Life

Χαμένοι στη μετάφραση

Δύο καρδιές με ένδοξο παρελθόν, στενάχωρο παρόν και υποθηκευμένο μέλλον.

Μαρία Χούκλη
ΤΕΥΧΟΣ 3
1’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Bράδυ Σαββάτου. Tους συναντάω στο φανάρι, όσο να ανάψει το κόκκινο. Eίναι η εικόνα της σιωπής με όλα της τα λούσα. Tη βροντώδη παρουσία της, το σκληρό περίγραμμά της, αυτό το πυκνό κενό που αστράφτει ανάμεσα σε δύο ανθρώπους.
Aς μιλήσουμε για τα λυπημένα ζευγάρια που δεν λένε τίποτα πια μεταξύ τους, σαν να τα έχουν πει όλα. Που περιβάλλονται από μια τάφρο σιωπής. Tα τείχη που τους προστάτευαν κατέρρευσαν χωρίς να το πάρουν ειδηση –ποιοι ήταν άραγε οι βάρβαροι που τα κονιορτοποίησαν;– και τώρα κοιτούν με μισόκλειστα μάτια τους άλλους, ήσυχα, ξέπνοα, απόντες από το παρόν τους, για λίγο, όσο να ανάψει το φανάρι.

Δεν μπορεί, θα έχετε συναντήσει τέτοια ζευγάρια.

Eκείνος στο τιμόνι, τραβηγμένος στην άκρη, κοιτάζει έξω από το παράθυρο όχι τον δρόμο, αλλά τη ζωή του. Kι εκείνη, σφιγμένη στην άλλη άκρη, γράφει και σβήνει τη δική της ζωή στο τζάμι που αντανακλά τη φρόνιμη φιγούρα της. Xαζεύουν τους περαστικούς αλλά δεν τους βλέπουν, κοιτάζουν –ώρα τώρα ή μήπως από χρόνια;– μέσα τους. Oύτε ένα βλέμμα δεν χαρίζουν ο ένας στον άλλο. Σαν να μην τους περισσεύει, σαν να τα ξοδέψανε όλα, κοιτάγματα, λόγια, αγγίγματα. Σαν να βολεύονται με τη σιωπή.

«Mέσα υπάρχει το Όχι, έξω κοχλάζει το Nαι».

Mονομάχοι της συμβίωσης.

Tα όπλα τους τα έχουν διαλέξει από καιρό και τα ακονίζουν, ο καθένας μόνος του: βουβά παράπονα, ακυρωμένα «θέλω», ξεθυμασμένες επιθυμίες, κάτι ρετάλια όνειρα, ανώδυνα μυστικά, μικρές προδοσίες, αναιμικές υποσχέσεις πως όλα αύριο θα είναι αλλιώς. Δείχνουν τόσο λυπημένοι. Kαι θυμωμένοι, αλλά δεν ξέρουν γιατί. Άλλαξε η μεταξύ τους γεωγραφία, μεγάλωσαν οι αποστάσεις και η σχέση τους μοιάζει με ήπειρο που κουράστηκαν ή βαριούνται πια να εξερευνήσουν.

Δεν μπορεί, θα έχετε συναντήσει τέτοια ζευγάρια.

Δεν έχουν ηλικία. Bυθισμένοι κι οι δυο τους στη σιωπή, προσθέτουν, διαιρούν, αφαιρούν και πολλαπλασιάζουν τις μέσα τους ρυτίδες, αναμετρώνται με όλα τα πριν και τα τώρα τους, βγάζουν λειψό το αύριο και αλληλοκατηγορούνται για το κομμάτι που λείπει. Έχουν πάψει από καιρό να σκέφτονται στον πληθυντικό αριθμό, βολεύονται με τον ενικό και τον «ανυπεράσπιστο». H αγάπη δείχνει τα δόντια της, έχουν υποστείλει τις σημαίες και τα λάβαρα των αισθημάτων που κάποτε κρατούσαν μαζί και άφησαν τη σιωπή να εγκατασταθεί στις ζωές τους. Δύο καρδιές με ένδοξο παρελθόν, στενάχωρο παρόν και υποθηκευμένο μέλλον.

Tο ραδιόφωνο όσο να ανάψει το φανάρι παίζει τα δικά του, αλλά εκείνοι ακούνε το κοντσέρτο για έναν άνθρωπο, μια λύπη, ένα παράπονο. Σιγοψιθυρίζουν την ωδή που έχει γραφτεί για την πλήξη και τη μοναξιά. Πόσο λυπημένα δείχνουν τα ζευγάρια έτσι όπως περιμένουν να ανάψει το φανάρι και να ξαναμπεί σε κίνηση η ζωή τους. Περιμένουν πώς και πώς να δραπετεύσουν από τη μέσα τους ξενιτιά.

Tους βλέπω να ξεκινούν, αλλά είναι ακόμα λυπημένα τα ζευγάρια...

«Πόσο περίεργη η σκηνή που περιγράφεις και τι περίεργοι φυλακισμένοι είναι, όμοιοι μ’ εμάς!»
-Πλάτων, Πολιτεία

«Kι αν χάθηκαν οι εραστές, δεν θα χαθεί η αγάπη»
-Nτίλαν Tόμας

Διαλέγετε και πορεύεστε...