Life

Είμαστε οι άλλοι, περισσότερο από ποτέ

Οι μονάδες που συνθέτουν τον ψηφιακό μας εαυτό είναι πια οι «μονάδες» του άλλου, των άλλων

kyriakos_1.jpg
Κυριάκος Αθανασιάδης
4’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ
Ο φόβος να αποκτήσουμε όλοι το ίδιο πρόσωπο

Ο φόβος να αποκτήσουμε όλοι το ίδιο πρόσωπο

Είμαστε οι άλλοι, και γινόμαστε περισσότερο οι άλλοι διαρκώς. Κάθε μέρα που περνάει, όλα αυτά τα μπιτ —ή όπως τα λένε— που συνθέτουν τον ψηφιακό μας εαυτό, αυτόν με τη μεγαλύτερη δημόσια παρουσία, αντανακλούν την εικόνα των άλλων, τείνουν να τη μιμούνται, να την αντιγράφουν και, εντέλει, να την κάνουν δική τους. Και έρχεται κάποια στιγμή που ΓΙΝΟΝΤΑΙ εκείνα τα άλλα μπιτ —ή όπως τα λένε—, και, μαζί με αυτά, σαν να μας σέρνουν από τον γιακά ή από το αυτί, γινόμαστε και εμείς κάποιοι άλλοι. Γινόμαστε ΟΙ άλλοι.

Συνέβαινε από πάντα, ορισμένως. Η κοινή μυθολογία, η κοινή θρησκεία, οι γιορτές, τα έπη, τα τραγούδια, οι ύμνοι, τα αμυντικά τείχη, οι εκστρατείες, τα λάβαρα, το όμαιμον — όλα αυτά βέβαια έχουν από πάντα κρυφό, εσωτερικό τους στόχο να ενώσουν και να ομογενοποιήσουν, γιατί μόνο έτσι συντηρούνται οι κοινωνίες, και μόνο έτσι υπάρχει ΛΟΓΟΣ να συντηρηθούν και να πορευθούν στον χρόνο. Και, μολονότι —στο ελάχιστο χρονικό διάστημα της καταγεγραμμένης ιστορίας— τίποτε δεν μπορεί να αλλάξει την ανθρώπινη ουσία, καθώς χρειάζονται πολλές χιλιετίες άλλων, μικρών αλλαγών, η μια πίσω από την άλλη, παρά ταύτα ίσως —και αυτό είναι ένας προσωπικός μου φόβος— η εποχή του διαδικτύου να δίνει μεγαλύτερη ώθηση σ’ αυτή την τάση μας να γινόμαστε ίδιοι με τους άλλους.

Παρατηρήστε πόσο συχνά σάς συμβαίνει όσο είστε ονλάιν στα ΜΚΔ. Μια άποψη, μια ιδέα, μια καταγεγραμμένη αντίδραση σε κάτι που έγινε, γίνεται αμέσως δική σας: όχι ΚΑΙ δική σας, αλλά δική σας τελεία. Ενώ στην πραγματικότητα δεν είναι, ποτέ δεν ήταν, είναι κάποιου άλλου, ή άλλων. Δεν το συνειδητοποιούμε εκείνη τη στιγμή, αλλά αν γυρίσουμε λίγο πάνω από τον ώμο μας, θα το δούμε. Θα ΤΟΝ δούμε: τον εαυτό μας να συναινεί σε κάτι που αγνοεί πλήρως. Γιατί; Γιατί γινόμαστε οι άλλοι, παραδινόμαστε, σηκώνουμε με χαρά τα χέρια ψηλά, και αυτές οι μονάδες που συνθέτουν τον ψηφιακό μας εαυτό είναι πια οι μονάδες του άλλου, των άλλων.

Θυμάμαι, παλιά —είκοσι τρία χρόνια πίσω, για την ακρίβεια— είχα κόψει την Ελευθεροτυπία γιατί είχε βγάλει το «9», εκείνο το ωραίο περιοδικό κόμικς. Μα, κόμικς; ΚΟΜΙΚΣ; Αν ήθελες να διαβάσεις ΣΗΜΕΡΑ κόμικς, όφειλες να βρεις μια χρονομηχανή και να ταξιδέψεις πίσω στον χρόνο, να γίνεις ΑΥΤΟ και όχι εκείνο το παιδί, να φοβηθείς, να ανατριχιάσεις, να ντραπείς, να κλάψεις, και μεγαλώνοντας να ψάξεις και να βρεις μόνος εκείνα τα περιοδικά που θα γίνονταν στο μέλλον ένα τόσο ρωμαλέο κομμάτι της ζωής σου, μια τέτοια ιδιαιτερότητα της ιδιοσυστασίας σου, η πετριά σου. Να σ’ τα προσφέρουν έτσι, στο πιάτο, σαν τις «καταστροφές» στα τζιν; Ποτέ, ποτέ, δεν γίνονται αυτά τα πράγματα. Ένα μέινστριμ μέσο να προσφέρει στις μάζες ό,τι πιο αντεργκράουντ κυκλοφορεί; Μήπως θα βλέπαμε και τους Freak Brothers στο εξώφυλλο; Σας παρακαλώ τώρα.

