Life

Συνεδρία για δύο (διήγημα)

Μ’ ακούτε; Είστε ακόμα εκεί;

Δήμητρα Γκρους
11’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Είναι και οι δύο γυµνοί, ξαπλωµένοι, ο ένας δίπλα στον άλλο. Εκείνη ανασηκώνεται ελαφρά και αλλάζει τη διάταξη των σωµάτων τους, της φαίνεται πιο σωστό να τον έχει πίσω της, τοποθετείται κάθετα στο κρεβάτι µε το κεφάλι στο ύψος της λεκάνης του. ∆εν ξέρει αν την κοιτάζει, του αρέσει να την κοιτάζει, της αρέσει που του αρέσει. Αυτή τη φορά δεν έχει σηµασία. Μπορεί να ανάψει ένα τσιγάρο, αν θέλει, δεν την πειράζει, το µόνο που χρειάζεται είναι να την ακούει. Θα μιλάει με το σώμα ανάσκελα, ξαπλωμένο, το διπλό κρεβάτι σαν να στενεύει, ίσα που χωράει τη φωνή της που αρχίζει να τρέμει πριν καλά-καλά ακουστεί. Για µια στιγµή ησυχάζει, παίρνει βαθιά ανάσα, σταµατάει το χρόνο. Καρφώνει το βλέµµα στον απέναντι τοίχο, εκεί που άλλοτε υπήρχε ένας πίνακας ζωγραφικής για να προσφέρει παρηγοριά ύστερα από µια απότοµη πτώση στο κενό…


Υπάρχει κάτι για το οποίο δεν σας έχω µιλήσει. ∆εν ξέρω κιόλας, δεν είμαι σίγουρη, ξέρετε, δεν έχω και πολλή εµπιστοσύνη στις λέξεις. Σίγουρα κάτι θα σας έχω πει, µε άλλον τρόπο ίσως. Η διαφορετική διάταξη των λέξεων φτιάχνει πάντα κάτι άλλο, η αφήγηση αλλάζει, αποκαλύπτονται πτυχές που δεν τις είχαµε φανταστεί, έτσι δεν είναι; Τα πράγµατα, αν δίνεις σηµασία στις λέξεις, για ένα λεπτολόγο σαν κι εµένα δηλαδή, χρειάζεται να τοποθετηθούν ξανά και ξανά, και έχει σημασία ποιες διαλέγεις. Λοιπόν... είναι ένα συναίσθηµα, αν µπορείς να το πεις έτσι. Με επισκέπτεται ξαφνικά, αναπάντεχα, χωρίς να το περιµένω. Στην αρχή µε περιτριγυρίζει µια θλίψη, µε προειδοποιεί γι’ αυτό που θα ακολουθήσει. Το νιώθω να έρχεται...

-∆εν υπάρχει λόγος.

-∆εν είµαι σαν κι εσένα.

-∆εν το εννοούσα έτσι.

-Ούτε κι εγώ.

Ήθελε να τον καθησυχάσει, όμως πάντα υπήρχαν λόγοι... Είχε προσπαθήσει κι είχε καταλάβει λάθος, αυτό την είχε πληγώσει πιο πολύ. Όταν οι φαντασιώσεις παίρνουν τη θέση της πραγµατικής ζωής έρχεται µια στιγµή, που, πράγµατι, χωρίς να υπάρχει λόγος, η επαναφορά στην πραγµατικότητα είναι οδυνηρή. Πάντα κάτι χάνεις, κάτι κερδίζεις, αν το ξέρεις αυτό ίσως και να µπορέσεις να κρατηθείς, υπενθύμιζε κάθε τόσο στον εαυτό της για να αναθαρρεί… δεν ήταν εύκολο. Ξέρετε, ποτέ δεν είναι εύκολο...

