάρουμε τη ζωή, αλλά θα σου δώσουμε κι ένα καλό τελευταίο γεύμα), που δεκάδες ιστοσελίδες ασχολούνται με το θέμα, δεκάδες σημαντικοί καλλιτέχνες και φωτογράφοι το έχουν κάνει αντικείμενο και αφορμή των έργων τους, ενώ το περιοδικό TIME πλήρωσε γνωστό φωτογράφο να αναπαράγει και να αποθανατίσει τα τελευταία γεύματα γνωστών καταδίκων.

Η Αμερική είναι πιθανά η μοναδική δυτική χώρα που ακόμη σκοτώνει κατάδικους. Μάλιστα κάποτε αυτή τη διαδικασία την είχε ιδιωτικοποιημένη και αργότερα την κρατικοποίησε μέσα από την δημόσια κατακραυγή. Μέσα από την πρακτική του τελευταίου γεύματος μπορεί κανείς να δει την προσπάθεια του κρατικού μηχανισμού να απενοχοποιήσει την πρακτική του και ταυτόχρονα να «εξανθρωπίσει» τον καταδικασμένο, μαζί με τις τελευταίες λέξεις και την μετάνοια.

Η σύνδεση του φαγητού με το θάνατο, είναι από μόνη της προβληματική και προβοκατόρικη, ειδικά σε μια εποχή όπου το φαγητό βρίσκεται σε μια τρα-λα- λα σχέση με την κοινωνία. Είναι πια σχεδόν αδύνατο να ταυτοποιηθεί η έννοια του φαγητού με κάτι συγκεκριμένο, είτε σαν διαδικασία είτε σαν κατανάλωση. Όμως αυτή η συμβολική του σχέση με το θάνατο ίσως είναι καθοριστική για τις συζητήσεις μας στο μέλλον.