Αντιλαμβάνομαι πως δεν είναι λογικές σκέψεις αυτές, αλλά αν μη τι άλλο έτσι είχαν τα πράγματα τότε. Και τώρα; Και τώρα, ναι: τώρα γινόμαστε ακόμη περισσότερο οι άλλοι, και γινόμαστε διαρκώς. Παλιά, για να πούμε ένα παράδειγμα, οποιοσδήποτε πλούσιος άνθρωπος με καλή μόρφωση θα μπορούσε να ασπαστεί ριζοσπαστικές ιδέες και να επαναστατήσει απέναντι στην τάξη του — δεν το λέω καλά: λέγοντας «οποιοσδήποτε», εννοώ ένας όποιος να ’ναι, κάποιος στην τύχη. Σαφώς και υπήρχε αυτή η δυνατότητα, πόσο δε μάλλον που συνοδευόταν και από τη γοητευτική υπόσχεση της ηγεμόνευσης πάνω στο πλήθος. Οι αμόρφωτοι, ο λαουτζίκος, οι ακτήμονες, σίγουρα δεν μπορούσαν να επαναστατήσουν, έτσι δεν είναι; Ο επαναστατικός χαρακτήρας της εργατικής τάξης χρειάζεται μία πεφωτισμένη ηγεσία για να αναδειχθεί, το επαναστατικό υποκείμενο θα πέσει μέσα στον ιστορικό ρου μονάχα αν του δώσεις μια γερή σκουντιά. Οπότε ναι, ένας αριστοκράτης με λεφτά και μόρφωση θα μπορούσε να αναλάβει έναν τέτοιο ρόλο. Ε λοιπόν, σήμερα βλέπεις ΠΑΡΑ ΠΟΛΛΟΥΣ απ’ αυτούς —εννοώ, ανθρώπους με οικονομική άνεση και με μία σχετική καλλιέργεια— να σαγηνεύονται από την ιδέα της εξέγερσης, από τη δυνατότητα του χάους, με έναν τρόπο κωμικό — και για κλάματα μαζί, απολύτως γραφικό. Γιατί; Γιατί κάθε μέρα που περνάει γινόμαστε περισσότερο οι άλλοι, κι αυτό πια δεν έχει σταματημό. Το αντίθετο: κυλάει και φουσκώνει και μεγεθύνεται σαν χιονοστιβάδα. Συχνά, δεν γινόμαστε πια: ΕΙΜΑΣΤΕ ήδη οι άλλοι.

Για να μη μιλήσουμε για τα πολιτικά, είναι όπως —πέστε— με τα αθλητικά πράγματα: λεπτομέρειες, ας πούμε, του ποδοσφαίρου που μέχρι πριν λίγα χρόνια αφορούσαν μόνο τους οπαδούς, πλέον είναι κοινό κτήμα ανθρώπων που —κατά τα άλλα— δεν έχουν ιδέα για τι μιλάνε, ούτε και θέλουν να αποκτήσουν. Ενώ, ακόμη, υπάρχουν πολλοί που μισούν ένα εστιατόριο επειδή αργεί να σου κάνει κράτηση, ενώ οι ίδιοι δεν επιχείρησαν ποτέ να πάνε εκεί. Γινόμαστε οι άλλοι γιατί φοβόμαστε τη μοναξιά περισσότερο από ποτέ, λες και ήμασταν κλεισμένοι μέσα σε έναν παγετώνα της Ανταρκτικής για χιλιάδες χρόνια. Και τη φοβόμαστε περισσότερο από ποτέ γιατί είμαστε περισσότερο από ποτέ εκτεθειμένοι. Μας ξέρουν καλά —έστω: τον ψηφιακό μας εαυτό, αυτόν με τη μεγαλύτερη δημόσια παρουσία, και πιθανώς αυτόν που πια έχει πάρει το πάνω χέρι από όλους τους άλλους μας εαυτούς— πάρα πολλοί άνθρωποι. Γι’ αυτό ντυνόμαστε άλλα ρούχα, και άλλο δέρμα. Για να τους μοιάσουμε, για να μοιάσουμε με ένα κοινό πρότυπο, με κάτι που θα έχει στοιχεία ολωνών μας — δηλαδή κανένα χαρακτηριστικό απολύτως.

Δεν ισχυρίζομαι ότι είναι κακό αυτό το πράγμα. Λέω ότι εγώ το φοβάμαι, και όχι τώρα, αλλά από παλιά. Και δεν το φοβάμαι για τους άλλους, αλλά για μένα. Για την ακρίβεια, το τρέμω. Είναι ο λόγος που προσπαθώ να μη βλέπω τις ταινίες και τις σειρές που βλέπουν όλοι. (Και τις τηλεοπτικές διαφημίσεις, που είναι επίσης ένα ασφαλές όχημα ομογενοποίησης). Ομολογουμένως, έχω χάσει τόνους από αξιόλογο σινεμά και τηλεόραση έτσι. Δεν έχω δει το «Succession», φέρ’ ειπείν, ή το «Ted Lasso». Που είναι καλές σειρές. (Για να μείνω μόνο στο εφήμερο σήμερα, γιατί πιο παλιά έχασα επίσης ένα σωρό ωραία έργα, δεκάδες, ίσως και εκατοντάδες). Αλλά δεν μπορώ να το κάνω, προτιμώ να διαβάζω παλπ πεζογραφία του Μεσοπολέμου, ή να βλέπω ξανά και ξανά τα ίδια παλιά έργα στην τηλεόραση, γιατί φοβάμαι —τρέμω— μήπως μια μέρα κοιταχτώ στον καθρέφτη φορώντας ένα ζευγάρι μαύρα γυαλιά που θα βρω τυχαία στον δρόμο και διαπιστώσω πως δεν έχω πια πρόσωπο, πως είμαι όλοι οι άλλοι.

ΠΡΟΣΦΑΤΑ

ΤΑ ΠΙΟ ΔΗΜΟΦΙΛΗ