Life

Καλοκαιρινές ιστορίες #2: Ο Ηρακλής και ο Βάσια

Μια ιστορία που θα πέρναγε από στόμα σε στόμα, ένας ακόμη αστικός μύθος, για τον Βασιλιά, τον Ζογκλέρ, τον Νουρέγιεφ, τον Βάσια τον Μαλλιά

89714-201619.JPG
Νίκος Καραχάλιος
13’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ
Ο Νίκος Καραχάλιος μοιράζεται μια ιστορία με τον Βασίλη –Βάσια– Χατζηπαναγή, τον «Έλληνα Maradona», στο Ζούμπερι
© Angelo CARNIATO / Unsplash

Ο Νίκος Καραχάλιος μοιράζεται μια ιστορία με τον Βασίλη –Βάσια– Χατζηπαναγή, τον «Έλληνα Maradona», στο Ζούμπερι

Ο μικρός μόλις είχε ανοίξει τα μάτια του. Είχε φτάσει σχεδόν μεσημέρι. Εχθές το βράδυ κοιμήθηκαν όλοι πολύ αργά. Ήταν τα γενέθλια της μητέρας του. Είχαν έρθει και οι αδελφές του από την Αθήνα και ο πατέρας του τους έβγαλε έξω. Μαζί τους ήταν δύο ακόμη φιλικές οικογένειες με τους οποίους είχαν μεγαλώσει μαζί τα καλοκαίρια σε αυτή την εναλλακτική παραλία της Βορειοανατολικής Αττικής.

Την παράσταση στο αυτοσχέδιο πάρτι έκλεψε η τούρτα. Ένα τεράστιο κόκκινο «Δ» με 50 γαλάζια κεράκια για τα 50 της χρόνια. Γαλάζιο όπως τα μάτια της Δήμητρας και του γιου της. Όλοι της τραγούδησαν το HAPPY BIRTHDAY και μαζί με τις αδελφές του βοήθησαν τη μαμά να τα σβήσει. Ο μπαμπάς είπε κάτι μάλλον αστείο αφού γέλασαν όλοι οι μεγάλοι, αλλά εκείνος δεν το πολυκατάλαβε: «κάνατε καλύτερη δουλειά από την πυροσβεστική στη Ρόδο…»

Ο μικρός ήταν καλό παιδί. Ευαίσθητος. Μετρημένος. Σοβαρός. Σκέφτηκε πως το φύσημα των κεριών ήταν από τις λίγες «βοήθειες» που είχαν δώσει στη μητέρα του. Χρόνια τώρα έκανε ό,τι μπορούσε για «να μην τους λείψει τίποτα». Το ίδιο και ο πατέρας του, που δούλευε σκληρά όλη μέρα με μπετονιέρες και οικοδόμους για «να μεγαλώσουν σαν πριγκιπόπουλα».

Η αλήθεια είναι ότι ο μικρός όσο μεγάλωνε έμοιαζε όλο και πιο πολύ με τον Πρίγκιπα του Παραμυθιού. Ψηλός –μάλλον πολύ ψηλός για την ηλικία του–, λεπτός, με ξανθά ίσια μαλλιά και ευγενικό χαμόγελο. Αυτό όμως που κυριαρχούσε στο σκανδιναβικής κοπής πρόσωπό του ήταν τα μάτια του. Denim Blue, σαν τα πετροπλυμένα τζιν. Αυτά θα σκλάβωναν σε 2-3 χρόνια και τα κορίτσια στα οποία θα έστρεφε αναπόφευκτα την προσοχή του. Αλλά ο μικρός δεν το ήξερε ακόμη αυτό …

Ήταν δεν ήταν 14 χρονών, παρότι δήλωνε λίγο μεγαλύτερος: «15 είμαι, γιατί παίζω στην Κ – 15». Εύλογο! Έτσι δεν κάνουμε όλοι, μέχρι να αρχίσει η αντίστροφη μέτρηση και να κρύβουμε όσα περισσότερα χρόνια μπορούμε;

Ο φίλος μας λοιπόν περνούσε την πιο ανέμελη περίοδο της ζωής του, χωρίς βέβαια να το συνειδητοποιεί. Τα βράδια κοιμόταν βαριά, γιατί ήταν σε κίνηση 24/7. Με το που ξύπναγε άρχιζε τα παιχνίδια στη θάλασσα και συνέχιζε από το απόγευμα μέχρι τα μεσάνυχτα με σουτ και ντρίμπλες στο χωμάτινο γηπεδάκι της Πλατείας του Σωτήρα.

