Πολιτικη & Οικονομια

Καρλ Σμιτ: Η διαλεκτική φίλου-εχθρού, η πολλαπλότητα των εχθρών και η διάσπαση του ευρω-ατλαντικού κόσμου

Ο ρόλος της σκέψης του Καρλ Σμιτ στην αυταρχική, δήθεν «αντισυστημική» δεξιά

Σώτη Τριανταφύλλου
10’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Καρλ Σμιτ: Ο ορισμός των «εχθρών» και η σύγχρονη θέαση των εθνών ως φίλων ή αντιπάλων. Οι διαψεύσεις του καπιταλισμού

Τα τελευταία χρόνια η βιβλιογραφία γύρω από τη δεξιά πολιτική θεωρία έχει εμπλουτιστεί προετοιμάζοντας, συνοδεύοντας και αποτιμώντας τις πολιτικές εξελίξεις. Επανέρχονται στο προσκήνιο θεμελιωτές του συντηρητισμού όπως ο Edmund Burke, κορυφαίοι αρθρογράφοι της "National Review" όπως ο James Burnham, ενώ ακούγονται όλο και συχνότερα οι ιδέες του Roger Scruton και του Sam Francis. Αλλά η πιο εντυπωσιακή μορφή που αναδύεται από αυτή τη δραστική μετατόπιση είναι ο Καρλ Σμιτ, ο οποίος εκπροσωπεί την πιο ριζοσπαστική τάση της δεξιάς σκέψης του 20ού αιώνα. Ο Καρλ Σμιτ (1888-1985) γεννήθηκε στο Plettenberg, μια μικρή πόλη κοντά στο Ντόρτμουντ, σπούδασε στο Βερολίνο, στο Μόναχο και στο Στρασβούργο και δίδαξε δημόσιο δίκαιο στο Greifswald, στη Βόννη και στο Βερολίνο. Μετά το τέλος του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου συνελήφθη από τους Συμμάχους αλλά δεν δικάστηκε στη Νυρεμβέργη· έζησε απομονωμένος στο Plettenberg, συνεχίζοντας να γράφει ("Der Nomos der Erde", "Theorie des Partisanen") και επιδρώντας στην ψυχροπολεμική και μεταψυχροπολεμική στρατηγική και τακτική. Ιδιαίτερα προσέλκυσε -και προσελκύει- θεωρητικούς της εθνικής κυριαρχίας (όχι διεθνιστές) και του πολιτικού ρεαλισμού, αλλά και αριστερούς όπως ο Giorgio Agamben και η Chantal Mouffe, οι οποίοι χρησιμοποιούν διαφορετικές όψεις του έργου του (ο πρώτος την «κατάσταση εξαίρεσης», η δεύτερη τη διάκριση φίλου-εχθρού ως αρνητικό υπόδειγμα προς «εξημέρωση» σε αγωνιστική δημοκρατία).

