Αυτοκινηση

Μάκης Σαλιάρης. Μια ζωή με αυτοκίνητα και rock and roll

Ένας από τους πιο αγαπητούς Αθηναίους έφυγε σαν σήμερα από τη ζωή πριν τρία χρόνια

Γιάννης Νένες
4’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Έκανε κλάμπινγκ με τον Κώστα Βουτσά και την Τζένη Καρέζη, τον Ντέμη Ρούσσο και τα Παιδιά της Αφροδίτης. Σύχναζαν στην «Κουίντα» της Φωκίωνος Νέγρη και σε nightclubs που είχαν ονόματα όπως «Μαύρος Γάτος» και «Βραζιλιάνα». Αργά, μετά τα κλαμπ, κατέβαιναν παραλία με τα ανοιχτά αυτοκίνητα, όλοι μαζί. Ήταν η εποχή των μικρών κλαμπ με καλοντυμένο κοινό, καλή μουσική και στρέιτ ποτά. Με το συγκρότημά του, τους Stormies και αργότερα τους We Five (με τους οποίους μέχρι και ο Eric Clapton, όχι διάσημος ακόμα τότε, τζαμάρισε όταν βρέθηκε στην Αθήνα), έπαιζαν ροκ εν ρολ και ωραία, αλήτικα jazz swing. Εκείνος στα ντραμς και στα κρουστά. Καθώς ήταν καθιστός στα live τους μπροστά στα τύμπανα, φαίνονταν οι κάλτσες του -κατακόκκινες. Όλοι μιλούσαν για αυτές. Ήταν ο πρώτος Αθηναίος που φόρεσε κόκκινες κάλτσες, τολμηρό accessorizing για την εποχή. Και μαύρα γυαλιά.

Ο Μάκης Σαλιάρης γεννήθηκε το 1944 και μεγάλωσε μαζί με μια Αθήνα που προσπαθούσε να σταθεί ξανά στα πόδια της, να επουλώσει τα τραύματά της και να δει στο μέλλον. Υπήρξε νέος στην ωραιότερη εποχή – στα ‘60ς. Εκείνη η δεκαετία, όταν ασχολήθηκε με τη μουσική, «ήταν η ωραιότερη εποχή της ζωής του», έλεγε. Ήταν τα χρόνια όταν, δίπλα στην ευαισθησία των λογίων φούντωνε και η νέα γενιά, η πρώτη μετά τον πόλεμο. Γεννιόταν ένα νέο, ρυθμικό, σχεδόν κυνικό και ανέμελο χιούμορ. Μια νέα γλώσσα, διεθνής και πιο γρήγορη.

Ίσως έτσι ο Μάκης Σαλιάρης αγάπησε την ταχύτητα και τα αυτοκίνητα. Αυτά χάραξαν τη ζωή του, ακόμα και το πρόσωπό του μετά από τις αρκετές φορές που κινδύνευσε σοβαρά να χάσει τη ζωή του μέσα σε αυτά. Την τελευταία φορά, το 1990, όταν το αυτοκίνητο έπαθε βλάβη, ξέφυγε από την πορεία του και χώθηκε κάτω από την μπαριέρα. «Ακόμα έχω τα σίδερα στο μέσα κεφάλι μου» έλεγε. Ο Μάκης Σαλιάρης έτρεχε με συναγωνιστές ιστορικές φιγούρες οδηγών με ονόματα που ακούγονται μυθικά σήμερα: «Νino», «Giovanni», «Σιρόκος», «Ιαβέρης», «Μέλας». Ήταν γρήγορος, το αυτοκίνητό του ακριβό, οι νίκες του πολλές, ο χορηγός βρέθηκε: η Marlboro έγραψε συμβόλαιο μαζί του μέχρι το 1997.

image

«Ποια είναι η αγαπημένη σας οδηγική διαδρομή;» τον ρωτούσαν. Και απαντούσε: «Τρίπολη - Καλάβρυτα - με στάση για πέστροφα σ’ ένα μαγευτικό τοπίο στην πίσω πλευρά του Χελμού». Αγωνιστικά, προτιμούσε τη Ριτσώνα και την Πιτίτσα.

image

Και τότε ήρθαν τα ‘80ς. Ο Μάκης Σαλιάρης είχε αντιπροσωπεία αυτοκινήτων στη Λεωφόρο Κηφισίας, λίγο πριν τη στροφή της Αγίας Βαρβάρας προς Χαλάνδρι. Το 1981 οι εισφορές των αυτοκινήτων ανέβαιναν, οι πωλήσεις έπεφταν και εκείνος αποφάσισε να κάνει την τολμηρή κίνηση που άλλαξε το χάρτη της νυχτερινής Αθήνας: μετέτρεψε το ξύλινο, φουτουριστικό κτίριο της αντιπροσωπείας, ευτυχώς όχι σε εστιατόριο όπως αρχικά του είχαν προτείνει συνεργάτες του, αλλά σε κλαμπ. Και το ονόμασε «Αυτοκίνηση». Κάτι διαφορετικό. Από το όνομα και τη μουσική, μέχρι το design και τη φιλοσοφία. Ήθελε ένα μαγαζί μεγάλο με διαστημικά φώτα και μοντέρνo, new wave rock, έναν τεράστιο χώρο με μπαλκόνια γύρω, τον κόσμο όρθιο να περιφέρεται, τα τραπεζάκια με φώτα νέον λιγοστά και μοιρασμένα στους εξώστες. Τα πλήθη άρχισαν να συρρέουν και πρώτη φορά τα «Βόρεια Προάστια» απέκτησαν το δικό τους σημείο αναφοράς. Και face control. Η «πόρτα» έγινε ένας ρυθμιστής του στάτους έστω και για μία νύχτα.(Αργότερα, στα ‘90ς, το κοντρόλ των χιλιάδων μιμητών της πόρτας είχε κουράσει τόσο πολύ που όσο οι πορτιέρηδες, κοσμικά εξωτικά πτηνά, αναζητούσαν πλέον «χαρούμενες φατσούλες», τόσο περισσότερο άγχος προκαλούσαν στις τσιτωμένες φατσούλες όσων συνωστίζονταν στην ουρά της εισόδου).