Ένιωθε προδομένη. Περπάτησε μέχρι το ψηλότερο σηµείο της πόλης, κάθισε στο πεζούλι και έβγαλε τα παπούτσια της. Από την πίσω πλευρά ήταν προστατευµένη, υπήρχαν µόνο δέντρα. Έµεινε πολλή ώρα έτσι, ακίνητη, µε το βλέμμα απλανές, τα πόδια να κρέμονται στο κενό κι ένα αεράκι να της χαϊδεύει το πρόσωπο. Άρχισε να παίρνει βαθιές ανάσες: εισπνοή πέντε χρόνοι, εκπνοή άλλοι πέντε. Είναι δύσκολο να γεµίσεις µε αέρα θώρακα και κοιλιά, αλλά όχι πνευµόνια, πάντα λίγος αέρας φεύγει κατά κει που δεν θέλεις. Πάµε πάλι… ένα, δύο, τρία, τέσσερα, πέντε, εισπνοή, εκπνοή, όλη της η ύπαρξη πέντε χρόνοι αέρα. «Θρηνούσε» µε τον τρόπο που θρηνείς όταν αποχωρίζεσαι κάτι, δεν ήξερε τι ήταν αυτό που αποχωριζόταν. Μια μέρα πήγε στη θάλασσα, η παραλία ήταν γεμάτη κόσμο, ξαπλώστρες παντού, μπήκε στο νερό κι άρχισε να κολυμπάει. Στην αρχή με γρήγορες απλωτές κινήσεις, πρώτα ελεύθερο και μετά ύπτιο, μέχρι να κουραστεί, κι έπειτα πήρε μια πρόσθια θέση, ξεκούραστη, και συνέχισε χαλαρά, σαν να είχε βγει μια μικρή βόλτα, να καθαρίσει λίγο το μυαλό της, να απολαύσει την υγρή ηρεμία του τοπίου, έναν απογευματινό περίπατο στη θάλασσα. Μόνο που ο δρόμος, χωρίς να το καταλάβει, την έβγαλε βαθιά, εκεί που τα νερά παίρνουν αυτό το μπλε σκούρο χρώμα κι αν βάλεις το κεφάλι μέσα και ανοίξεις τα μάτια νιώθεις μια σκοτεινιά που σε κάνει και σκιάζεσαι. Ήταν το ηλιοβασίλεµα που την είχε κάνει να ξεχαστεί, είχε συγκεντρώσει την προσοχή της στη χρυσοκόκκινη γραμμή που χάραζε στην επιφάνεια της θάλασσας ο ήλιος που έδυε και την ακολουθούσε, λες και μπορούσε να τον φτάσει, λες και η γραμμή του ορίζοντα ήταν ένας τόπος που μπορούσε να πάει κανείς να τον επισκεφτεί. Ίσως και να το θέλησε να φύγει µακριά, στο βαθύ μπλε του πελάγους, για να νιώσει καλύτερα. Η θάλασσα είναι πάντα ασφαλής δρόµος αν έχεις ανάγκη να πάρεις αποστάσεις, αν νιώσεις την επιθυμία να μείνεις μόνος, οι άνθρωποι δεν πάνε πολύ µέσα, φοβούνται. Κι αυτή φοβόταν. Είµαστε µόνοι, τόσο όσο είµαι εγώ τώρα, ο καθένας από μας, σκέφτηκε την ίδια εκείνη στιγμή που αισθάνθηκε τις δυνάμεις της να την εγκαταλείπουν και παρά το γεγονός ότι δεν υστερούσε στο κολύμπι ούτε της έλειπε το θάρρος, ένιωσε κάτι να σπάει μέσα της από όλο αυτό τον όγκο του νερού που απλώνονταν γύρω της. Η ανάσα της ηχούσε γρήγορη και κοφτή, η ακτή ήταν μακριά κι οι άνθρωποι μικρές κουκίδες κάπου στον ορίζοντα, οι ρόλοι είχαν αντιστραφεί, είχε περάσει στην απέναντι πλευρά, στην πλευρά του χρυσοκόκκινου φωτός που έσβηνε κι αυτό όσο περνούσε η ώρα… Είχε κουραστεί, ούτε που κατάλαβε πόσο, δεν είχε τέτοια πρόθεση, ήταν που είχε νιώσει αυτό το σφίξιμο μέσα της που την έκανε να θέλει να φύγει, κι έπειτα χαλάρωσε τόσο που ξεχάστηκε, η θάλασσα ασκούσε μια δύναμη πάνω της, είχε αυτή την ομορφιά, να κολυμπάς, να αφήνεις το σώμα σου να επιπλέει στην επιφάνεια και να απολαμβάνεις τη δροσερή της αύρα, μια αίσθηση ελευθερίας, μέχρι εκεί, έπρεπε να ανακτήσει τη δύναμή της, όλο το πράγμα ήταν μια μεταφορά, η επιθυμία ήταν παρούσα, έπρεπε να θέλεις να ζήσεις. Συγκεντρώθηκε στην αναπνοή της, κάθε ανάσα κι ένας χρόνος, µισός έστω, ασθµαίνουσα εισπνοή µπερδεµένη µε εκπνοή, λίγο ακόµα, έλα, µπορείς… άλλο λίγο, ωραία, αυτό ήταν, όλα καλά. Τα πράγματα είχαν ισορροπήσει, είχε φύγει κι είχε επιστρέψει. Ξάπλωσε στην αμμουδιά με το σώμα βαρύ κι ανάλαφρο μαζί, νιώθοντας ξανά την ασφάλεια του πλήθους, παρέα με αυτό το αίσθηµα επηρµένης ικανοποίησης που είχε πάντα όταν τα κατάφερνε, μετά από κάθε μικρή επιτυχία, που το κρατούσε βαθιά μέσα της για να αντιμάχεται την ανάγκη της να έρθει κάποιος και να της πει μπράβο. Αρκούνταν στον εαυτό της, μπράβο που τα κατάφερες, κι άφηνε τα πράγµατα να µπαίνουν στη θέση τους, όσο το µπορούσαν. Όσο το µπορούν, της άρεσε αυτή η φράση, µέχρι εκεί που φτάνει η δύναµή τους, τόσο δίκιο όσο και δύναµη… Δύναμη είχε, το ήξερε και φούσκωνε από περηφάνια, μέσα της πάντα, κρυφά. Κι έλεγε σιωπηλά... όταν χάνεις κάτι, κάτι άλλο είναι που κερδίζεις, αρκεί να μπορείς να το δεις