Καθώς ένα μέρος του έργου του Σμιτ γράφτηκε πριν από την άνοδο του Χίτλερ, ο Γερμανός στοχαστής μπορεί να εξεταστεί ανεξάρτητα από το ότι τον Μάιο του 1933 εντάχθηκε στο Ναζιστικό Κόμμα την ίδια ημέρα με τον Μάρτιν Χάιντεγκερ και στη συνέχεια, λόγω της νομικής του κατάρτισης και των δεδηλωμένων ιδεολογικών του συμπαθειών, έγινε ένας από τους αγαπημένους διανοουμένους του Ναζισμού. Όπως συμβαίνει συχνά σε τέτοιες περιπτώσεις, η σκέψη του Σμιτ ήταν πιο σύνθετη από εκείνη των ψυχωσικών αντισημιτών: μέχρι το 1923, όταν έγραφε στην «Κρίση της Κοινοβουλευτικής Δημοκρατίας» πως η αυτοκτονική πίστη στην άνευ όρων ανοιχτότητα έκανε τον πολιτικό φιλελευθερισμό ανίκανο να αμυνθεί, ο Σμιτ κόμιζε χρήσιμο προβληματισμό στις διεργασίες της δημοκρατίας. Στη συνέχεια, πέρασε το εφιαλτικό κεφάλαιο του Ναζισμού απασχολημένος με ακαδημαϊκές αναζητήσεις, όπως η διατύπωση μιας θεωρίας «μεγαχώρων» (Großraum) στη διεθνή έννομη τάξη (η πρότασή του ήταν εμπνευσμένη συγκριτικά από το Δόγμα Μονρόε), θα εξυπηρετούσε τα γεωπολιτικά συμφέροντα του Ράιχ. Ο Καρλ Σμιτ δεν αποκήρυξε ποτέ τον Ναζισμό (μετά τη Νύχτα των Μεγάλων Μαχαιριών δημοσίευσε το διαβόητο άρθρο «Ο Ηγέτης προστατεύει το Δίκαιο») και επιχείρησε να προσδώσει θεωρητική-νομική συνοχή στο ναζιστικό κράτος. Αλλά, από την πλευρά τους, οι Ναζί απέρριπταν την ιδέα ότι ο νόμος πρέπει να είναι συνεπής, κωδικοποιημένος και διαθέσιμος σε όσους υπάγονται στις εντολές του: ο Χίτλερ δεν ήθελε γραπτούς κανόνες που να περιορίζουν τις επιθυμίες του. Έτσι κι αλλιώς, με το να υπονοούμε ότι ένα σύστημα όπως ο Ναζισμός χρειαζόταν ταλαντούχους γλείφτες σαν τον Σμιτ για να ενισχύσει με φιλοσοφικά επιχειρήματα την εξουσία του, υποτιμάμε την εγγενώς ολοκληρωτική του φύση. Ο Σμιτ ατιμάστηκε ως απολογητής, αλλά δεν μπορεί να θεωρηθεί ο νομικός αρχιτέκτονας ενός καθεστώτος που δεν είχε χρόνο για το δίκαιο όπως αυτό γίνεται αντιληπτό εννοιολογικά.

H δημοκρατία του 21ου αιώνα έρχεται σε αντίθεση με τον φιλελευθερισμό και διολισθαίνει σε σκοτεινές, γραφειοκρατικές μορφές διακυβέρνησης

Η είδηση είναι ότι ο Καρλ Σμιτ έχει επιστρέψει, αν και σήμερα οι σχολιαστές του δίνουν έμφαση στις ιδέες του πριν από τη σχέση του με τον Ναζισμό. Το ανανεωμένο ενδιαφέρον οφείλεται στην αντίληψη ότι η δημοκρατία του 21ου αιώνα έρχεται σε αντίθεση με τον φιλελευθερισμό και διολισθαίνει σε σκοτεινές, γραφειοκρατικές μορφές διακυβέρνησης, στις οποίες οι θεσμοί, είτε συνδέονται άμεσα είτε έμμεσα με το κράτος, δεν είναι απόλυτα ουδέτεροι και ανεξάρτητοι. Ως επικριτής της φιλελεύθερης δημοκρατίας που διαχειρίστηκε αυτά τα θέματα, ο Σμιτ δεν μπορεί να αγνοηθεί: Θεωρούσε ότι η δημοκρατία προϋποθέτει ομοιογένεια (Gleichartigkeit), ταύτιση κυβερνώντων–κυβερνωμένων· ο «δήμος» πρέπει να είναι οικείος, δηλαδή εθνικός, ενωμένος μπροστά στον «εχθρό». Κατά την άποψή του, στη δημοκρατία επικρατεί αίσθημα αλληλεγγύης προς εκείνους που θεωρούνται φίλοι, ενώ αντιθέτως ο φιλελευθερισμός έρχεται σε σύγκρουση με τις εθνικές δημοκρατίες διότι επιδιώκει να συμπεριλάβει στο πεδίο της ολότητας τον μη εθνικό Άλλο, κάτι που παρεμποδίζεται από το ότι η δημοκρατία ήταν πάντοτε αποκλειστική και έχει εθνικό προσανατολισμό. Η παράλυση των φιλελεύθερων δημοκρατιών έγκειται στη διαλεκτική του να είναι κανείς υπέρ του έθνους (για «εμάς») και υπέρ «όλων». Πράγματι, όταν ο φιλελευθερισμός ολοκληρώθηκε, άρχισε να υπερβαίνει τα εθνικά όρια στα οποία είχε αρχικά ριζώσει· έτσι, δημιουργήθηκε ένταση μεταξύ εθνικού συμφέροντος και οικουμενισμού, ενώ ένα μεγάλο μέρος του ευρω-ατλαντικού κόσμου συνέχιζε να πιστεύει ότι ο καπιταλισμός και η δημοκρατία είναι η επιθυμία, ο στόχος και το μέλλον ολόκληρου του κόσμου. Αυτή η ιδέα έχει διαψευστεί επανειλημμένως.

