Life

Μετά τεσσαράκοντα έτη

Τι μπορεί να έχει αλλάξει σε μία παρέα παιδιών μετά από σαράντα ολόκληρα χρόνια, και τι έχει μείνει ίδιο;

kyriakos_1.jpg
Κυριάκος Αθανασιάδης
3’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ
athanasiadis-reunion.jpg

Παρατηρήσεις πάνω σε ένα reunion συμμαθητών — της τελευταίας χρονιάς των χωρισμένων σε «αρρένων» και «θηλέων» σχολείων

Το Σάββατο το βράδυ οι συμμαθητές του Γ1 τμήματος του Α΄ Λυκείου Χαριλάου κάναμε reunion, σαράντα χρόνια μετά την αποφοίτησή μας από το Λύκειο: το καλοκαίρι του 1981. Σαράντα χρόνια είναι πολύς καιρός. Τόσο πολύς, που πια ήμασταν βέβαια απολύτως ξένοι ο ένας με τον άλλον, και έπρεπε να ξαναγνωριστούμε — ή απλώς να μην το κάνουμε καθόλου. Καθώς σχεδόν κανείς μας δεν είχε συναντηθεί με τους υπόλοιπους όλον αυτό τον καιρό (με τη μοναδική εξαίρεση δύο φίλων — ένα στατιστικά ασήμαντο ποσοστό), οι συστάσεις έπρεπε να γίνουν εξαρχής, και να επαναλαμβάνονται ανά κάποια διαστήματα: «Ποιος Γιώργος εννοείς;» Κάποιες φορές, όλοι βρεθήκαμε να μιλάμε με κάποιον που δεν ήταν αυτός που νομίζαμε πως ήταν.

Περάσαμε πολύ όμορφα, και όλο αυτό ήταν πολύ συγκινητικό και ευχάριστο. Επίσης, προφανώς και ξέραμε βέβαια τι σήμαιναν αυτές οι τέσσερις δεκαετίες —ούτε λίγο, ούτε πολύ, το ίδιο χρονικό διάστημα μας χωρίζει από το 2061, οπότε και θα χτίζουμε πελώρια κτίρια με νανοτεχνολογία μέσα σε λίγες μόνο μέρες, η Νέα Υόρκη θα έχει υψώσει αντιπλημμυρικό τείχος, ενώ θα μας επισκεφτεί εκ νέου ο κομήτης του Χάλεϊ—, αλλά είναι αλλιώς να καταλαβαίνεις κοιτώντας το πρόσωπο του άλλου πόσο αναπόφευκτα και ανεπιστρεπτί μεγάλωσες και ο ίδιος — κι ας αισθάνεσαι χωρίς ηλικία μέσα σου (όπως συμβαίνει με όλους τους ανθρώπους: κανείς δεν αισθάνεται πράγματι νέος ή γέρος, η έσω ηλικία όλων μας είναι κοινή), κι ας νιώθεις απλώς πιο έμπειρος από το παιδί που είδες προ ολίγων ημερών σε εκείνες τις παλιές φωτογραφίες στο κοινό σας μήνυμα.

Στο μικρό αυτό σημείωμα θέλω να μοιραστώ μόνο τρεις μικρές παρατηρήσεις που έκανα εκεί στο ουζερί — τα υπόλοιπα, οι ιστορίες, οι αναμνήσεις, οι εξομολογήσεις, είναι προσωπικά θέματα.

Η πρώτη έχει να κάνει με την άμβλυνση, σε τέτοιες περιπτώσεις, των παθών της καθημερινότητας. Με τους παλιούς σου συμμαθητές, που έχεις να τους δεις τόσο καιρό, σε ενώνουν πολύ περισσότερα από όσα σε χωρίζουν. Έτσι, δεν μπορείς να αισθανθείς τίποτε περισσότερο από έναν μικρό νυγμό όταν ο άλλος ανακοινώνει την προτίμησή του σε ένα συγκεκριμένο κόμμα, παραδείγματος χάριν, το οποίο εσύ —για να το θέσουμε κομψά— απεχθάνεσαι. Αλήθεια, δεν έχει σημασία. Μάλιστα, δεν μπόρεσα —σχεδόν το επιδίωξα, αλλά δεν μου βγήκε— να νιώσω θυμό ή κάτι παρόμοιο με τον έναν ανάμεσά μας που δήλωσε αντιεμβολιαστής. Πράγμα που μέχρι εκείνη τη στιγμή δεν θα το πίστευα. Το clan είναι πάνω απ’ όλα, καθώς φαίνεται. Η, τρόπον τινά, φυλή (μια κοινή δεξαμενή μνημονικών γονιδίων) έχει πολύ γερές, πολύ στερεές βάσεις μέσα μας. (Δεν το λέω «ανακαλύπτοντας την Αμερική», προφανώς).

