TV & Media

Το ΕΚΚΟΜΕΔ κόβει τον ΣΚΑΪ και ο ΣΚΑΪ το ΕΚΚΟΜΕΔ

Ο ρόλος της δημοσιογραφίας και το ντοκιμαντέρ για τη 17 Νοέμβρη

Επιστήμη Μπινάζη
Επιστήμη Μπινάζη
3’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ
Το ΕΚΚΟΜΕΔ κόβει τον ΣΚΑΪ και ο ΣΚΑΪ το ΕΚΚΟΜΕΔ
Αλέξης Παπαχελάς © Βασίλης Μαρουκάς / Eurokinissi

Η ηθική πίσω από το λειτούργημα της δημοσιογραφίας με αφορμή τη μερική χρηματοδότηση του ΣΚΑΪ από το ΕΚΚΟΜΕΔ

Ο Αλέξης Παπαχελάς αποφάσισε να αφηγηθεί, μέσα από ένα ντοκιμαντέρ, την άνοδο και την πτώση της τρομοκρατικής οργάνωσης 17 Νοέμβρη. Για την παραγωγή του έργου, ο ΣΚΑΪ εξασφάλισε ή τουλάχιστον έτσι πίστευε μερική χρηματοδότηση από το ΕΚΚΟΜΕΔ (Ελληνικό Κέντρο Κινηματογράφου, Οπτικοακουστικών Μέσων και Δημιουργίας). Λίγες ημέρες αργότερα, η απόφαση ανακλήθηκε, με αφορμή τη συμμετοχή στο ντοκιμαντέρ συνέντευξης του καταδικασμένου μέλους της 17Ν Δημήτρη Κουφοντίνα. Η απόφαση αυτή ανοίγει μία συζήτηση που ξεφεύγει από το ίδιο το ντοκιμαντέρ και ανοίγει ένα ευρύτερο ζήτημα για τα όρια της δημοσιογραφικής έρευνας και τον ρόλο των χρηματοδοτικών θεσμών.

Ο θόρυβος γύρω από την ανάκληση της χρηματοδότησης του «17 Νοέμβρη, Άνοδος και Πτώση» δεν αφορά μόνο τον ΣΚΑΪ, το ΕΚΚΟΜΕΔ ή τον δημοσιογράφο που επιμελείται το έργο. Αφορά κάτι βαθύτερο και πιο θεμελιώδες: το αν, σε μια σύγχρονη δημοκρατία, η δημοσιογραφία μπορεί να αφηγείται την ιστορία χωρίς φίλτρα προέγκρισης περιεχομένου.

Η επιστολή του Γιάννη Αλαφούζου προς τον διευθύνοντα σύμβουλο του ΕΚΚΟΜΕΔ μιλά για «προληπτική λογοκρισία». Ανεξάρτητα από το αν κανείς συμπαθεί ή αντιπαθεί τον ΣΚΑΪ, τον ιδιοκτήτη του ή τον δημοσιογράφο που υπογράφει το ντοκιμαντέρ, το ερώτημα είναι θεσμικό: μπορεί ένας δημόσιος φορέας να αποσύρει την στήριξή του, όχι επειδή παραβιάστηκε κάποιος κανόνας, αλλά επειδή διαφωνεί με το ποιος μιλά μέσα σε ένα δημοσιογραφικό έργο;

Η παρουσία συνέντευξης ενός καταδικασμένου τρομοκράτη προκαλεί και εύλογα έντονα συναισθήματα. Η 17 Νοέμβρη δεν είναι ένα ουδέτερο κεφάλαιο της ελληνικής ιστορίας. Είναι ανοιχτή πληγή, με θύματα, οικογένειες και τραύματα που δεν έκλεισαν ποτέ. Όμως άλλο πράγμα η ηθική δυσφορία και άλλο η θεσμική λογοκρισία. Η δημοσιογραφία δεν ταυτίζεται με τους συνομιλητές της. Δεν τους δικαιώνει επειδή τους δίνει βήμα. Συχνά, αντίθετα, τους αποδομεί ακριβώς μέσα από τη δημόσια έκθεση και την αντιπαράθεση.

Αυτό δεν είναι ελληνική ιδιαιτερότητα. Στη διεθνή πρακτική, η ερευνητική δημοσιογραφία και το ντοκιμαντέρ τεκμηρίωσης έχουν επανειλημμένα επιλέξει να συνομιλήσουν απευθείας με δράστες βαριάς βίας, γνωρίζοντας το ρίσκο. Ο Piers Morgan μπήκε σε φυλακές και κάθισε απέναντι από καταδικασμένους δολοφόνους, όχι για να τους εξωραΐσει, αλλά για να εξετάσει τα κίνητρα, να δει αν πίσω από τις πράξεις υπάρχει ιδεολογία ή απλώς ναρκισσισμός, ψέμα ή ψυχοπαθολογία. Μην πείτε στον κόπο να το αναζητήσετε στο ελληνικό NETFLIX. Η συνέντευξη, σε αυτές τις περιπτώσεις, δεν λειτουργεί ως απολογία αλλά ως απογύμνωση.

Ήδη από το 1997, το ντοκιμαντέρ «Licensed to Kill» ακολούθησε την ίδια δύσκολη διαδρομή, συνομιλώντας απευθείας με καταδικασμένους δολοφόνους. Οι δημιουργοί άφησαν τους ίδιους τους δράστες να μιλήσουν, αποκαλύπτοντας την κενότητα, τις αντιφάσεις και τη βία χωρίς ιδεολογικό περίβλημα.