Ανεξάρτητα από τις ψευδαισθήσεις της Δύσης, στις οποίες φαίνεται αγκιστρωμένη, τα τελευταία δέκα χρόνια τόσο η αντιφιλελεύθερη δεξιά όσο και ένα μέρος της αντιφιλελεύθερης αριστεράς ανακαλύπτουν ξανά ότι ο Καρλ Σμιτ διατύπωσε πολλές από τις κυρίαρχες ιδέες τους για τη γεωπολιτική: τον ορισμό του «πολιτικού» όχι με όρους οικονομίας ή ηθικής αλλά ως διάκριση ανάμεσα σε φίλο και εχθρό· τη φύση και τις συνέπειες της «κατάστασης εξαίρεσης»· την προοπτική οργάνωσης σε μεγάλους γεωπολιτικούς χώρους όπου μια ηγεμονική δύναμη επιβάλλει την τάξη (αντί για παγκόσμια φιλελεύθερη ισοτιμία). Με λίγα λόγια, ο Σμιτ επανήλθε στη μόδα λόγω αυτής της αμφισβήτησης της κοινοβουλευτικής δημοκρατίας που έχει ενταθεί στον 21ο αιώνα. Η πίστη των φιλελευθέρων στο κοινοβουλευτικό μοντέλο, που βασίζεται στο ιδανικό ενός κοινού («λαού») πρόθυμου και ικανού να λαμβάνει πολιτικές αποφάσεις, θεωρείται σήμερα ξεπερασμένη: η λαϊκιστική δεξιά και η αριστερά πιστεύουν ότι οι προτιμήσεις του λαού διαστρεβλώνονται από ένα μικρότερο σύνολο ολιγαρχικών συμφερόντων κι ότι οι καλά οργανωμένες μειοψηφίες (οι ελίτ) ασκούν τεράστια επιρροή στα κέντρα της υποτιθέμενης λαϊκής εξουσίας. Σήμερα, η λαϊκή δεξιά στην Ευρώπη και στις ΗΠΑ έχει ταυτιστεί ιδεολογικά με τον Σμιτ μπροστά στην κρίση εμπιστοσύνης στους θεσμούς και στις ελίτ: ένα από τα επιχειρήματά της είναι ότι οι ελίτ συνεχίζουν να εισάγουν νέους μετανάστες όχι μόνο χωρίς τη συγκατάθεση των ψηφοφόρων αλλά κόντρα στις επιθυμίες τους — ποιος λοιπόν μπορεί να ισχυριστεί ότι ο βρετανικός και αμερικανικός λαός κυβερνά αντιστοίχως τη Βρετανία και τις Ηνωμένες Πολιτείες; Από την πλευρά της, η αριστερά ισχυρίζεται ότι η δημοκρατία βρίσκεται στα χέρια των μεγάλων διεθνών ομίλων· ότι η Google, η Apple, η Tesla και τα τοιαύτα αποφασίζουν για τις τύχες όλων κι ότι η ίδια έχει τη μεσσιανική αποστολή να ανατρέψει αυτόν τον άκρως προσωποποιημένο καπιταλισμό. Όλα αυτά, τόσο η δεξιά όσο και η αριστερά τα παρουσιάζουν σαν καινούργιες ιδέες σ’ έναν καινούργιο κόσμο. Στην πραγματικότητα είναι ιδέες από το τέλος του 19ου αιώνα.