Όταν κοιμόταν, ονειρευόταν. Και όταν ονειρευόταν μια εικόνα κυριαρχούσε: η μπάλα! Σε όλες τις μορφές: ασπρόμαυρη, πορτοκαλί, κιτρινοπράσινη και μικρή για τένις και ρακέτες. Λάτρευε όλα τα σπορ και δεν σταματούσε όλη τη μέρα μέχρι να εξαντληθεί. Πάνω απ’ όλες όμως έβαζε τη στρογγυλή θεά του ποδοσφαίρου.

Εκεί που οι άλλοι συνομήλικοί του έβλεπαν ό,τι έκαναν HIGH SCORE στο CALL OF DUTY, εκείνος ονειρευόταν ότι σκόραρε με κεφαλιά εναντίον της Barca στο ανακαινισμένο Bernabeou! Ήταν βέρος Madridista.

Ο Αύγουστος είχε μπει πλέον για τα καλά. Η ώρα ήταν περασμένες δώδεκα και το μεσημέρι το θερμόμετρο έγραφε 30οC συν. Οι φωνές της αδελφής του που τσακωνόταν στο τηλέφωνο με το αγόρι της επιτέλους τον είχαν ξυπνήσει. Φόρεσε το γαλάζιο μαγιό του, την αγαπημένη του λευκή αυθεντική μπλούζα της Real και σχεδόν σέρνοντας στην άμμο τις Havajanas του, τις σαγιονάρες με το χαρακτηριστικό σημαιάκι της Βραζιλίας, έφτασε ως το καφέ του Στέλιου. Το είχε για στέκι ο πατέρας του, ο Άρης. Τις καθημερινές ο μπαμπάς έλειπε για δουλειές στην Αθήνα και ο μικρός αισθανόταν πως τον αντικαθιστούσε αντιγράφοντας τις συνήθειές του. Όταν ερχόταν τα Σαββατοκύριακα απολάμβανε το φραπεδάκι του πάντα στο ίδιο τραπέζι, γιατί ήταν άνθρωπος της συνήθειας και «οι συνήθειες δεν αλλάζουν εύκολα». Δεν θα τον έλεγες συντηρητικό, αλλά ήταν σταθερός τύπος. «Η κολώνα της οικογένειας» τον αποκαλούσε η μαμά και εκείνος φανταζόταν τον πατέρα του ντυμένο με την πανοπλία του αρχαίου θεού του πολέμου, να στηρίζει με το δόρυ του τον ολόλευκο Παρθενώνα, τον ναό θαύμα που τον είχε εντυπωσιάσει όταν τον είδε από κοντά στη φετινή σχολική εκδρομή στην Ακρόπολη. Αυτήν ακριβώς τη σταθερότητα και τη σιγουριά την είχε περάσει και στον μικρό, που την εξέφραζε με μια σπάνια για την ηλικία του ωριμότητα.

Ενώ σκόπευε να καθίσει ο ίδιος στο τραπέζι του πατέρα, βρήκε εκεί έναν άλλο κύριο, μόνο του. Παράξενο… Οι περισσότεροι προτιμούσαν τα τραπεζάκια με τις ομπρέλες που ήταν δίπλα στο νερό. Δεν είχε φθάσει ακόμη εδώ το «κίνημα της πετσέτας», για να έχουν υποχρεωθεί οι καταστηματάρχες να μαζέψουν τις ξαπλώστρες.

Στον «Στέλιο» οι περισσότεροι πελάτες ήταν μόνιμοι Ζουμπεριώτες και τους ήξερε με τα μικρά τους ονόματα. Ο ξένος, παρότι δεν τον είχε ξαναδεί, του φαινόταν απροσδιόριστα οικείος. Ο κύριος με το φουντωτό κατσαρό μαλλί, κάπνιζε ένα άφιλτρο τσιγάρο και κοίταζε με βαθύ βλέμμα προς τη θάλασσα. Η ηλικία του ήταν απροσδιόριστη. Σίγουρα κοντά στα 60, αλλά με κορμοστασιά 30άρη. Το πρόσωπό του ήταν σκαμμένο από τις ρυτίδες που αφήνει μια δύσκολη και πολυτάραχη ζωή. Σε αντίθεση με τα άβγαλτα μάτια του μικρού, τα δικά του ήταν τραυματισμένα από την πραγματικότητα. Τα στραβά του πόδια, εμφανώς ποδοσφαιρικά, είχαν λιγότερα σημάδια παρά τις αναρίθμητες κλωτσιές που θα είχαν υπομείνει. Απέπνεε μια αρχοντιά. Ένας λαϊκός άρχοντας. Από τους τύπους που δεν μιλάνε πολύ… Λένε λίγα λόγια και σημαντικά.