.............................

Συγνώμη, παρασύρθηκα... Μ’ ακούτε; Είστε εκεί;

Να σας πω; Το αναγνωρίζω, ήρθε δύο φορές την προηγούµενη εβδοµάδα, ξαφνικά, χωρίς να υπάρχει λόγος. ∆εν δικαιολογείται. ∆εν ξέρω γιατί, όταν σουρουπώνει και µετά, τις βραδινές ώρες, γίνομαι πιο ευάλωτη, φαίνεται πως είµαι πρωινός τύπος, το μυαλό δουλεύει καλύτερα ξεκούραστο. Τι έλεγα; Α, ναι… παλιότερα ερχόταν πιο συχνά, ξεκινούσε από εκείνον, δεν δικαιολογούταν, και πιο παλιά ακόµα, θυµάµαι µια φορά στον καναπέ στο μεγάλο δίπατο σπίτι στον Άγιο Ελευθέριο, κι άλλη µία στη στάση των λεωφορείων στα Κάτω Πατήσια, αυτή ήταν πολύ δυνατή, κόντεψα να (λυπο)θυµήσω, κι άλλη µια φορά όταν ήµουν µικρή, πρώιµη εφηβεία, βράδυ, σε ένα κρεβάτι στην εξοχή, σε ένα ξένο σπίτι, βουβός πόνος από το πουθενά, ο πόνος του αποχωρισµού, της εγκατάλειψης, σίγουρα και ακόμα πιο πίσω, τότε που δεν υπάρχουν µνήµες αλλά τα πράγµατα έχουν ξεκινήσει ήδη να παίρνουν µορφή. Ξέρετε πώς είναι, όλα μέσα μέσα μας έχουν μια καταγωγή, μια ιστορία… Τώρα πια δεν είναι το ίδιο, µε τα χρόνια έχω καταλάβει, συνήθισα, ξέρω. Αλλά να, όταν έρχεται φουντώνει μέσα μου εκεί που δεν το περιμένω, με πιάνει απροετοίμαστη, σαν ξαφνική θύελλα ξεσπάει, σαν καταιγίδα στο μέσο του καλοκαιριού μια νύχτα ξαστεριάς, τα εσωτερικά µου όργανα ραγίζουν, θρυµµατίζονται, σπάνε, αδειάζουν. Τι να κάνω, κάθοµαι στην άκρη και περιµένω να περάσει, το παρατηρώ, κάνω υποµονή, δεν έχει να κάνει µε κείνον, το ξέρω, ίσως µόνο θα µπορούσε να µε παρηγορήσει, έστω λίγο, πού είναι; Με ξέρετε πώς είμαι, ποτέ δεν ζητάω βοήθεια κάτι τέτοιες ώρες, η περηφάνια μου με σώζει, μου δίνει υπομονή και εγκαρτέρηση. Όχι ότι δεν θα μου άρεσε να ερχόταν, να μου ’πιανε το χέρι, να με έπαιρνε μαζί του, ίσως πάλι και να μην το άντεχα, να μην ήταν αρκετό… ίσως για αυτό να μην το ’κανε ποτέ. Έτσι κι αλλιώς μετά µια θλίψη µένει μόνο, µια κούραση, δεν είναι τίποτα, πέρασε.

