TV & Media

Θέλεις να καλέσω ασθενοφόρο, Νίκο Ζαχαριάδη;

Η Σταυρούλα Παναγιωτάκη αποχαιρετά τον φίλο και συνάδελφό της

Σταυρούλα Παναγιωτάκη
ΤΕΥΧΟΣ 781
3’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Ένα τελευταίο αντίο της Σταυρούλας Παναγιωτάκη στον Νίκο Ζαχαριάδη που έφυγε απρόσμενα από τη ζωή

17 χρόνια στο ίδιο γραφείο. Απέναντί μου. Στους 80 πόντους. Θέα ανεμπόδιστη. Τσάντα λινή, πεταμένη στα πατώματα. Σουσαμάκια από κουλούρι και φύλλα κρούστας από τυρόπιτες σε όλη την επιφάνεια του γραφείου. Χαρτάκια ξεχασμένα εδώ κι εκεί. Τηλέφωνα σε χαρτοπετσέτες, σημειώσεις σε αποδείξεις των delivery, μολύβια χωρίς μύτη, γκάτζετ τελευταίας τεχνολογίας που τα πλήρωνε ένα σκασμό λεφτά για να τα ξεχάσει πίσω από το κομπιούτερ. Κομπιούτερ ανοιχτό όλο το 24ωρο, η μόνη πλευρά του δωματίου που έβγαζε μπλε φως τις νύχτες. Μισοτελειωμένα σκίτσα, μισοτελειωμένες φράσεις πάνω σε σακούλες του μανάβη. Κινητό τελευταίας τεχνολογίας. Ακόμα τριγυρίζει ο θόρυβος του Νίκου στο κεφάλι μου. Το σούρσιμο των παπουτσιών στο πάτωμα, το γκντουπ της τσάντας στο πλακάκι, ο ήχος που κάνει η κούπα του καφέ στο ξύλο. Έμπαινε βαρύς και σκοτεινός. Όχι για πολύ. Όσα δευτερόλεπτα έκανε να φτάσει στ’ αυτιά του σαν σαΐτα η πρώτη ατάκα της μέρας από το άλλο «έγκλημα» του απέναντι γραφείου, τον Νένε. 

Ο Νίκος Ζαχαριάδης γεννήθηκε στην Αθήνα το 1966, τελείωσε το Κολλέγιο Αθηνών και σπούδασε στο Πολιτικό τμήμα της Νομικής Σχολής, στο τμήμα Επικοινωνίας και Μέσων Μαζικής Ενημέρωσης. Δούλεψε στα περισσότερα ελληνικά ΜΜΕ που γνωρίζετε.

Πηγαινοερχόταν, ανεβοκατέβαινε τις σκάλες και τα ασανσέρ, αγαπούσε τη δουλειά του και την ταχύτητα, προσπαθούσε να εξαντλήσει τη γη και να πετάξει. «Θα πετάξει!», σκεφτόμουν κάθε φορά που τον έβλεπα.

Ο Νίκος ήταν ο δικός μου Alain Pacadis, θρυλικός δημοσιογράφος της Liberation στη δεκαετία του ’80. Με το ίδιο υπέροχο στιλ που ο Πακαντί έγραφε την πιο λαμπρή στήλη για το παριζιάνικο night clubbing της εποχής, με την ίδια άνεση και κομψότητα ο Νίκος μπορούσε να σχολιάσει το πρωί το φουστάνι της Μενεγάκη στο ραδιόφωνο, το μεσημέρι να γράψει μια μούφανετ στο σάιτ και το βράδυ ένα σοβαρό πολιτικό άρθρο στην εφημερίδα.

Μια διαρκής ταχύτητα και άνεση σε όλα του, που πάντα τη θαύμαζα γιατί πάντα μου έλειπε. Σε όλα του; Όχι ακριβώς! Ο Νίκος είχε πάρει, πώς να το περιγράψω, ένα συναινετικό διαζύγιο με τον χρόνο. Όσο άνετα μπορούσε να γράψει ένα κείμενο 1.000 λέξεων, τόσο βασανιστικοί ήταν οι χρόνοι παράδοσής του. Κάθε Τρίτη, ημέρα κλεισίματος του φύλλου της εφημερίδας, έφτανε το κείμενό του στο μέιλ μου ενώ το τυπογραφικό είχε φτάσει ήδη στο τυπογραφείο της Κάντζας. Δεν ήταν ασυνεπής, δεν με άφησε ποτέ με λευκή σελίδα, απλά ήταν παιδί του «και πέντε». Επειδή αυτή την «εκκεντρικότητα» του Νίκου την αντιλήφθηκα νωρίς, φρόντισα να του διηγηθώ νωρίς την ιστορία με το ασθενοφόρο. Υπήρξε στην ιστορία του ελληνικού Τύπου αρχισυντάκτης περιοδικού που την ημέρα του κλεισίματος του τεύχους, αν ο ασυνεπής δημοσιογράφος δεν απαντούσε στο τηλέφωνο, καλούσε ασθενοφόρο δίνοντας το όνομα και τη διεύθυνση του «ασθενή». Αυτή η ιστορία έκτοτε και κάθε Τρίτη έγινε η μεταξύ μας συνεννόηση χωρίς πολλά λόγια. Τον έπαιρνα τηλέφωνο (το σήκωνε πάντα χωρίς να μιλάει) και στο βουβό τηλέφωνο άκουγε τη φωνάρα μου «Θέλεις να καλέσω ασθενοφόρο, ρε Νίκο;»