Στο παραδίπλα τραπέζι έπινε τον διπλό του espresso ο κύριος Νίκος, κολλητός του μπαμπά. Είχε διατελέσει κάποτε Αντιπρόεδρος του Ολυμπιακού, γι’ αυτό ο μικρός τον σεβόταν, ενώ ο πατέρας του –μεγάλος βάζελος– τον πείραζε συνέχεια.

«Καλησπέρα, Ήρα. Τι νέα;» Τι να του πει; Ότι νίκησαν 13-7 το Πλέστι εχθές το βράδυ;

Αφού ο κύριος Νίκος πρέπει να ήταν καλύτερα ενημερωμένος για ό,τι συνέβαινε στον κόσμο, ακόμη και από τον δημοσιογράφο Στέφανο Νησιώτη που ο μπαμπάς έβλεπε ανελλιπώς κάθε βράδυ στο «Τρομακτικό Δελτίο». Ήξερε όλα τα παραπολιτικά και μάθαινε πρώτος και τις μεταγραφές.

Τώρα πια όμως είχε αποσυρθεί από τα «παραγοντιλίκια». Τους είχε βαρεθεί όλους («σιχαθεί» έλεγε ο ίδιος). Το παρατσούκλι που του είχαν δώσει ήταν «Πειρατής», γιατί τον περισσότερο καιρό του τον πέρναγε πια στην Αντίπαρο και είχε ένα τατουάζ με τη μαύρη σημαία με τη νεκροκεφαλή στο δεξί του μπράτσο. Έγραφε μάλιστα και ιστορίες που τις τύπωναν σε βιβλία.

Βολεύτηκε σ’ ένα τραπέζι ανάμεσα στους μεγάλους σαν να ήταν ένας απ’αυτούς. Είχε και 15 ευρώ χαρτζιλίκι. Παράγγειλε έναν ανάμεικτο «φρέσκο, παρακαλώ» χυμό και η χαριτωμένη ξανθούλα σερβιτόρα, η Μαριάννα, έσπευσε να εξυπηρετήσει φορώντας το καλύτερό της χαμόγελο, αυτόν τον ιδιαίτερο πιτσιρικά που είχε τον αέρα και τα φερσίματα μεγάλου ανθρώπου.

Με δύο ρουφηξιές εξαφάνισε τον χυμό μάνγκο-μπανάνα. Άνοιξε το εξωσχολικό των διακοπών, «Το Μυστικό του Μέσσι», ένα από τα βιβλία που είχε γράψει και του είχε αφιερώσει ο κύριος Νίκος. Είχε φτάσει ήδη -μέσα σε μόλις τρεις μέρες- στη σελίδα 64! Ήταν καλός μαθητής, παρότι οι επιδόσεις του στα μαθήματα δεν τον ένοιαζαν και τόσο πολύ. Δεν ήταν πολύ του διαβάσματος, αλλά «του έκοβε». Είχε καταφέρει -χωρίς να είναι σπασίκλας- μέσο όρο 17,5 στον έλεγχό του. Όλοι όμως οι καθηγητές του στο Γυμνάσιο έλεγαν ότι εκεί που «διέπρεπε», εκεί που δεν επέτρεπε να τον περνάει κανείς, εκεί που τους έκοβε όλους, ήταν στο γήπεδο! Ήταν «απροσπέλαστος», όπως είχε γράψει ένα αθλητικό σάιτ με νέα μικρών κατηγοριών. «Μόνος του μπορεί να “παρκάρει το λεωφορείο χωρίς τη βοήθειά σας”» τον είχε επαινέσει μια μέρα ο προπονητής μπροστά στους άλλους στα αποδυτήρια και μάλιστα είχε πει στα Αγγλικά («park the bus»1). Εκείνη την ημέρα είχε κρατήσει μόνος του εκτός έδρας τον Ατρόμητο, που είχε 90-10 κατοχή. Είχαν μείνει και με 10 από το 60’! Το σχόλιο του coach τον είχε γεμίσει περηφάνια. Αλλά δεν το έλεγε σε κανέναν. Όπως και ότι τα κατάφερε, παρότι τα δύο αμυντικά χαφ κοιμόντουσαν όρθια...