∆εν νιώθω πολύ καλά, µπορείς να χορέψουµε; σε παρακαλώ...

Την ξέρετε την ιστορία... αναζητώντας ένα ασφαλές καταφύγιο για τις πιο λεπτές αποχρώσεις των αισθηµάτων οι άνθρωποι επινόησαν έναν τρόπο για να δίνουν φωνή στη θλίψη τους, πλησίαζαν ο ένας τον άλλο και αγκαλιάζονταν, τόσο απλά, για να παρηγορηθούν, για λίγο, και µετά με κάποιον άλλον, χωρίς να μιλούν, μόνο με το άγγιγμα, με τα σώματα που κολλούσαν το ένα πάνω στο άλλο, που έψαχναν το ένα το άλλο, καρδιά με καρδιά, μπορούσαν να ακούν τους παλμούς ο ένας του άλλου, να τους αφουγκράζονται, χωρίς να τρέχει τίποτα, μόνο για λίγο, ή και περισσότερο αν τους άρεσε, γιατί όχι; Ρωτούσαν με τα μάτια για να μην έρχονται σε δύσκολη θέση, κι αν κάποιος δεν ήθελε απέφευγε το βλέμμα, ήταν απλό, κι αν ήθελαν πιάνονταν, τα χέρια του ενός γύρω από το σώμα του άλλου, η αγκαλιά έκλεινε στα ακροδάχτυλα, οι ωμοπλάτες εφάρμοζαν στις παλάμες και το πρόσωπο φώλιαζε στον κενό χώρο του λαιμού με τα χείλια σε απόσταση αναπνοής, µεγαλοφυές, δεν νοµίζετε; Είναι λεπτές οι αποχρώσεις, πράγματι, πώς να τις ονομάσεις, ποιες λέξεις να διαλέξεις, τι να πεις;... Σε παρακαλώ; Μπορείς; Δεν νιώθω πολύ καλά...

El tango no està en los pies. Està en el corazon.

Αν µπορούσα να χορεύω αέναα δεν θα ένιωθα ποτέ θλίψη. ∆εν συµφωνείτε; Είστε ακόµα εκεί;

Ξέρω πως με ακούτε, κι ας είναι τα λόγια μου άδεια κάποιες φορές, ψάχνετε να βρείτε ένα νόημα, όπως κι εγώ, να ξεχωρίσετε τα σημαντικά, τα άλλα τα αφήνετε να περνούν, να χάνονται, δεν δίνετε σημασία, εγώ λέω αυτό που μου ’ρχεται κι εσείς παρατηρείτε τον ήχο της φωνής, τα τερτίπια του λόγου, τα κομπιάσματα, πότε σωπαίνω και πότε δεν μπορώ να σταματήσω, πότε σπάει κάτι μέσα μου, ακούτε τον ήχο, κρακ… σπάνια, επαναλαμβάνετε μια λέξη, μια φράση, για να με κάνετε να την προσέξω, για να μείνω λίγο ακόμα, μήπως με οδηγήσει κάπου, κι εγώ πιάνομαι από αυτή, χτυπάει το καμπανάκι. Έχω ανάγκη να μου μιλάτε καμιά φορά, να ακούω τη φωνή σας, μη μ’ αφήνετε μόνη, ξέρω ότι έχετε λόγο που μένετε σιωπηλός, είστε εδώ μόνο για να ακούτε, για να περνούν τα λόγια μου από σας και να ξαναγυρνούν σε μένα… Συγνώμη που μιλάω πολύ, χωρίς σταματημό, αν και λιγοµίλητη η φλυαρία µου µε κουράζει και µένα την ίδια, μου ’ρχεται να κλείσω τα αυτιά, να βάλω τις φωνές, μα δεν βγαίνει ήχος, είμαι λεπτός άνθρωπος, καταλαβαίνετε… δεν ξέρω τι µε πιάνει... είναι που µιλάω και για τους δυο. Θέλω να σας πω κάτι…