image

Ο Μάκης Σαλιάρης συνέχισε τις «πρωτιές» στην αθηναϊκή νύχτα. Σε μία συνέντευξή του στο ΒήμαΜen πριν μερικά χρόνια, εξομολογήθηκε:

«Το χειμώνα του 1987 είχε βγάλει ο Πανταζής το αλησμόνητο “Tαραχή” και είχαμε αρχίσει για πλάκα να βάζουμε μόνο τη λέξη “ταραχή” ανάμεσα στα ροκ τραγούδια που παίζαμε. Αυτό είχε μεγάλη ανταπόκριση, οπότε φώναξα τον Λευτέρη και κάναμε ένα πάρτι “ελληνική βραδιά”. Στρώσαμε το κλαμπ με τραπέζια, τραπεζομάντιλα, φέραμε λουλουδούδες. Τότε είχαμε άλλη φιλοσοφία. Αν έκανες κάτι, το έκανες με μεράκι, όχι άρπα κόλλα. Γι’ αυτό και είχε τεράστια απήχηση. Ήμασταν μάλιστα έτοιμοι να καθιερώσουμε τις ελληνικές βραδιές στο Club 22 που θα άνοιγε τον επόμενο χειμώνα. Τότε ατυχήσαμε. Έπιασαν τον ηλεκτρολόγο μας με 17 κιλά χασίς και μας έκλεισαν. Τη χειμερινή σεζόν τη χάσαμε, τo concept όμως για το πρόγραμμα το υιοθέτησε το Mercedes και έτσι πέρασε ένας χειμώνας που το Club 22 δεν υπήρχε και όλη η Αθήνα κατέβαινε στη Γλυφάδα. Έτσι ξεκίνησε ο Βασίλης (σ.σ.: Τσιλιχρήστος), από καραμπόλα»

image

Την εποχή που οι αντοχές αυξάνονταν και όλοι ζητούσαν «κάτι για μετά», ο Μάκης Σαλιάρης άνοιξε τα ιστορικά του After. Τα στέκια που διαφημίζονταν «μυστικά» από στόμα σε στόμα και μάζευαν όλα τα πλάσματα της νύχτας που ήθελαν να ζήσουν κι άλλο και να καούν βγαίνοντας μετά, στις 8 το πρωί, στο φως της μέρας αναζητώντας κλειδιά, ταξί, μπουφάν και γυαλιά. Κι εκεί, ο καλός μας Μάκης είχε φανεί προνοητικός: στα after του είχε μπουφέ με πρωινά σνακς για να μην του λιποθυμούν οι κλάμπερς, ενώ στην έξοδο ο πορτιέρης προσέφερε σε όλους τους θαμώνες που έφευγαν από ένα ζευγάρι (φθηνά) μαύρα γυαλιά τύπου Wayfarer.

Όταν πια όλα είχαν γίνει μια τεράστια θάλασσα όπου οι πάντες έπαιζαν τα πάντα, οι μουσικές με τις φυλές μπλέκονταν, τα πρώτα τραπέζια είχαν μεταφερθεί από τα μπουζούκια στα κλαμπ, η κούραση είχε ξεβάψει στις χαρούμενες φατσούλες και τις είχε κάνει σαν εξαντλημένα τρολ, τότε ο Μάκης Σαλιάρης άνοιξε τις πόρτες των μαγαζιών του στα Kitcherella parties, απλώνοντας στο μπουγαδόσκοινο όλο το ελληνικό κλάμπινγκ παίζοντας ένα χαοτικό mix από Ό,τι Χειρότερο Είχαμε Ποτέ Αγαπήσει. Το χιούμορ έδινε τον τόνο του τέλους.

Η επιτυχία του και η ευγενική του, κομψή και πάντα πρόσχαρη παρουσία, τον έκαναν ένα δημοφιλή μπον-βιβέρ στην πόλη. Κατανοώντας με κουλ στιλ τις διαθέσεις του κόσμου και τα ρεύματα της εποχής, έδινε στην Αθήνα κάθε φορά την πρώτη καινούργια πρόταση στη νυχτερινή της ζωή. Έζησε τις επιτυχίες και τις αποτυχίες με θάρρος και ψυχραιμία, ανέδειξε μαγαζιά με πρωτοφανή επιτυχία, δημιούργησε μόδες και μέχρι τελευταίας στιγμής ήταν ένας άνθρωπος με ποιότητα και στιλ.

Στις 16 Οκτωβρίου, έφυγε από τη ζωή, έχοντας υποκύψει στην αρρώστια που τον βασάνιζε τα τελευταία χρόνια. Ήταν 71 ετών.

image