Ήταν σεμνό παιδί. Ξεχώριζε για το συγκροτημένο χαρακτήρα του. «Ίσως αυτό να είναι η μοναδική αδυναμία του στον αδίστακτο κόσμο που ζούμε…» ανησυχούσε η μητέρα του χωρίς να το ομολογεί σε κανέναν. Το είχε πιάσει και ο κύριος Νίκος. «Οι άνθρωποι που πετυχαίνουν, όπως και οι αμυντικοί, πρέπει να είναι σκληροί!», του έλεγε και του ξανάλεγε για να του εμπεδωθεί. Του είχε υποσχεθεί μάλιστα πως «όταν τελείωνε το Γυμνάσιο με καλούς βαθμούς» θα τον έστελνε σε ειδικό football camp στην Ουρουγουάη, ενώ άλλοι συμμαθητές του θα πήγαιναν σε summer school στην Αγγλία. «Εκεί θα σε μάθουν να μην είσαι και τόσο καλό παιδί... Θα σε σέβονται μόνο αν σε φοβούνται!»

Ο μικρός είχε και social intelligence. «Έκοβε» και τους ανθρώπους όπως «έκοβε» τους επιθετικούς στο χορτάρι. Το ίδιο βέβαια έκαναν και εκείνοι, γιατί η ψιλόλιγνη φιγούρα του δεν περνούσε απαρατήρητη. Την ώρα που τέλειωνε με το διάβασμα της ημέρας και έκλεινε το βιβλίο, πρόσεξε ότι ο «Μαλλιάς» -αυτό το παρατσούκλι έβγαλε στον νεοφερμένο- εστίασε στο εξώφυλλο. Μετά τράβηξε την τελευταία τζούρα και έσβησε με έναν περίεργο τρόπο το τσιγάρο του στο παλιομοδίτικο τασάκι. Η κίνηση οδήγησε αυτόματα τον συνειρμό του μικρού σε ένα βιντεάκι που είχε δει πάνω από 100 φορές και στο youtube είχε εκατομμύρια views! Ήταν το περίφημο γκολ του Ronaldinho στο εκτός έδρας ματς του Stanford Bridge για το Champions League με την Chelsea. Η πιο ευφυής ντρίπλα που είχε δει -και δεν θα ξανάβλεπε ποτέ- ποδοσφαιρικός κόσμος. «Αυτά μια φορά γίνονται. Μόνο ένας τα έκανε ξανά και ξανά και δεν ήταν ούτε ο Μέσι, ούτε ο Πελέ. Ανεπανάληπτη! «Το σβήσιμο του τσιγάρου»2.

Ο Μαλλιάς γύρισε στο παιδί. 

«Τι σκέφτεσαι μικρέ; Μήπως ό,τι κι εγώ; Πες μου.»

Στην αρχή δίστασε. Γιατί όμως να μην του πει;

«Η κίνησή σας με το αποτσίγαρο στο τασάκι μου θύμισε την ντρίπλα του Roni. Έχω προσπαθήσει πολλές φορές -ακόμη και στην προπόνηση- να την αντιγράψω, αλλά δεν μου βγαίνει…»

«Απίθανη η έμπνευση του Gaucho», συγκατάνευσε ο Μαλλιάς βγάζοντας τα μαύρα Rayban που φορούσε και κοιτάζοντας ακόμη πιο προσεκτικά το παιδί.

«Για να φοράς φανέλα Real και να έχεις αποτυπωμένο στη μνήμη σου ένα γκολ που μπήκε πριν καν γεννηθείς, σημαίνει ότι σου αρέσει πολύ το ποδόσφαιρο…»

«Αλήθεια είναι!»

«Πόσων χρονών είσαι;»

«Δεκατέσσερα... Δεκατέσσερα μισό.»

«Παίζεις πουθενά;»

«Στου Παπάγου.»

«Τι θέση;»

«Σέντερ μπακ, αλλά με δοκιμάζουν και σαν σέντερ φορ.»

«Μάλιστα… Καλό αυτό.»

«Από τη Ρεάλ ποιοι σου αρέσουν πιο πολύ;»

«Ο Μόντριτς και ο Ράμος.»

«Μάλιστα. Τι νούμερο έχει η φανέλα που φοράς;»

«Το 4 του Ramos!» Ο Ήρα γύρισε γεμάτος περηφάνια την πλάτη για να του δείξει το νούμερο του εμβληματικού αρχηγού της Βασίλισσας.

«Μου την είχε φέρει ο προπονητής μου όταν πήγε πέρυσι στη Μαδρίτη».

«Τότε θα σε φωνάζω Sergio! Του μοιάζεις κιόλας.»

«Έτσι με φωνάζουν και στο σχολείο!»

«Και το βιβλίο που διαβάζεις κι αυτό για ποδόσφαιρο μιλάει;»

«ΤΟ ΜΥΣΤΙΚΟ ΤΟΥ ΜΕΣΙ»3, του κυρίου Νίκου που κάθεται εδώ δίπλα μας. Είναι φίλος του μπαμπά και δικός μου. Κάτι σαν manager/σύμβουλός μου».