Παλιότερα είχα αυτό το παράπονο· κι από κείνον, κι από σας· από όλους. Θα το εκτιµούσα αν µε βοηθούσατε να καταλάβω, έστω λίγο. Μια µέρα σκέφτηκα: µία ερώτηση τη φορά. Θα έπρεπε να διαλέγω µία µόνο, πράγµα καθόλου εύκολο, αλλά κάπως θα το έκανα, αποκλείοντας τις λιγότερο σηµαντικές, υπήρχαν κι αυτές που δεν ήµουν έτοιµη να ρωτήσω, µόνο όσες αντέχω, βγάλε και αυτές που δεν έχουν νόηµα, µία µόνο τη φορά. Κάποτε θα τον ρωτούσα αν µ’ αγαπάει, ίσως αυτή να ήταν η τελευταία, ή πάλι δεν θα ρωτούσα τίποτα, θα του ’λεγα σ’ αγαπώ και θα έφευγα χωρίς να µε νοιάζει η απάντηση. Μερικά πράγµατα τα καταλαβαίνεις µόνος, δεν χρειάζονται εξηγήσεις, χρειάζεται να είσαι ανοιχτός, να αφήνεσαι στη στιγµή και να µη σε νοιάζει, κάποια πράγµατα τα αφουγκράζεσαι, δεν είναι εύκολο όμως, καταλαβαίνετε. Τελικά, ποτέ δεν ρώτησα τίποτα. Η περηφάνια, βλέπετε…

Το ’ξερα, όμως, απ’ την αρχή το ’ξερα πως θα βρω έναν τρόπο, εν τω μέσω της θύελλας είχα εμπιστοσύνη ότι όλα θα πάνε καλά, ότι θα τα καταφέρω, παράξενο ε; Όταν το καταλάβεις ολόκληρο θα είσαι ελεύθερη, έλεγα μέσα μου και η σκέψη αυτή μου ’δινε κουράγιο, τι ανόητη σκέψη, δεν νομίζετε; Ποτέ δεν µπορείς να το καταλάβεις ολόκληρο, ποτέ δεν µπορείς να το απολαύσεις ολόκληρο, είναι ο νόµος της επιθυµίας, επιθυµείς αυτό που δεν έχεις, η έλλειψη είναι αναγκαίο συστατικό, το ξέρουν όλοι, έτσι δεν είναι; Πάντα κάτι λείπει, όταν το καταλάβεις αυτό θα ησυχάσεις, µικρή µου, ήθελε να μου πει κι ας μη μου το ’πε, το διάβασα στα χείλια του, έχω αυτή τη σοφία βλέπετε, ποιος ξέρει γιατί, από πού…

Εκτός κι αν κάνω λάθος, εκτός κι αν ησυχάζεις κάπου, κάποτε, με ό,τι έχεις, με όσα φέρνει η ζωή, ναι, γιατί όχι; Αλλά να θέλεις να σκηνοθετήσεις το τέλος, τι διαστροφή, να εκβιάζεις τα αισθήµατα, είναι ζωντανοί οργανισµοί, αυτόνοµοι, δεν καταλαβαίνεις; δεν υποκύπτουν έτσι εύκολα στις βουλήσεις... πρέπει να µαντεύεις από τα υπονοούµενα. Κι έτσι δεν ρώτησα ποτέ τίποτα, κι ας αντηχούσε μέσα μου ο ήχος από τα σπασίματα, κρα, κρα, κρα, δεν υπήρχε λόγος... Ένα ακόμα κατασκευαστικό λάθος, υποθέτεις ότι ο άλλος ξέρει, ίσως και να είναι αναγκαίο για να επιτευχθεί η µεταβίβαση, από τον ένα στον άλλο και µετά πάλι στον ένα, η συνάντηση κρίνεται επιτυχής, over. Αλλά ακόμα κι αν ξέρει δεν µπορεί να καταλάβει για σένα, κανείς δεν µπορεί να καταλάβει για σένα, ίσως μόνο να σου δείξει το δρόμο, έτσι δεν είναι; Είναι από τα πράγµατα, µαζί µε µερικά άλλα, που πρέπει να τα κάνει κανείς µόνος του, λέτε να μην το ’χω σκεφτεί;

