Life

Γιατί κανείς δεν επισκέπτεται πια τους ηλικιωμένους του;

Ο φόβος του θανάτου πλανιέται διάχυτος στοιχειώνοντας την καθημερινότητά τους.

Ρίτα Τζεϊράνη
ΤΕΥΧΟΣ 766
4’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Η Ελευθερία Τζεϊράνη, φωτογράφος, κοινωνική λειτουργός στο Δημοτικό Γηροκομείο Χανίων, γράφει για τη μοναξιά των ηλικιωμένων στον καιρό της πανδημίας

Η Ελευθερία Τζεϊράνη είναι κοινωνική λειτουργός και εργάζεται στο Δημοτικό Γηροκομείο Χανίων. Εμείς τη «γνωρίσαμε» μέσα από τη σελίδα της στο Instagram @tzeirani.rita μία σελίδα με υπέροχες φωτογραφίες από την πόλη της, τα Χανιά, και από όλη την Ελλάδα, αφού το πάθος της, όπως μας εξομολογήθηκε, είναι η φωτογραφία. Της ζητήσαμε να μας πει πώς βιώνουν η ίδια, οι συνάδελφοί της, οι ηλικιωμένοι που φροντίζουν, όλο αυτό το τραγικό που συμβαίνει και μας έστειλε αυτό το κείμενο. Μας συγκίνησε. Τι σημαίνει να είσαι ηλικιωμένος, μόνος, φοβισμένος, μακριά από τα αγαπημένα πρόσωπα ειδικά αυτές τις γιορτινές μέρες; Τι σημαίνει να περιμένεις μια επίσκεψη που δεν έρχεται, να μην μπορείς να δεις ούτε το χαμόγελο μιας καλημέρας πίσω από τη μάσκα;

H Ελευθερία Τζεϊράνη

Γράμμα από το Δημοτικό Γηροκομείο Χανίων

«Μπαίνοντας, η πρωινή θερμομέτρηση συνοδευόμενη από το άγχος μη ξεπεράσει τους 37°C. Ακολουθεί για άλλη μια φορά η λεπτομερής καταγραφή των προσωπικών μου στοιχείων και κάποιων άλλων πληροφοριών. Φορώντας τη μάσκα, η οποία θα «αντιπροσωπεύει» το πρόσωπό μου για τις επόμενες 8 ώρες, κατευθύνομαι προς το γραφείο μου. Στην είσοδο του Γηροκομείου δεσπόζει το τεράστιο χριστουγεννιάτικο δέντρο, κι αυτό όμως λες και συμμερίζεται το κλίμα που κυριαρχεί. Το παρατηρώ και συνειδητοποιώ πως τίποτα δεν θυμίζει πως έρχονται Χριστούγεννα. Στα πρόσωπα όλων ζωγραφισμένη μια μελαγχολία και μια απορία, λες και όλο αυτό που περνάμε ανήκει στη σφαίρα της φαντασίας.

Πέρσι, τέτοιες μέρες, ο χώρος ξεχείλιζε από κινητικότητα. Οι φωνές των παιδιών που τραγουδούσαν χριστουγεννιάτικα τραγούδια και κάλαντα, τα χαμόγελα των ηλικιωμένων και των συγγενών τους που είχαν έρθει να τους επισκεφτούν, το πήγαινε-έλα των σχολείων... Θυμάμαι χαρακτηριστικά είχα πιάσει τον εαυτό μου να γκρινιάζει γιατί δεν υπήρχε ελεύθερος χρόνος. Τώρα; Τώρα μια σιωπή που κάνει τέτοιο θόρυβο που σε τρομάζει και μια στασιμότητα που όσες προσπάθειες κι αν κάνεις δεν μπορείς να την αλλάξεις. Ίσως για να μας θυμίσει και να μας επιβεβαιώσει για άλλη μια φορά πως τίποτα στη ζωή μας δεν είναι δεδομένο.

© Ελευθερία Τζεϊράνη

Στο σαλόνι του α΄ ορόφου παίρνουν το πρωινό τους, βάζω βιαστικά τη ρόμπα μου και κατευθύνομαι για την πρώτη καλημέρα. Φωνάζω ΚΑΛΗΜΕΡΑ και χαμογελώντας προχωράω. Πάντα ξεχνάω πως πίσω από τη μάσκα το χαμόγελο μου δεν θα φανεί, φαίνεται όμως στα μάτια. Αν κάποιος σηκώσει το κεφάλι του και με δει, ίσως το προσέξει...

Οι καλημέρες που θα ακούσω, ελάχιστες και σιγανές. Αλλά πώς θα μπορούσε αλήθεια να είναι αλλιώς; Η πραγματικότητά τους ήταν δύσκολη, έγινε ακόμα δυσκολότερη τους τελευταίους μήνες. Όταν στο μεγαλύτερο ποσοστό πληθυσμού το αντίβαρο για όλο αυτό που περνάει είναι το ισχυρό οικογενειακό περιβάλλον, φανταστείτε η παντελής έλλειψή του τι προβλήματα μπορεί να δημιουργήσει.