Η δεύτερη παρατήρηση: όλοι σε αυτή την παρέα ήταν λίγο ή πολύ επιτυχημένοι. Είχαν καλές δουλειές, επιχειρήσεις, γερές θέσεις σε επιχειρήσεις άλλων, εξοχικά, αμάξια, κύρος, κοινωνική άνεση. Όλοι, επίσης, είχαν δουλέψει τρομερά στη ζωή τους —από τότε, ασταμάτητα, και μέχρι σήμερα—, και εξακολουθούσαν να δουλεύουν σχεδόν με τους ίδιους ρυθμούς — και πάντως κανείς, ούτε ένας τους, «οχτάωρο»: μάλλον προς το δωδεκάωρο τείνουν οι περισσότεροι, ή και παραπάνω. Εντυπωσιακό (εννοώ η επιτυχία, η σχετική οικονομική ευρωστία), καθώς η γειτονιά μας ήταν μια λαϊκή, φτωχή γειτονιά —οι μανάδες μας μάνταραν τις νάιλον κάλτσες τότε, και οι περισσότεροι δουλεύαμε όλες τις διακοπές των Χριστουγέννων και του Πάσχα από τα δεκαπέντε μας—, ενώ και η συνολική ακαδημαϊκή μας πορεία υπήρξε αναιμική, αν όχι ανύπαρκτη στο σύνολό της, πλην ελαχίστων εξαιρέσεων.

Η τρίτη παρατήρηση αφορά κάτι φαινομενικά άσχετο, μα στην πραγματικότητα πολύ-πολύ σχετικό: αν εξαιρούσες εμένα, ένα επίσης στατιστικά ασήμαντο ποσοστό, όλοι οι υπόλοιποι είχαν από ελάχιστη έως απολύτως καμία σχέση με τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, μολονότι άκρως… κοινωνικοί άπαντες. Το σημειώνω γιατί σκέφτομαι πως, μπορεί μεν τα δισεκατομμύρια χρηστών τού Facebook, αίφνης, να είναι αληθινά, να είναι αληθινοί λογαριασμοί, αλλά η επαφή μεγάλων ομάδων του πληθυσμού με το μέσο είναι μηδενική. Τα πράγματα ίσως να μην είναι όπως τα φανταζόμαστε καμιά φορά. Στα ΜΚΔ, και ας το θυμόμαστε αυτό, δεν επηρεάζουμε κανέναν — το μόνο που γίνεται είναι ότι επηρεαζόμαστε εμείς.

Περάσαμε καλά. Φάγαμε, ήπιαμε, γελάσαμε. Ήταν ωραία. Και ήμασταν, με τον τρόπο μας, ίδιοι — παρά τις αλλαγμένες φάτσες, τα λίγα ή και καθόλου μαλλιά, και τα γκρίζα ή λευκά των υπολοίπων. Έλειπαν ασφαλώς και κάμποσοι. Ένας —ο μόνος σελέμπριτι της τάξης— ζει στην Αθήνα, ενώ καναδυό άλλοι δεν τα κατάφεραν να αποφύγουν τις υποχρεώσεις τους και έστειλαν απλώς θερμούς χαιρετισμούς. Ένας απ’ όλους μας πέθανε μόλις πέρυσι από καρκίνο, καλό παιδί, και ένας άλλος πήρε μόνος του τη ζωή του πριν λίγα χρόνια, βουτηγμένος στα χρέη. Κάποιος άλλος χάθηκε μέσα στις καταχρήσεις ακόμη λίγο πιο πίσω, κάποιοι έφυγαν πολύ νέοι με τα μηχανάκια ή από άλλους δρόμους, ναι — αλλά συνολικά, κοίτα να δεις, είμαστε ακόμα ζωντανοί και ακμαίοι οι περισσότεροι, παρά ταύτα.

Το επόμενο μαζικό reunion, βέβαια, δεν θα γίνει σε ακόμη σαράντα χρόνια, αλλά σε πολύ λιγότερα. Δεν θα δούμε, φευ, τον Χάλεϊ όλοι μαζί. Θα λείπουμε οι περισσότεροι όταν θα περνάει ξυστά πάνω από τα κεφάλια μας, θα έχουμε καβαλήσει τον δικό μας κομήτη. Αλλά θα έχουμε περάσει καλά ώς τότε.

ΥΓ. Έχω και μια ακόμη παρατήρηση, που τη βάζω εδώ σαν υστερόγραφο, για να μην πολυφαίνεται. Η σχέση με τα βιβλία αυτών των μεγάλων αγοριών είναι σχεδόν ανύπαρκτη. Μα, έτσι κι αλλιώς, σε τέτοιες ηλικίες οι αναγνώστες είναι κατά κύριο λόγο γυναίκες.
 

ΕΓΓΡΑΦΕΙΤΕ ΣΤΟ NEWSLETTER ΜΑΣ

Tα καλύτερα άρθρα της ημέρας έρχονται στο mail σου

ΠΡΟΣΦΑΤΑ

ΤΑ ΠΙΟ ΔΗΜΟΦΙΛΗ