.............................

Υπάρχει και συνέχεια, ξέρετε, είναι αρκετά απλό, γι’ αυτό και υπερβολικά πολύπλοκο. Μετά από μια τέτοια υπερπροσπάθεια να παραμείνω στην επιφάνεια και να μη βυθιστώ, περνάω στην άλλη όχθη, γίνοµαι σκληρή, σαν από πέτρα, βράχος, δεν µε νοιάζει πια, αφήνομαι, ξεχνάω, η ζωή συνεχίζεται, πάντα κάτι χάνεις κάτι κερδίζεις, µε συγχωρείτε που επαναλαµβάνοµαι, αλλά να, το σκέφτοµαι συχνά, µερικές φορές οι σκέψεις σού επιβάλλονται, έρχονται µόνες τους, ουπς, πρέπει να έχεις υποµονή µε τις σκέψεις, να τους δίνεις χρόνο. Και µετά βλέπεις τι κάνεις. Είναι από τα πράγµατα που µου έχει µάθει η ζωή, µόνη µου το κατάλαβα, ακούτε; μόνη μου, δεν νοµίζετε πως είµαι έξυπνη µερικές φορές; ∆εν έχω πολλές βεβαιότητες, λίγες µόνο, που λειτουργούν σαν πυξίδα, σωσίβιο, άγκυρα, απάνεµος όρµος, αντανακλάσεις των νερών στους βράχους και των ηλιαχτίδων στα νερά, σας έχω πει πόσο µ’ αρέσει να ξαπλώνω στο µέσο του πελάγους και να παρατηρώ τις αντανακλάσεις κάθε είδους; Έχει κάτι το απόκοσµο, η ανάσα σου µέσα στο νερό αντηχεί, όλο το σώµα ένα ηχείο, µια άλλη διάσταση της αναπνοής, µε µάσκα και βατραχοπέδιλα, σε έναν άλλο κόσµο, µπορείς να τριγυρνάς με τις ώρες παρατηρώντας το απύθµενο βάθος, τα ψάρια και την ανάσα σου, νηφάλια µέσα στο µπλε της περίβληµα, ήρεµη, έχετε προσέξει ότι οι κινήσεις κάτω από το νερό έχουν µια αρµονία άλλη, δικιά τους, δικιά σου;

Αν καταφέρεις να αντιστοιχίσεις την ανάσα στην κίνηση τα πράγματα γίνονται πιο εύκολα, αποκτούν την καθαρότητα που αναζητάς, σας το ’χω πει ξανά, θυμάστε; Χρειάζεται δουλειά, το ξέρω, εισπνοή ανεβάζεις, εκπνοή κατεβάζεις, κάθε φορά που πλησιάζεις στο κέντρο σου εισπνέεις, όταν αποµακρύνεσαι εκπνέεις, τέντωσε το γόνατο, άνοιξε τους προσαγωγούς, άξονας, ισορροπία, τέντωσε, µείνε. Χαλάρωσε το θώρακά σου, άδειασέ τον από όλο τον αέρα, µη δείχνεις την προσπάθεια στο πρόσωπο, αποµόνωσε την κίνηση, η ζωή συνεχίζεται, ψηλά το κεφάλι, είµαι ίσια; σχεδόν. Χαλάρωσε. Ξεκουράσου. Όλα µια µεταφορά, από πάνω μέχρι κάτω κι από πέρα ως πέρα, εξαιρετικά µακριά κι απίστευτα κοντά, έξω από τη γραµµή του ορίζοντα και κάτω απ’ τον απύθµενο βυθό, πώς µπορείς να θυµάσαι, δεν ξέρω, πάντα θυµάµαι, έχει να κάνει µε το πού στρέφεις την προσοχή σου, ή µάλλον από πού την αποστρέφεις. Το βλέµµα µου περιστρέφεται αργά γύρω από τον άξονά µου, µια ξαφνική επιθυµία, µια θάλασσα, ένα τραγούδι, µια ανάσα, σε πεθύµησα, τα καθρεφτίσµατα στα νερά, δύο που χορεύουν, οι βουνοκορφές η µία πίσω από την άλλη, µια µελαγχολία, ένα, δύο, τρία, τέσσερα πέντε...