© Ελευθερία Τζεϊράνη

Ο υποχρεωτικός εγκλεισμός λόγω COVID-19 και η απομάκρυνση από τα αγαπημένα πρόσωπα για τόσο μεγάλο χρονικό διάστημα έχει αλλάξει την καθημερινότητα όλων μας, πόσο μάλλον των ηλικιωμένων, εντείνοντας συναισθήματα όπως φόβο, αβεβαιότητα, μοναξιά, θλίψη, οργή, θυμό. Ο φόβος του θανάτου πλανιέται διάχυτος στοιχειώνοντας την καθημερινότητά τους και παράλληλα το συναίσθημα του θυμού αυξάνεται εντοπίζοντας τη ρίζα του πολλές φορές σε επουσιώδη για μας, αλλά ουσιώδη για αυτούς θέματα της καθημερινότητας. Το συναίσθημα της μοναξιάς, έντονο. Πώς αλήθεια να μπορέσεις να καλύψεις την απουσία μιας ζεστής αγκαλιάς και ενός αγγίγματος; Μιας γλυκιάς κουβέντας από το παιδί σου ή από έναν δικό σου άνθρωπο; Κενό που δεν αναπληρώνεται δυστυχώς και καλούμαστε εμείς να παίξουμε κάποιο υποκατάστατο ρόλο μέσα στον πανικό των ημερών, μεταξύ άλλων.

Μέσα σε όλα αυτά έρχονται να προστεθούν αλλαγές στο περιβάλλον που μέχρι τώρα γνώριζαν σαν σπίτι τους – ήταν και είναι το σπίτι τους. Το προσωπικό δεν είναι εύκολο να το αναγνωρίσουν, λόγω μάσκας, οι ίδιοι δεν επιτρέπεται ούτε στο προαύλιο να βγαίνουν μόνοι τους και αν χρειαστεί να πάνε κάπου, μόνο με τη συνοδεία προσωπικού, ατη συνέχεια τους παίρνουν τη θερμοκρασία.

Όμως, το κυριότερο, γιατί δεν τους επισκέπτεται πια κανείς; Γιατί η επικοινωνία με τους δικούς τους ανθρώπους έχει περιοριστεί σε ένα τηλεφώνημα;

Δεν είναι λίγες οι φορές που δεν αναγνωρίζουν ούτε εμένα, και θα χρειαστεί να πάω κοντά τους, να τους μιλήσω και να τους αγγίξω στον ώμο για να με καταλάβουν.
Δεν είναι λίγες οι φορές που θα εξηγήσω ξανά και ξανά, όπως εξηγώ σε ένα μικρό παιδάκι –γιατί και αυτοί στη μικρή ηλικία έχουν επιστρέψει, και αυτό δεν πρέπει να το ξεχνάμε–, γιατί δεν πρέπει να βγαίνουν έξω χωρίς λόγο και ποτέ μόνοι τους.
Δεν είναι λίγες οι φορές που θα προσπαθήσω να εξηγήσω –όσο μπορώ– αυτή την άχρωμη πραγματικότητα, βάζοντας μέσα της κάτι όμορφο, όπως ένα τηλέφωνο από ένα αγαπημένο πρόσωπο ή μια ανάμνησή του, μια ιστορία που θα μου πουν οι ίδιοι...

Για να ξορκίσουμε το κακό, να κοροϊδέψουμε τον χρόνο και να κερδίσουμε άλλη μια μέρα στην πολύτιμη ζωή αυτών των ανθρώπων.

Θα συνεχίσω να το κάνω. Για όσο ακόμα χρειαστεί. Κι ας νιώθω πολλές φορές κουρασμένη, απογοητευμένη, θυμωμένη. Η δουλειά όλων μας μέσα στον χώρο είναι δύσκολη, προσπαθούμε καθημερινά να δώσουμε τον καλύτερο εαυτό μας, ο καθένας από το δικό του μετερίζι. Είμαστε όλοι μαζί σε αυτό. Παίρνω δύναμη και αισθάνομαι απέραντη ευγνωμοσύνη προς τους συναδέλφους μου. Τους οφείλω ένα μεγάλο ευχαριστώ. Για τη συνύπαρξη, τη συνεργασία και την υπομονή τους. Μάθαμε όλα αυτά τα χρόνια να στηρίζει ο ένας τον άλλο στα εύκολα και στα δύσκολα. Με επιμονή και υπομονή. Και θα συνεχίσουμε να το κάνουμε.

Γιατί, για αυτούς τους ανθρώπους, ο χώρος αυτός είναι το σπίτι τους και επιβάλλεται να νιώθουν την ασφάλεια που έχουν χάσει αφήνοντας το οικογενειακό τους περιβάλλον. Γιατί οφείλουμε σε αυτό το στάδιο της ζωής που βρίσκονται να απαλύνουμε τις όποιες αγωνίες και τα άγχη τους φροντίζοντας ο υπόλοιπος χρόνος που τους έχει απομείνει να είναι γεμάτος ηρεμία, στοργή, αγάπη, συντροφικότητα.

Όπως εύστοχα είχε γράψει ο Α. Καμί: «Εξακολουθώ να πιστεύω ότι αυτός ο κόσμος δεν έχει υψηλό νόημα. Αλλά ξέρω ότι κάτι σ’ αυτόν έχει νόημα: είναι ο άνθρωπος, γιατί είναι ο μόνος που απαιτεί να έχει κάποιο νόημα».

Θα τελειώσω με μία εικόνα που θέλω να μοιραστώ μαζί σας. Λίγο πριν το δεύτερο lockdown, όταν επιτρέπονταν οι επισκέψεις αλλά εξ αποστάσεως, είδα μια γιαγιά πίσω από το τζάμι του δευτέρου ορόφου καθισμένη στο αναπηρικό της καροτσάκι και κρατώντας στο χέρι ένα κινητό. Ακριβώς από κάτω η κόρη της κρατώντας και εκείνη ένα τηλέφωνο στο χέρι προσπαθούσε με δάκρυα στα μάτια να μιλήσει στη μητέρα της...

Η αγάπη πάντα θα βρίσκει τρόπο να νικάει τον θάνατο.

Σας ευχαριστώ.