Life

Ο μοναχικός ηλικιωμένος άντρας στο σιντριβάνι

Τι μπορεί να κάνει ένας άνθρωπος μόνος, για μια ολόκληρη γειτονιά.

kyriakos_1.jpg
Κυριάκος Αθανασιάδης
3’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ
Ο μοναχικός ηλικιωμένος άντρας στο σιντριβάνι
H εικόνα είναι φτιαγμένη με το πρόγραμμα ΤΝ Tome

Η χαιρέκακη ηδονή που πανηγυρίζει στα social media, και η ηρεμία που αποζητούμε

Ο άδικος θάνατος, οι καταστροφές, όλο αυτό το ανείπωτο, ανυπόφορο κακό, που σαν κάθε μεγάλο κακό παίρνει διαστάσεις πρωτόφαντες στα μάτια σου, σε πληγώνει, σου αφήνει σημάδια. Οι αναποδιές της μοίρας, οι κακές αποφάσεις, ο πρόχειρος σχεδιασμός, οι κατά συρροήν αστοχίες, τα απανωτά λάθη, οι απανωτά λάθος άνθρωποι — η Ελλάδα έχει σε τόσο πολλούς τομείς να προοδεύσει, να ωριμάσει, να εξευρωπαϊστεί, που συχνά η ιδέα και μόνο όσων έχουν να γίνουν σε τρομάζει. Όπως σε τρομάζει το κολοσσιαίο ύψος του τέρατος που έχουμε να αντιμετωπίσουμε, αυτό το βουνό που δεν μπορούμε να δούμε το κεφάλι του, γιατί κρύβεται μέσα στα μαύρα σύννεφα της βροχής — τόσο ψηλό είναι. Όπως όμως σε τρομάζει —με μικρότερη ένταση, ναι, μα με περισσότερη πίκρα— και η ευφροσύνη του πλήθους απέναντι στην συμφορά, αυτή η ανέμελη ηδονή που πολύ δύσκολα κρύβεται πίσω από αυτάρεσκες μεγαλοστομίες και χυδαία αυτο-κολακεία: «Εγώ είμαι τόσο καλός, εγώ λυπάμαι τόσο αβάσταχτα, εγώ μισώ τόσο τρομερά, εγώ θέλω τόσο μεγάλες ανατροπές — α, εγώ». Καμιά φορά, ΑΥΤΟ σε τρομάζει ακόμα περισσότερο. Γιατί τον ψηλό γίγαντα —το τέρας της κλιματικής κρίσης που το κεφάλι του κρύβεται μέσα στα σύννεφα— θα τον αντιμετωπίσουμε τελικά, θέλουμε δεν θέλουμε (και τελικά θα θελήσουμε). Γιατί τα βήματα που είναι να γίνουν θα γίνουν τελικά — μά με το καλό, μά με το ζόρι, μά με την κοινωνία να συναινεί, μά με την κοινωνία να ακολουθεί μουρμουρίζοντας (ας μουρμουρίζει, το κάνει από πάντα καλά αυτό, και μετά αποξεχνιέται). Και γιατί οι καταστροφές (αλλά όχι βέβαια οι θάνατοι… όχι βέβαια ο άδικος χαμός…), οι καταστροφές θα φτιάξουν —όσο φτιάχνονται οι καταστροφές— και κάποια στιγμή, με τα πολλά, θα ξεχαστούν. Όμως το σαράκι τής τόσο φανερής τέρψης του όχλου μπροστά στη συμφορά, που άδικα σκύβει για να μη φανεί το μούτρο της πίσω από τα μεγάλα λόγια, τις αρές, και τον ψηφιακό τυφεκισμό υπευθύνων και μη — αυτά, από σένα που δεν βράχηκες, δεν κάηκες και δεν πνίγηκες, δεν σου φεύγουν εύκολα από το κεφάλι: μένουν σαν κηλίδες αίμα που πότισε ένα ξύλινο πάτωμα. Κι ας μην έχουν κατά βάθος κανένα βάρος: ναι, έχουν μικρότερη ένταση μεν, μα περισσότερη πίκρα. Είναι σαν να βρομάει ένα στόμα δίπλα σου.