Σε 14 λεπτά είχε φθάσει στο μέιλ μου ένα κείμενο άρτιο, αψεγάδιαστο, λαμπερό, αστείο, από αυτά που δεν χωράει να περάσεις ούτε τσιγαρόχαρτο ανάμεσα στις λέξεις. Το διάβαζα και τον συγχωρούσα. Μέχρι την επόμενη Τρίτη.

Αγαπούσα κι άλλα πολλά στον Νίκο, δεν ξέρω αν χωράνε να τα διηγηθώ όλα μέσα σε μια σελίδα. Αγαπούσα τον τρόπο που ντυνότανε. Τη μια μέρα σαν ζητιάνος και την άλλη σαν πρίγκιπας με στενή γραβάτα και λευκό πουκάμισο. Πολλές φορές που ερχόταν στο γραφείο με τσαλακωμένο γιακά στο πουκάμισο, μου την έδινε, σηκωνόμουν αμέσως και τον τακτοποιούσα. Έκτοτε δεν θυμάμαι ποτέ να μπήκε στο γραφείο πριν φροντίσει να τσαλακώσει τόσο-όσο τον ρημαδογιακά.

Αγαπούσα τους ραφιναρισμένους τρόπους του. Ενώ πνιγόταν να τελειώσει ένα κείμενο, έπαιρνε τον καφέ του και πήγαινε έξω στα σκαλάκια του χωλ με το τσιγάρο, το τασάκι και τις σημειώσεις του για να μην ενοχλήσει κανέναν ο καπνός του. Τον αγαπούσα γιατί ήταν ένας παραδομένα ευαίσθητος άνθρωπος. Στα ζόρια μου με στήριζε με συγκινητικό τρόπο. Τον αγαπούσα για την ευκολία που είχε να γράφει και ταυτόχρονα να μερεμετίζει τις τέντες του σπιτιού του. Αγαπούσα τον τρόπο που με κορόιδευε, που μου έκανε πλάκα, αγαπούσα το χιούμορ του, αυτό το διαρκές, το πανέξυπνο, το ανεξάντλητο, το φλεγματικό χιούμορ που κάθε φορά, σαν πολυέλαιος έπεφτε απ’ το ταβάνι σκορπώντας τα κρυσταλλάκια του σε όλη την αίθουσα. Όλοι όσοι είχαν το προνόμιο  να τον γνωρίσουν αναγνώριζαν αυτό το ταλέντο. Ήταν νομίζω ο ευγενής τρόπος του Νίκου να μη φορτώνει τους άλλους με τα δικά του ζόρια, τις δικές του λύπες.

Αυτό το χιούμορ αγάπησα και πίστεψα και εμπιστεύτηκα πολύ. Μέχρι την περασμένη Πέμπτη. Που η Γεωργία από το γραφείο μού τηλεφώνησε για να μου πει «ο Ζαχαριάδης πέθανε». Άντε καλέ, της λέω, μούφανετ του Νίκου είναι, ακόμα να τον μάθεις; Έκλεισα το τηλέφωνο αλλά η βραχνάδα στη φωνή της Γεωργίας με υποψίασε. Το πήρα ξανά στα χέρια μου και σχημάτισα τον αριθμό του. Είχα μια τρομερή επιθυμία να του επαναλάβω το καλαμπούρι μας: «Θέλεις να καλέσω ασθενοφόρο, ρε Νίκο;»

Δεν το σήκωσε.


Υ.Γ. Αυτό είναι ένα ταξίδι πάνω στη διαχωριστική γραμμή μεταξύ ζωής και θανάτου που καλούμαι για δεύτερη φορά να γράψω μέσα σε δύο μήνες. Δυο φίλοι που τους χώριζε μια σελίδα έφυγαν ξαφνικά και απροσδόκητα από κοντά μας. Δεν ξέρω τι ακριβώς είναι το σοκ. Μάλλον θα μοιάζει μ’ αυτό που νιώθω τώρα, ενώ στο απέναντι γραφείο μια θλίψη πλέκει το πουλόβερ της.