Ο Μαλλιάς το πήρε στα χέρια του και ενώ το περιεργαζόταν τον ρώτησε:

«Ποιος πιστεύεις πως είναι ο μεγαλύτερος ποδοσφαιριστής στον κόσμο;»

«Ο Μέσι!», απάντησε το αγόρι χωρίς δεύτερη σκέψη.

«Και στην Ελλάδα;»

«Πολλοί…»

«Ο καλύτερος;»

«Δεν ξέρω…! Ίσως ένας πολύ καλός που έπαιζε παλιά σε μια ομάδα της Θεσσαλονίκης, αλλά δεν θυμάμαι τ’ όνομά του».

Ο Μαλλιάς επανέλαβε σχεδόν ψιθυριστά… «παλιά…» και χαμογέλασε -μάλλον πικρά- αυτή τη φορά...

«Εσείς έχετε παίξει καθόλου μπάλα;»

Το επιβεβαίωσε με ένα νεύμα. Όμως η ερώτηση σαν να τον ξαναβύθισε σε σκέψεις. Είχε ήδη στο στόμα του ένα ακόμη τσιγάρο. Έμοιαζε σαν να τα βγάζει ήδη αναμμένα4. Φύσηξε τον καπνό και γύρισε στον μικρό.

«Sergio, ξέρεις ότι η ζωή είναι σαν την μπάλα; Απρόβλεπτη… Και κάτι ακόμη…»

 «Να σας πω;» πετάχτηκε ο μικρός, αλλά αμέσως δάγκωσε τη γλώσσα του…

Το κατάλαβε ότι ο πιτσιρικάς μαγκώθηκε και τον παρότρυνε.

«Έλα, πες μου!»

«Δεν κάνει. Αυτή η λέξη είναι απαγορευμένη». Κοκκίνισε...

«Δεν θα το πω σε κανέναν!».

«Ορκίζεστε;»

«Όχι, αλλά σου δίνω το λόγο μου. Είναι το ίδιο.»

«Οκ τότε!»

«Η ΖΩΗ -όπως και η ΜΠΑΛΑ- ΕΙΝΑΙ ΠΟΥΤΑΝΑ!».

Ο Μαλλιάς γέλασε για πρώτη φορά με την καρδιά του.

«Δεν έχεις άδικο… Ξέρεις τι σημαίνει αυτή η λέξη;»

«Μια κακιά γυναίκα», απάντησε με επιφύλαξη ο μικρός.

«Ας πούμε…»

«Και γιατί μοιάζουν η ζωή και η μπάλα; Εγώ και μια χαρά περνάω στη ζωή μου -ακόμη και στο σχολείο- και τρελαίνομαι με το ποδόσφαιρο», απόρησε το παιδί.

«Γιατί όσο μεγαλώνει κανείς τόσο λιγότερο του κάνουν τα χατίρια…»

«Και οι δύο;»

«Και οι δύο!»

«Εσάς σας έκαναν τα χατίρια;»

«Εγώ εν μέρει ήμουν τυχερός. Η μπάλα με αγαπούσε. Και εγώ τη λάτρευα. Δεν ξεκόλλαγε από το πόδι μου! Έτσι λέγανε…»

«Αλήθεια; Θα μου δείξετε;»

«Πώς;»

«Εδώ δεν έχουμε ούτε μπάλα, ούτε γήπεδο.»

«Έχουμε όλη την παραλία δικιά μας και θα πεταχτώ να φέρω μια μπάλα από το σπίτι! Εδώ δίπλα μένω», είπε γεμάτος ενθουσιασμό ο μικρός και πετάχτηκε από την καρέκλα του. Γύρισε σε χρόνο μηδέν.

Ο Μαλλιάς έσβησε ξανά το τσιγάρο του με την ίδια χαρακτηριστική κίνηση Ronaldinho. Σηκώθηκε όρθιος και μόνο τότε, βλέποντας τα θεόστραβα αλλά καλογυμνασμένα πόδια του, κατάλαβε ο μικρός ότι ο κύριος πρέπει να είχε «κάποια σχέση» με μπάλα. Φορούσε ένα μαγιό με χρώματα παραλλαγής -σαν στρατιωτικό- και ένα αμάνικο λευκό μπλουζάκι. Στο λαιμό του είχε κρεμασμένο ένα χρυσό σταυρό.

Ήταν μεσημέρι και η άμμος έκαιγε, αλλά η μπαλαδόφατσα δεν φαινόταν να νοιάζεται.

Η παραλία ήταν όλη δική τους.