Το ΕΚΚΟΜΕΔ κόβει τον ΣΚΑΪ και ο ΣΚΑΪ το ΕΚΚΟΜΕΔ
© Planet Volumes / Unsplash

Ακόμη πιο σύνθετο είναι το παράδειγμα του Οσάμα Μπιν Λάντεν. Μετά την 11η Σεπτεμβρίου, μεγάλα διεθνή μέσα δημοσίευσαν ή πρόβαλαν συνεντεύξεις και δηλώσεις του. Όχι επειδή αγνόησαν τον κίνδυνο προπαγάνδας, αλλά επειδή έκριναν ότι η κατανόηση του φαινομένου απαιτούσε να καταγραφεί η ιδεολογία του από την ίδια της την πηγή. Η επιλογή αυτή αμφισβητήθηκε έντονα, αλλά δεν αντιμετωπίστηκε ως εκτροπή από τη δημοκρατική τάξη. Αντιμετωπίστηκε ως δύσκολη, επικίνδυνη, αλλά θεμιτή και γενναία δημοσιογραφική απόφαση.

Είναι εύλογος ο φόβος ακόμη και έξω από τον κύκλο των συγγενών των θυμάτων; Μάλλον αναμενόμενος και δεν είναι αμελητέος. Η Ελλάδα δεν είναι μια οποιαδήποτε χώρα ως προς την τρομοκρατία. Είναι μια χώρα που τη βίωσε για δεκαετίες, που άργησε να μιλήσει ανοιχτά, που συνυπήρξε με γκρίζες ζώνες ανοχής και σιωπής. Σε αυτό το πλαίσιο, η φωνή ενός καταδικασμένου δολοφόνου δεν ακούγεται ποτέ σε κενό αέρος. Με ρουβίκωνες εν ενεργεία, με ανοιχτό το θέμα των Τεμπών και του ΟΠΕΚΕΠΕ αλλά και με νωπό το τραύμα του διχασμού και της απαξίωσης του πολιτικού κόσμου συλλήβδην πριν από μόλις μια δεκαετία, κάποιοι φοβούνται ότι αρκεί μια χαραμάδα για να ανοίξει ο ασκός του Αιόλου.

Κάποιοι φοβούνται και όχι ίσως αβάσιμα ότι η δημόσια παρουσία του, ακόμη και σε ένα τεκμηριωμένο ντοκιμαντέρ, μπορεί να αναπαράγει έναν μύθο που δεν έχει αποδομηθεί πλήρως. Ότι σε μια κοινωνία όπου εξακολουθούν να υπάρχουν υποστηρικτές της ένοπλης βίας, κάθε δημόσιος λόγος του δράστη μπορεί να αποκτήσει ζωή πέρα από το πλαίσιο που του αποδίδει ο δημοσιογράφος. Υπάρχει επίσης το ερώτημα του σεβασμού προς τα θύματα και τις οικογένειές τους: αν η συνέντευξη προσθέτει γνώση ή απλώς επαναφέρει στη δημόσια σφαίρα έναν άνθρωπο που έχει ήδη καταδικαστεί από τη Δικαιοσύνη και την Ιστορία.

Αυτός ο προβληματισμός δεν ισοδυναμεί με απαίτηση φίμωσης. Είναι υπενθύμιση ότι η ελευθερία του λόγου δεν ασκείται σε κοινωνικό κενό και ότι η δημοσιογραφική ευθύνη δεν εξαντλείται στο δικαίωμα να ρωτήσεις, αλλά επεκτείνεται στο πώς, πότε και γιατί επιλέγεις να δώσεις βήμα. Ο Αλέξης Παπαχελάς έχει μια μακρά δημοσιογραφική διαδρομή στην οποία έχει αποδείξει ότι η καταγραφή δεν ισοδυναμεί με εξωραϊσμό και ότι η ακρίβεια είναι το ισχυρότερο αντίδοτο στον μύθο.

Από την άλλη δεν ζητάμε μια δημοσιογραφία ελεύθερη μόνο όταν καταγράφει το παρελθόν και βολική όταν καλύπτει το παρόν. Ζητάμε μια δημοσιογραφία χωρίς λογοκρισία, χωρίς προληπτικά φίλτρα, χωρίς ανοιχτή ή υπόγεια κομματική υποστήριξη, από τους τηλεοπτικούς σταθμούς της χώρας. Όχι κατά περίπτωση, αλλά σταθερά.

Γιατί η δημοκρατία δεν κρίνεται μόνο στο πώς θυμάται την ιστορία της. Κρίνεται, κάθε μέρα, στο πώς αντέχει την αλήθεια της.

ΕΓΓΡΑΦΕΙΤΕ ΣΤΟ NEWSLETTER ΜΑΣ

Tα καλύτερα άρθρα της ημέρας έρχονται στο mail σου

ΠΡΟΣΦΑΤΑ

ΤΑ ΠΙΟ ΔΗΜΟΦΙΛΗ

ΔΙΑΒΑΖΟΝΤΑΙ ΠΑΝΤΑ

ΔΕΙΤΕ ΕΠΙΣΗΣ

Έχετε δει 20 από 200 άρθρα.

// EMPTY