Life

Μπαρ: Αστικοί τόποι λατρείας

Μερικές σκέψεις για τα μπαρ, με αφορμή ένα που μόλις έκλεισε

kyriakos_1.jpg
Κυριάκος Αθανασιάδης
3’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ
Μπαρ: Αστικοί τόποι λατρείας
H εικόνα είναι φτιαγμένη με το πρόγραμμα ΤΝ Tome.

Τα καλύτερα, και πιο αυθεντικά γέλια μας, τα κάνουμε στο μπαρ

Τα μπαρ είναι χώροι λατρείας. Οι άνθρωποι εκεί έρχονται σε κοινωνία με κάτι που δεν ανήκει στον έξω κόσμο, με κάτι υπερβατικό. Αντιλαμβάνομαι ότι αυτό ακούγεται σαχλό σε κάποιον που δεν έχει επενδύσει πολύ χρόνο σε ένα σκαμπό, και μόνος, πάνω από ένα χαμηλό ποτήρι· αλλά δεν πειράζει. Τα μπαρ είναι χώροι λατρείας, έτσι κι αλλιώς.

Προφανώς, υπάρχουν μπαρ και μπαρ. Αυτός είναι ο κανόνας στη φύση και στις πόλεις: η ποικιλομορφία. Υπάρχουν κλασικά μπαρ, μπαρ ξενοδοχείου, λαϊκά μπαρ, γκέι μπαρ, ποτάδικα, σκοτεινά και πολύχρωμα μπαρ, μπαρ επαρχιώτικα, του κέντρου ή των προαστίων, ροκ μπαρ, μοντέρνα μπαρ, μέτα μπαρ, ό,τι θες. Όλα τους είναι καλά, και όλα τους έχουν το πιστό κοινό τους. Παρά ταύτα, όταν μιλώ εγώ για μπαρ μιλώ για κάτι με παλιό ξύλο, με γρατζουνισμένο γυαλί, με μεγάλο και σταθερό πάσο, σαν καρίνα πλοίου, με χαμηλή μουσική, και με μια ατμόσφαιρα και ένα περιβάλλον που δεν αλλάζει ακόμη κι αν γίνεται πόλεμος απέξω, αν περνούν τα χρόνια παρασέρνοντας τα πάντα, αν γερνούν και πεθαίνουν οι άνθρωποι, αν αλλάζουν οι εποχές — και δεν εννοώ τις εποχές του έτους. Τα καλά μπαρ εν πάση περιπτώσει δεν ανακαινίζονται. Για κάτι τέτοιο μιλάω.

Τώρα, προσωπικά σταμάτησα να πηγαίνω σε μπαρ με τον αντικαπνιστικό. (Τον οποίο, μολονότι δεν κάπνισα ποτέ έκτοτε μέσα σε μαγαζί, σέβομαι περισσότερο και από όσο στηρίζω. Κι ας μού χώρισε τη ζωή στα δυο, χωρίς καλά-καλά να το καταλάβω). Μετά από καναδυό χρόνια, για άσχετους λόγους, έκοψα και το τσιγάρο. Για έναν συνεπή καπνιστή, αυτό ισοδυναμεί (χρησιμοποιώ τη λέξη καταχρηστικά) με ευνουχισμό, οπότε, ναι, έκοψα μαχαίρι και τα μπαρ. Δεν είχα πια θέση εκεί μέσα. Άλλωστε δεν έπινα πια κιόλας, και στα μπαρ αυτά τα δυο πάνε παρέα. Στο μπαρ πας για να κάτσεις στο σκαμπό σου, για να πιεις, να καπνίσεις, να πεις δυο κουβέντες, να αφουγκραστείς. Αυτά. Και για να τσιμπολογήσεις φιστίκια. Και για όλα, τέλος πάντων, τα άλλα που συμβαίνουν μέσα σου όσο κάθεσαι στο σκαμπό (συνήθως το ίδιο), μόνος ή άντε με έναν ακόμα. Τρεις και τέσσερις άνθρωποι δεν είναι για μπαρ, είναι για καμιά ταβέρνα, ή για αναψυκτήριο. Για να κλείσουν μια δουλειά «στην επικοινωνία». Ή για να παίξουν χαρτιά, αν υπάρχει κανείς ακόμα που να παίζει χαρτιά. Όπως ξέρουν όλοι, στο μπαρ, αν δεν πας με το ταίρι σου, ή με έναν φίλο, πας μόνος. Γιατί στο μπαρ δεν είσαι ποτέ μόνος, έτσι κι αλλιώς. Τα μπαρ είναι πολλά πράγματα, αλλά κυρίως είναι καταφύγια. (Άλλωστε, έξω πέφτουν μπόμπες επί δικαίους και αδίκους). Και κυρίως καταφύγια από τον πολύ σαματά, από τον πολύ κόσμο, και από την πολλή χασούρα, και τη μοναξιά.