«Κάνε πάσα!»

Σήκωσε τη μπάλα με έναν περίεργο τρόπο που ο μικρός δεν είχε ξαναδεί και άρχισε να κάνει γκελάκια.

Ένα, δύο, τρία,… τριάντα τρία… Ωχ! Συνέχιζε κοιτώντας τη θάλασσα.

Άλλαξε πόδι όταν ήδη ο Sergio είχε χάσει το μέτρημα!

Έκανε καμιά 50αριά με το αριστερό και τη σήκωσε στο κεφάλι.

Ο μικρός είχε μείνει με το στόμα ανοιχτό…!

Μετά από καμιά τριανταριά κεφαλιές την ξανάφερε στο δεξί και τη σούταρε με δύναμη. Χάθηκε στα κύματα. «Πάμε να βουτήξουμε να δροσιστούμε και να την πιάσουμε πριν την πάρει το ρεύμα».

Κολύμπησαν ως τα βαθιά σαν καλοί φίλοι ή ακόμη καλύτερα σαν παλιοί συμπαίκτες.

Η θάλασσα ψιλοάφριζε, χωρίς να τους εμποδίζει τόσο πολύ, γιατί ο μικρός ένοιωθε πολύ δυνατός τώρα που είχε κάνει έναν καινούργιο φίλο τόσο τεχνίτη! Έβγαζε το κεφάλι του κάθε τόσο από το νερό και τον κοίταζε με θαυμασμό. Πού να ήξερε…

Βγαίνοντας ο Μαλλιάς γύρισε και του είπε: «Σήμερα θα σου κάνω ένα δώρο. Θα σου μάθω πώς να τους κόβεις όλους. Χωρίς να τραυματίζεις σοβαρά κανέναν και χωρίς να δίνεις αφορμές στα λαμόγια τους διαιτητές να σε αποβάλουν στο πρώτο τάκλιν.»

«Γίνεται αυτό;»

«Αν μάθεις πώς να κόβεις εμένα στην άμμο, θα τους κόβεις όλους στο χορτάρι!»

Έστησαν ρακέτες για γκολπόστ. Η παρουσία του Μαλλιά προσέδιδε κύρος και σοβαρότητα στην αναμέτρηση. Συμφώνησαν «να παίξουν ως τα πέντε». Αλλιώς θα ήταν ένα από αυτά τα παιχνίδια χωρίς διαιτητή που διακόπτονταν κάθε τόσο από τις διαφωνίες για τα φάουλ ή για τα γκολ που έπρεπε ή δεν έπρεπε να μετρήσουν, ενώ συνήθως σταματούσαν όταν είχε χαθεί ο λογαριασμός στο σκορ και το σκοτάδι έκανε αόρατη τη μπάλα.

Το τσούρμο των παιδιών έβαλε τα δυνατά του, γιατί υποσυνείδητα αντιλαμβανόταν πως αυτό ήταν ένα ξεχωριστό παιχνίδι. Εκτός από τον παλιό μπαλαδόρο είχαν μαζευτεί στα αόρατα sidelines και αρκετοί από τους γονείς τους, που όλο το υπόλοιπο καλοκαίρι ήταν παντελώς αδιάφοροι για τις ποδοσφαιρικές επιδόσεις των κανακάρηδών τους.

Ο Μαλλιάς πήρε μαζί του τους πιο μικρούς και «το τέρμα» που έβλεπε προς τον Πύργο του Ναυαγοσώστη. Ο Ήρα τους κολλητούς του. τον Θεόφιλο, το Θοδωρή, τον Σπύρο, τον Δημητράκη και το τέρμα που έβλεπε προς τις ομπρέλες του Psari Bar.