Αν προσφέρει κάτι ο Καρλ Σμιτ σήμερα είναι η ένδειξη των διανοητικών ριζών της δεξιάς η οποία δεν αποτελούσε ποτέ συμπαγή παράταξη και που στον 21ο αιώνα δεν ταυτίζεται απαραιτήτως με τους ανήθικους μηχανισμούς μιας απορρυθμισμένης αγοράς· ένα μέρος της δεξιάς βασίζεται σε φιλοσοφία, σε ιδέες, όπως ακριβώς η αριστερά. Ακόμα και ο άξεστος και αστοιχείωτος Ντόναλντ Τραμπ έχει γύρω του κάποια άτομα που εμπνέονται από ένθερμα συντηρητικές ιδέες —που ωστόσο δεν παύουν να είναι «ιδέες». Ακόμα και η λιγότερο μορφωμένη λαϊκή δεξιά έχει, εκτός από χαμηλά ένστικτα, κάποιους εμπνευστές· όσο για τη μορφωμένη δεξιά —εκείνη που εκπροσωπούσε στις ΗΠΑ ο William F. Buckley Jr.— πρέπει να λαμβάνεται σοβαρά υπόψη, όχι να απορρίπτεται απλώς ως κακόβουλος και χυδαίος πολιτικός αντίπαλος. Η αριστερά, ενώ παρατηρεί με αυξανόμενη ανησυχία την αναβίωση της συντηρητικής φιλοσοφίας από τον Τόμας Χομπς μέχρι τον Καρλ Σμιτ, κάνει το λάθος να υποτιμά αυτό το φιλοσοφικό υπόβαθρο, επιβεβαιώνοντας έτσι την ιδέα του Σμιτ για τη «λέσχη συζητήσεων», για τη φλυαρία των προοδευτικών που βασίζεται στη λατρεία της ελευθερίας του λόγου. Reality check για τον εκλιπόντα Σμιτ: η αριστερά δεν υποστηρίζει πλέον την ελευθερία του λόγου, άρα διαφαίνεται ένα ακόμα κοινό στοιχείο σχετικό με την αμφισβήτηση της φιλελεύθερης δημοκρατίας.

Πράγματι, η άνοδος του Ντόναλντ Τραμπ και άλλων δεξιών ηγετών είναι άκρως αρνητική εξέλιξη με πολλές εσωτερικές διαβαθμίσεις. Οι αναφορές του ίδιου του Ντόναλντ Τραμπ και του περιβάλλοντός του είναι χαμηλοτέρου επιπέδου από εκείνες άλλων δεξιών και ακροδεξιών σχημάτων στον δυτικό κόσμο: αν και η παράδοση του Καρλ Σμιτ είναι ζωντανή στις ΗΠΑ, οι ισχυρότερες επιρροές του σημερινού Αμερικανού προέδρου αντλούνται από τάσεις τύπου "neo-reaction" (NRx) που απορρίπτουν τη δημοκρατία και προωθούν μοντέλα «CEO-κράτους» ή τεχνο-μοναρχίας. Αυτές οι ιδέες - με εκφραστές τον Curtis Yarvin και τον Nick Land - έχουν επηρεάσει πρόσωπα όπως ο Steve Bannon, ο Michael Anton και ο J. D. Vance τα οποία, με τη σειρά τους, διαμορφώνουν την αμερικανική πολιτική, ή την απουσία της. Προστίθενται νεότεροι δεξιοί «αντισυστημικοί» από τον ψηφιακό επιχειρηματικό χώρο όπως ο Peter Thiel ο οποίος έχει αμφισβητήσει τη συμβατότητα ελευθερίας και δημοκρατίας, προωθώντας ουτοπίες «φυγής από την πολιτική». Φυσικά όλοι αυτοί έχουν αποκτήσει βήμα εκμεταλλευόμενοι τα social media και γενικότερα τον ψηφιακό κόσμο. Τα social media υπογράφουν το «τέλος της δημοκρατίας» ενώ οι χρήστες τους αναρτούν φωτογραφίες με μαγιό ή χωρίς μαγιό, ανφάς και προφίλ. Όσο για τον Bannon και την αποκαλούμενη Παραδοσιοκρατική Σχολή (Traditionalist School), έχουν επηρεαστεί από τον René Guénon και τον Julius Evola· από Ευρωπαίους αποκρυφιστές με θεολογικές αναζητήσεις κι από τους φασίστες επιγόνους τους.