Καμιά φορά έχουν και πλάκα. Τα καλύτερα γέλια μας τα κάνουμε στο μπαρ. Τα πιο, πώς να το πω, αυθεντικά γέλια. Και τα πιο πικρά, ορισμένως: στο μπαρ, έναν κατεξοχήν και εκ προοιμίου τόπο μελαγχολίας, δεν μεταλαμβάνεις μόνο χαρμόσυνο οίνο, αλλά τρως και ξηροκάρπια καβουρντισμένα μέσα σε καλά στενάχωρα αλάτια, όπως πρέπει να γίνεται μ’ αυτά τα πράγματα. Κι εκεί, επίσης, λέμε —αλλά κυρίως, αν είμαστε τυχεροί, ακούμε— τις πιο τρελές αληθινές ιστορίες. Γιατί τα μπαρ είναι μυθιστορήματα με τοίχους.

Προφανώς και κάποιος θα πάει και για να χαλαρώσει στο μπαρ, ούτε λόγος, και για να ξεχαστεί, και για να ακούσει μουσική, και για να μιλήσει για τα πολιτικά, για την μπάλα ή για χωρισμούς, αλλά συχνά πας απλώς γιατί πρέπει, γιατί έτσι γίνεται, ή γιατί έτσι πρέπει να γίνεται: σε πάν’ τα πόδια σου. Γιατί στο μπαρ είσαι θαμώνας. Άπαξ και δεν είσαι, δεν μπορείς να αναπνεύσεις καλά εκεί μέσα, κάτι πάντα θα σε πνίγει, κάτι θα σε κάνει να νιώθεις δυσφορία σαν να διαβάζεις κείμενο σε κακή μετάφραση ή σαν να φοράς πουκάμισο με κολλάρο

Ψυχή του μπαρ, τέλος —λες και έχουν τέλος οι κουβέντες για τα μπαρ…—, δεν είναι οι πελάτες, ή το διψασμένο πνεύμα όσων πια δεν μπορούν να πάνε για να πιουν ένα ποτό ακόμα, επειδή μάς άφησαν για έναν τόπο χλοερό — αλλά βέβαια ο μπάρμαν. Ο μπάρμαν είναι ο μέγας τελετάρχης, ο αρχισαμάνος, ο ιεροδιδάσκαλος. Μοιράζει την κοινωνία του και τα αντίδωρά του, κάνει ένα μικρό κήρυγμα, ίσως εύστοχο όταν έχετε καλά ανοιγμένα τ’ αυτιά σας, λέει τις προσευχές του, σου δίνει να μεταλάβεις, χαμογελάει με εκείνο το πονηρό χαμόγελό του. Και πού και πού, μια στο τόσο, θα σου βάλει κι ένα δεκαεξάρι μολτ, γιατί ξέρει πως σού χρειάζεται.

* * *

Προχθές, έκλεισε το πιο αγαπημένο μας μπαρ, το Νερό που Καίει του Γιώργου Καρέτσου, ο ορισμός του αυθεντικού μπαρ, της κλασικής παμπ, εδώ στην πόλη, και μαζί του έκλεισε και ένα κεφάλαιό της. Θα περιμένουμε ν’ ανοίξει με το καλό το καινούργιο του μαγαζί, και θα είμαστε εκεί την πρώτη κιόλας μέρα, έστω χωρίς τσιγάρο και τέτοια.

Μπαρ: Αστικοί τόποι λατρείας
H εικόνα είναι φτιαγμένη με το πρόγραμμα ΤΝ Tome.

ΕΓΓΡΑΦΕΙΤΕ ΣΤΟ NEWSLETTER ΜΑΣ

Tα καλύτερα άρθρα της ημέρας έρχονται στο mail σου

ΠΡΟΣΦΑΤΑ

ΤΑ ΠΙΟ ΔΗΜΟΦΙΛΗ