Η κλάση του Μαλλιά δεν μπορούσε να κρυφτεί με τίποτα. Κάποια στιγμή που βρισκόταν στη δική τους περιοχή έκανε κάτι εντελώς απροσδόκητο. Όλοι περίμεναν ότι θα ντριμπλάρει. Ότι θα τους ντριμπλάρει ξανά και ξανά όλους, όπως είχε κάνει ήδη δύο-τρεις φορές. Όμως η έμπνευσή του τον οδήγησε σε κάτι απρόσμενο. Με τα ακροδάχτυλα του ποδιού του σήκωσε λίγο τη μπάλα και μετά τη σούταρε πολύ ψηλά και δυνατά προς το αντίπαλο τέρμα. Τόσο ψηλά που έμοιαζε ότι θα χαθεί στα σύννεφα. Για μια στιγμή σαν να σταμάτησε ο χρόνος. Ακόμη και ο ήχος του αέρα σίγησε. Οι πιτσιρικάδες είχαν μείνει με το στόμα ανοιχτό και την έψαχναν στον καλοκαιρινό ουρανό. Το ίδιο και οι πατεράδες τους που είχαν αναγνωρίσει πια τον παλαίμαχο άσσο. Ενώ όλοι παρακολουθούσαν τη δορυφορική τροχιά της μπάλας, ο Μαλλιάς είχε μετακινηθεί σαν αόρατος από τη μία άκρη του γηπέδου στην άλλη. Λες και είχε διακτινιστεί στην αντίπαλη περιοχή! Βρήκε τη μπάλα στην κάθοδό της και με ένα ανεπαίσθητο άγγιγμα με το κεφάλι -κάτι σαν νεύμα- την άγγιξε ίσα-ίσα να περάσει τη νοητή γραμμή. Η επιτομή της απλότητας, όπως είναι όλες οι ιδιοφυείς κινήσεις. Η κεφαλιά αυτή ήταν και το νικητήριο γκολ.

Τι είχε κάνει; Σέντρα στον εαυτό του! Ένα μοναδικό κόλπο που είχε τολμήσει μόνο ο Μίμης Παπαϊωάννου στο παλιό γήπεδο της Νέας Φιλαδέλφειας. Αυτό -ακόμη και σήμερα- που είχε περάσει τα 60 του, ο κόσμος δεν μπορούσε να το δει ούτε στο Playstation!

Το highlight σήμανε και το τέλος του «Zoumberi Classico». Ο Μαλλιάς έδωσε το σύνθημα και βούτηξαν όλοι μαζί για τελευταία φορά με γέλια και πειράγματα στη θάλασσα.

Για λίγο το Ζούμπερι θύμισε Copa Cabana. Τα αυτοσχέδια τέρματα, οι ντρίμπλες, οι φωνές, θα χανόντουσαν σαν πύργοι στην άμμο. Το πέρασμα όμως του Μαλλιά θα έμενε ανεξίτηλο στη μνήμη όλων, μικρών και μεγάλων. Μια ιστορία που θα πέρναγε από στόμα σε στόμα, ένας ακόμη αστικός μύθος, για τον Βασιλιά, τον Ζογκλέρ, τον Νουρέγιεφ, τον Βάσια τον Μαλλιά.

Ήταν ένας μύθος που δεν έκανε τίποτε για να πλάσει τη φήμη του. Μόνο περίτεχνες ενέργειες στο γήπεδο. Καλλιτέχνης της μπάλας που τον χειροκροτούν αυθόρμητα και τον θαυμάζουν χιλιάδες φίλαθλοι. Όχι, influencer του instagram με followers να του κάνουν άψυχα like… Ένα είδωλο μιας περασμένης εποχής όταν καλά-καλά δεν υπήρχε τηλεόραση. Αλλά υπήρχε μνήμη. Μνήμη συλλογική. Ισχυρότερη από κάθε κατασκευή μιντιακή.

Φεύγοντας ο Βάσια τον έπιασε από τον ώμο και ρώτησε τον μικρό Sergio: «Ποιο είναι το κανονικό σου όνομα;»

«Ηρακλής»

«Ωραίο όνομα! Σου ταιριάζει. Άκου λοιπόν, Ηρακλή: Οι προπονητές σας σωστά διδάσκουν να μην χάνετε από τα μάτια σας τη μπάλα. Εσύ όμως όταν βλέπεις κάποιον που “της μιλάει”, δεν θα χάνεις από τα μάτια σου τον παίκτη. Αυτό σου έμαθα σήμερα. Οι μεγάλοι παίκτες είναι απρόβλεπτοι και εσύ, αν θες μια μέρα να παίξεις στη Ρεάλ, θα βλέπεις μια φάση πιο μπροστά απ’ όλους».

Ο μικρός κατάλαβε ότι είχε συναντήσει κάποιον πολύ ΜΕΓΑΛΟ. Του το επιβεβαίωσε ο κύριος Νίκος. «Ήρα, μου είσαι πολύ τυχερός. Μόλις συνάντησες τον ίδιο τον ΗΡΑΚΛΗ!» Αυτός ήταν ο καλύτερος όλων! Ο GOAT! Ίσως ο μόνος που θα μπορούσε να κοιτάει στα μάτια τον Leo. Ο Έλληνας Maradona!»5

Νέα Μάκρη

15 Αυγούστου 2023

Σκίτσο του βετεράνου Έλληνα ποδοσφαιριστή Βασίλη Χατζηπαναγή.
Σκίτσο του βετεράνου Έλληνα ποδοσφαιριστή Βασίλη Χατζηπαναγή. © Wikimedia Commons

Σημειώσεις:

Σημ. 1. “Park the bus”/ «Παρκάρω το λεωφορείο»: Ποδοσφαιρική μεταφορά που πρωτοχρησιμοποίησε ο μετρ της άμυνας-γρανίτη, ο Special One, ο Jose Murinjo, παραδόξως για αντίπαλό του…

Σημ. 2. Champions League 2004/05 - Γύρος των 16.