O Buckley προτιμούσε «ασφαλείς» αναφορές σε κλασικούς του αγγλοσαξονικού συντηρητισμού ή αντι-κομμουνιστές ρεαλιστές

Αλλά αν ο Bannon και ο Ντόναλντ Τραμπ είναι λαϊκιστές —υπό την έννοια ότι δεν διαθέτουν υψηλή κουλτούρα— υπάρχει μια άλλη πλευρά της δεξιάς που διαθέτει και που σήμερα ανακαλύπτει ξανά τον προαναφερθέντα William F. Buckley Jr., πρωτοπόρο του σύγχρονου συντηρητικού κινήματος στις ΗΠΑ, ιδρυτή της "National Review", αντικομμουνιστή και υπέρμαχο της ελεύθερης αγοράς. Ο Buckley ήταν μέρος της ελίτ (το Jr τα λέει όλα), περιφρονούσε το κράτος προνοίας και πρόσεχε να μην ταυτίζεται με τοξικούς πολιτικούς φιλοσόφους όπως ο Καρλ Σμιτ· όμως, ο James Burnham, συνεργάτης του στη "National Review", είχε ιδεολογική συγγένεια με τον ρεαλισμό ισχύος (όχι αναγκαστικά άμεση «σμιτιανή» επιρροή), ο οποίος επικρατεί σήμερα, αν και με αμφίβολα αποτελέσματα. Από την πλευρά του, ο Buckley προτιμούσε «ασφαλείς» αναφορές σε κλασικούς του αγγλοσαξονικού συντηρητισμού (Edmund Burke, Lord Acton, Tocqueville) ή αντι-κομμουνιστές ρεαλιστές (Whittaker Chambers). Γενικά, όλη αυτή η δεξιά παράδοση έχει αναβιώσει την ιδέα της πολιτικής ως σύγκρουσης μηδενικού αθροίσματος. Αν και ο Ντόναλντ Τραμπ δεν είναι «σμιτιανός», ούτε έχει ιδέα επί του θέματος, η ρητορική και οι πολιτικές του επιθυμίες εμπίπτουν στην ανάλυση των παρηκμασμένων και υποκριτικών δημοκρατιών που περιγράφει ο Σμιτ. Εξάλλου, δεν είναι ο μόνος που τον επιβεβαιώνει και που ταυτοχρόνως εφαρμόζει τις ιδέες του για τη διάκριση φίλου-εχθρού και για το «πνεύμα του λαού» όπως εκφράζεται στον αμερικανικό νατιβισμό.

Για τους Νέους Αριστερούς «Σμιτιανούς» - μια ομάδα ετερόδοξων αριστερών στοχαστών που επανεκτιμούν τα έργα του Σμιτ - η ανάλυσή του για τις εσωτερικές λειτουργίες του φιλελεύθερου καπιταλισμού προσέφερε μια πιο επίκαιρη θέαση του σύγχρονου παγκόσμιου καπιταλισμού και φιλελευθερισμού, από το παλιό μοντέλο του Καρλ Μαρξ. Δεν ήταν ότι ο Μαρξ έκανε λάθος σχετικά με τον φετιχισμό των εμπορευμάτων, την αλλοτρίωση και την ατομικοποίηση ως παράγωγα της καπιταλιστικής ανάπτυξης, αλλά ότι ο Σμιτ μπόρεσε να αναγνωρίσει ότι οι ισχυρισμοί του ορθολογικού φιλελευθερισμού και του «ορθολογικού οικονομικού ανθρώπου» (homo economicus) δεν ήταν τίποτε περισσότερο από ένα ρητορικό εργαλείο για την εξάλειψη του Άλλου. Το επιχείρημα «προς το οικονομικό συμφέρον» ήταν, για τον Σμιτ, τέχνασμα για την επέκταση του αγγλοαμερικανικού καπιταλισμού, τον αυτο-αλλοτριωτικό ατομικισμό και το όνειρο του ολικού ξεριζώματος των λαών από τις ιστορίες, τις ταυτότητες και τις παραδόσεις τους. Παρά τις αξιώσεις του φιλελεύθερου καπιταλισμού ότι βρίσκεται στο ανώτερο επίπεδο του σεβασμού και της ανοχής, σύμφωνα με την ανάλυση του Σμιτ ο φιλελευθερισμός χρησιμοποιώντας τη γλώσσα της προόδου, του εκσυγχρονισμού και του ελεύθερου εμπορίου, παραμένει άγριος, πολεμοχαρής και εμπλεκόμενος στη διαλεκτική φίλου-εχθρού. Κλειδί στην κριτική του στον οικονομισμό ήταν η άποψη ότι η ζωή και η πολιτική συνιστούν κάτι πολύ ευρύτερο από την οικονομία: η ιστορία, ο πολιτισμός, η ταυτότητα και η θρησκεία έχουν επίσης σπουδαιότητα για τους ανθρώπους και τις κοινότητες. Αυτή η αντίληψη πρέπει να λαμβάνεται υπόψη σε όλες τις αναλύσεις.