.............................

∆εν ξέρω τι άλλο να πω… Κουράστηκα... Μπορούµε να σταµατήσουµε; Να συνεχίσουµε την επόµενη εβδοµάδα;

Είχε κλείσει τα µάτια, δεν θυµόταν πότε, δεν θυµόταν τίποτα. Μερικές φορές χρειάζεται να καταβάλεις μια μικρή προσπάθεια για να τα ανοίξεις, όπως όταν ξυπνάς από όνειρο, θεέ µου, κάνε να µη δω κανένα όνειρο, ούτε καλό ούτε κακό, δεν ξέρεις τι µπορεί να σου συµβεί ξαφνικά, πώς µπορείς να είσαι βέβαιος;

Μη φοβάσαι... µπορείς να ονειρευτείς ήσυχη, δεν υπάρχει λόγος...

Κινδύνευε να χαθεί ξανά, να βυθιστεί στο χαοτικό παιχνίδισµα των συνειρμών, σκέψεις ανακατεμένες η μία μέσα στην άλλη, αρκετά όμως, όχι άλλο, φτάνει τόσο, έβαλε όλη της τη δύναµη σ’ αυτά τα λιγοστά εκατοστά της ύπαρξής της και άνοιξε τα βλέφαρά της. Στον απέναντι τοίχο δεν υπήρχε τίποτα, καμιά ζωγραφιά, άσπρος τοίχος μόνο, τα μάτια της έτσουζαν, είχε κλάψει; Ένιωθε κουρασµένη, με μια μικρή δόση ανακούφισης, είχε φύγει μα είχε επιστρέψει. Αυτή η ελεύθερη κίνηση των σκέψεων δεν είναι εύκολη, δεν σ’ αφήνουν σε ησυχία, πάνε παντού, απαιτούν να διακόψεις τη σύνδεσή σου µε την πραγµατικότητα· ακόµα κι αν είναι στρεβλή, όμως, δεν µπορείς να ζήσεις χωρίς αυτή… όχι, δεν είναι καθόλου εύκολο. Ίσως για λίγο μόνο, όσο κρατάει ένα βαθύ κράτηµα της ανάσας, ή, αν θες, οι κοφτές ανάσες των δύο η µία µέσα στην άλλη, ή ακόµα µια βουτιά στη θάλασσα µέχρι εκεί που αντέχεις. Μέχρι εκεί που φτάνει η δύναµή σου.

Ανασηκώθηκε σιγά-σιγά, ήσυχα, και κάθισε σκυµµένη, µε το κεφάλι στα γόνατα και τα χέρια στο κεφάλι, όσο χρειαζόταν για να µπουν τα πράγματα πάλι σε σειρά. Ίσιωσε την πλάτη, όπως είχε µάθει, γύρισε και τον κοίταξε µε αυτό το βλέµµα που κοιτάει κατευθείαν στα µάτια. Ήταν εκεί που τον είχε αφήσει, του χαµογέλασε. Ήθελε να µπορούσε να τον καθησυχάσει. Σύρθηκε κοντά του και του έπιασε το χέρι, µια χειρονοµία που της άρεσε, αλληλεγγύης των σωµάτων. Αν µια µέρα σ’ αφήσω θα είναι κάπως έτσι: ένα, δύο, τρία, τέσσερα πέντε, του είπε ήσυχα, τρυφερά, αφήνοντας ένα-ένα τα δάχτυλά της από το κράτηµα των χεριών τους.