Αλλά, αν αυτό με τρομάζει, είναι ένα σωρό άλλα που με συγκρατούν, που μου χαϊδεύουν το μπράτσο, που με ηρεμούν. Όλα αυτά που συγκρατούν τον καθένα, που χαϊδεύουν το μπράτσο όλων μας, που μας ηρεμούν όλους. Τα ξέρετε. Άνθρωποι, ζωάκια, πράγματα που κάνουμε, λόγια που ακούμε, τέχνη που καταναλώνουμε. Όμως ένα τέτοιο παυσίλυπο το ’χω για μένα. Είναι αυτός ο κύριος, μεγάλης ηλικίας, κάπου στα ογδόντα, ίσως και ογδόντα πέντε, που το απόγευμα, και για καμιά ώρα πάνω-κάτω, βγαίνει από το σπίτι του και κατεβαίνει εδώ στο σιντριβάνι της γειτονιάς. Το σιντριβάνι έχει ένα μεγάλο πεζούλι, και εκεί κάθονται πολύς κόσμος, παιδιά, νέοι, μεγάλοι, ζευγάρια και παρέες. Αυτός κάθεται πάντα μόνος —πρέπει να ζει και μόνος του—, πάντα φροντισμένος, πάντα σοβαρός αλλά με ένα χαμόγελο έτοιμο να ανθίσει στα μάτια του, και διαβάζει. Αυτό κάνει. Έχει ένα δικό του σημείο που προτιμά, όπως όλοι οι γείτονες έχουμε το σημείο που προτιμάμε να καθόμαστε στο σιντριβάνι, αλλά όταν είναι κατειλημμένο κάθεται λίγο πιο εκεί, ή τέλος πάντων κάπου πιο μακριά. Υποθέτω, για να έχει φως· τι άλλο. Κάθεται εκεί, ήσυχος, κάπως μαζεμένος να μην πατά στη σκιά των άλλων, και διαβάζει το βιβλίο του. Μάλιστα, νομίζω το διαβάζει κανονικά, και πως είναι άλλο κάθε φορά ή μια στο τόσο, γιατί ποτέ δεν θα δεις το βλέμμα του να ξεχνιέται πάνω από τις σελίδες, ή να προσελκύεται από τις κινούμενες φιγούρες των αγοριών και των κοριτσιών που κατεβαίνουν τον δρόμο. Μόνο διαβάζει. Κι αυτό, αυτή η μικρούλα πράξη ηρεμίας, είναι ένα πράγμα καλό και καθησυχαστικό. Και όχι μόνο για εμένα, τελικά. Είναι ένα παυσίλυπο για όλους μας. Ένα παυσίλυπο για τη γειτονιά. Εκεί που όλοι οι άλλοι περπατούν, φωνάζουν, γελάνε, τσιρίζουν, μαλώνουν, τρώνε, επιδεικνύονται, τσακώνονται, τρέχουν, εμποδίζουν την κυκλοφορία, ιδρώνουν, βιάζονται, πετούν τα σκουπίδια τους, αυτός ο καλός κύριος απλά κάθεται εκεί —μακάρι στη θέση του, αυτήν που συνηθίζει— και διαβάζει το βιβλίο του: είναι μια σημαδούρα για τη γειτονιά, κάτι που δεν θα μετατοπιστεί, δεν θα αλλάξει, δεν θα λείψει, ό,τι κι αν γίνει. Ό,τι μα ό,τι κι αν γίνει. Είναι μια απόδειξη ασφάλειας και σιγουριάς. Σαν κάτι που ξέρεις ότι έχεις φυλάξει στο συρτάρι.

Μας μοιάζει τόσο λίγο αυτός ο άνθρωπος. Αλλά μάς βοηθά τόσο πολύ. Μας ανοίγει την καρδιά — έστω και για όσο τον βλέπουμε. Όμως δεν είναι λίγο αυτό. Ποτέ δεν είναι λίγη μια στιγμή. Συχνά, σκέφτομαι πως είναι ο πιο καλός άνθρωπος στη γη. Μα ίσως βέβαια να είναι εξωγήινος.

Ο μοναχικός ηλικιωμένος άντρας στο σιντριβάνι
H εικόνα είναι φτιαγμένη με το πρόγραμμα ΤΝ Tome

ΕΓΓΡΑΦΕΙΤΕ ΣΤΟ NEWSLETTER ΜΑΣ

Tα καλύτερα άρθρα της ημέρας έρχονται στο mail σου

ΠΡΟΣΦΑΤΑ

ΤΑ ΠΙΟ ΔΗΜΟΦΙΛΗ