H δεξιά και οι φιλελεύθεροι ονειρεύονταν την υπέρβαση όλων των μακροχρόνιων διαιρέσεων των δυτικών χωρών μπροστά στον κοινό εχθρό

Μετά το τέλος του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου η δεξιά είχε βρει τον εχθρό της, τη Σοβιετική Ένωση, και πάσχιζε να εξασφαλίσει την ενότητα της Δύσης: αν και ο Σμιτ είχε υποβιβαστεί σε ακαδημαϊκή εξορία, στους κύκλους των αντικομμουνιστών η διάκριση φίλου-εχθρού επιζούσε κατά το δεύτερο μισό του 20ού αιώνα· η δεξιά και οι φιλελεύθεροι ονειρεύονταν την υπέρβαση όλων των μακροχρόνιων διαιρέσεων των δυτικών χωρών (γεωγραφικών, γλωσσικών, πολιτισμικών, θρησκευτικών και ιστορικών) μπροστά στον κοινό εχθρό. Αλλά η αριστερά είχε άλλα σχέδια και άλλους εχθρούς. Το αίσθημα του ανήκειν στη Δύση και στην παράδοση του Διαφωτισμού ατρόφησε: κατά τη διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου λόγω των παραταξιακών-ιδεολογικών διχασμών και στη συνέχεια λόγω του ότι η διάλυση της Σοβιετικής Ένωσης αναίρεσε τον Άλλο. Αν και η Ρωσία μπορεί να θεωρηθεί «εχθρός» και «Άλλος», η φυσιογνωμία της είναι πλέον τόσο συγκεχυμένη ώστε έχει χαθεί η ενοποιητική της ισχύς.

Έτσι, έχουμε επιστρέψει στη σύνθεση έντονων εσωτερικών διαιρέσεων πριν από το 1939, η οποία χαρακτήριζε όλα τα δυτικά έθνη, συμπεριλαμβανομένων των Ηνωμένων Πολιτειών: χωρίς εξωτερικό εχθρό, ανταγωνιστή ή εξισορροπιστή να παρακινεί και να κατευθύνει την πολιτική, η επιστροφή στο εγχώριο πολιτικό σώμα έχει ξανανοίξει παλιές πολιτισμικές, γεωγραφικές, εθνοτικές, φυλετικές, οικονομικές, θρησκευτικές και πολιτικές πληγές. Ο νεοφυλετισμός, ο εθνικισμός, ο λαϊκισμός και η πολιτική των ταυτοτήτων - για τα οποία έχουν προειδοποιήσει συγγραφείς όπως ο Jonah Goldberg και ο Mark Lilla - είναι η επιστροφή στη διαλεκτική φίλου-εχθρού χωρίς εξωτερικό Άλλο: ο νέος Άλλος ξαναβρίσκεται στο εγχώριο πεδίο μάχης· η αντιπαράθεση είναι αναπόφευκτη και η σύγκρουση θανάσιμη.