H Chelsea προηγείτο στο Stamford Bridge. Ο Ροναλντίνιο έκανε το μαγικό του. Δέχτηκε μια πάσα από τον νεαρό τότε Άντρες Ινιέστα στο ύψος του ημικυκλίου της περιοχής. Κοντρόλαρε και μετά -χωρίς να ακουμπήσει την μπάλα- έκανε μια μοναδική προσποίηση με το δεξί του πόδι πατώντας το χορτάρι. Άφησε άναυδους τρεις αμυντικούς του Λονδρέζικου συλλόγου, μεταξύ των οποίων και τον Αρχηγό της Εθνικής Αγγλίας τον John Terry. Όλοι τον παρακολουθούσαν σαν μαρμαρωμένοι. Το περίτεχνο σουτ που ακολούθησε, κατέληξε στη δεξιά γωνία του επίσης ακίνητου Τσέχου τερματοφύλακα Petr Chech. Το γκολ αυτό έχει μείνει αξέχαστο σε όλους τους φιλάθλους του πλανήτη. Τη χρονιά εκείνη ο Ρόνι κέρδισε την πρώτη του Χρυσή Μπάλα!

Σημ. 3. «Το Μυστικό του Μέσσι», του Νίκου Καραχάλιου (Εκδόσεις LIBRO, Αθήνα, 2023).

Σημ. 4. Φράση δάνειο από τον «Φόνο στην Κεντρική Επιτροπή» του Μανουέλ Βάσκεζ Μονταλιμπάν, που αναφέρεται στον τρόπο που κάπνιζε ο ιστορικός ηγέτης του Κομμουνιστικού Κόμματος της Ισπανίας, Σαντιάγο Καρίγιο, (Μεταίχμιο, Αθήνα, 1981).

Σημ. 5. Ο Βασίλης –Βάσια– Χατζηπαναγής αναγνωρίζεται από τον φίλαθλο κόσμο ως ο καλύτερος Έλληνας ποδοσφαιριστής και συνάμα ίσως ο πιο αδικημένος, αφού δεν του δόθηκε η ευκαιρία μιας μεταγραφής για να λάμψει το άστρο του και στο εξωτερικό. Το Ελάφι της Τασκένδης (πόλη της ΕΣΣΔ όπου γεννήθηκε) ήταν ο «Έλληνας Maradona». Αλλά δεν τον άφησαν να φύγει στο εξωτερικό και να γνωρίσει τη δόξα που του άξιζε… Τον έφαγαν τα πολιτικά συμφέροντα και οι κολλημένοι παράγοντες της Θεσσαλονίκης. Παρ’ όλα αυτά η αξία του ήταν τέτοια που η UEFA στον εορτασμό των 50 χρόνων της τον βράβευσε ως τον Χρυσό Παίκτη της Ελλάδας. Σίγουρα υπήρξαν και άλλοι μεγάλοι αρτίστες όπως ο Μίμης Δομάζος, ο Γιώργος Δεληκάρης, ο Γιώργος Κούδας, κ.ά., αλλά ο Χατζηπαναγής γνώρισε και γνωρίζει μια μοναδική καθολική αποδοχή.

Έπαιξε 15 χρόνια (1975-1990) μόνο με τη φανέλα του Ηρακλή Θεσσαλονίκης σε 281 αγώνες και σημείωσε 62 γκολ (one shirt player). Δυστυχώς αγωνίστηκε μια και μόνη φορά με την Εθνική Ελλάδας. Το 1982 έπαιξε και με τη Μικτή Κόσμου μαζί με ποδοσφαιριστές μύθους, όπως οι Πίτερ Σίλτον, Φραντς Μπεκενπάουερ, Ρούντυ Κρολ, Φέλιξ Μάγκατ, Ούγκο Σάντσεζ, Μάριο Κέμπες, κ.ά.

 

ΕΓΓΡΑΦΕΙΤΕ ΣΤΟ NEWSLETTER ΜΑΣ

Tα καλύτερα άρθρα της ημέρας έρχονται στο mail σου

ΠΡΟΣΦΑΤΑ

ΤΑ ΠΙΟ ΔΗΜΟΦΙΛΗ