Δεν έχουμε μείνει μόνο χωρίς δεδηλωμένο εχθρό αλλά χωρίς δεδηλωμένη διάκριση μεταξύ «εγώ» και «μη-εγώ»

Η ρητορική του Ντόναλντ Τραμπ εκφράζει με διεστραμμένο τρόπο αυτή τη διάκριση φίλου-εχθρού του Σμιτ. Τα συνθήματα «εμείς εναντίον των άλλων», πανομοιότυπα με εκείνα της αριστεράς («Με ποιανού μέρος είσαι;» «Ή εμείς, ή αυτοί»), αντανακλούν την έννοια του πολιτικού του Σμιτ ως επιλογή πλευράς. Αλλά, αν και ο ορισμός ενός εχθρού θα μπορούσε να γίνει συγκολλητική ουσία για τη Δύση, φαίνεται ότι αποτυγχάνουμε να τον εντοπίσουμε: η Κίνα είναι συνεργάτης και μαζί εμπορικός ανταγωνιστής αλλά όχι «εχθρός»· η Ρωσία είναι «εχθρός» αλλά κοστίζει ακριβά και είναι εξαιρετικά επικίνδυνο να τη χαρακτηρίσουμε με αυτόν τον όρο· το διεθνές Ισλάμ εκπροσωπεί περί τα δύο δισεκατομμύρια άτομα, οπότε είτε κάνουμε πως δεν βλέπουμε είτε χρησιμοποιούμε τακτική κατευνασμού. Με λίγα λόγια, δεν έχουμε μείνει μόνο χωρίς δεδηλωμένο εχθρό αλλά χωρίς δεδηλωμένη διάκριση μεταξύ «εγώ» και «μη-εγώ»: η πολιτική της «διαφορετικότητας» έχει καταστρέψει κάθε έννοια ενότητας ατόμων και ομάδων με κοινά χαρακτηριστικά, αξίες και επιδιώξεις. Σήμερα θα μπορούσαμε να μιλάμε για ευρωπαϊκή ψυχή (αντί για το επαρχιακό, εθνικιστικό Volksgeist) ή, ακόμα καλύτερα, για δυτική ψυχή, ως αποτέλεσμα μιας ιστορίας ιδεών που ξεκινά από την ελληνική αρχαιότητα· αντ’ αυτού, η ακροδεξιά ενισχύει τη νοσταλγία για το Volksgeist σε μια απεγνωσμένη προσπάθεια να βρεθεί ο φαντασματικός εχθρός που θα μας ενώσει. O Σμιτ δεν ασχολήθηκε ιδιαίτερα με το Volkgeist· ασχολήθηκε όμως με την ομοιογένεια· με την ταυτότητα και την ταύτιση κυβερνώντων-κυβερνωμένων. Ίσως ανεπίγνωστα, ο Ντόναλντ Τραμπ — αν και δεν κατανοεί τη διάκριση φίλου-εχθρού του Σμιτ, αφού συνάπτει φιλίες με εχθρούς και αναπτύσσει εχθρότητα έναντι παραδοσιακών φίλων ενσαρκώνει τον κυρίαρχο ηγέτη που «αποφασίζει για την κατάσταση εξαίρεσης», προορισμένος να λαμβάνει δύσκολες αποφάσεις σε περιόδους εθνικών κρίσεων, με σκοπό να διασφαλίσει την εθνική επιβίωση. Η προοπτική του είναι να γίνει δικτάτορας του τύπου τον οποίο περιγράφει ο Σμιτ, ένας άνδρας τιμής και επαίνου. Πρόκειται για μια απόπειρα «αυτοκρατορικής προεδρίας» (τον όρο επινόησε ο Arthur Schlesinger Jr. άλλος ένας Jr αναφερόμενος στον Νίξον) η οποία προσπαθεί να σταθεί πάνω από την έννομη τάξη για το καλό του «έθνους»: ο τραμπισμός αντιπαραθέτει το εθνικό εγώ έναντι του παγκοσμιοποιητικού Άλλου.