Πολιτικη & Οικονομια

Θοδωρής Παπαδόπουλος: Τράπεζα πρέπει να σημαίνει άνθρωπος, ασφάλεια, κατανόηση, όχι απλώς συναλλαγή

Ο Chief Customer Experience Officer της Εθνικής Τράπεζας της Μάλτας μιλά στην Athens Voice

Χριστίνα Γαλανοπούλου
11’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ
UPD

Θοδωρής Παπαδόπουλος: Όχι απλώς ένας Έλληνας στην Εθνική Τράπεζα της Μάλτας

Τις μέρες που συζητούσαμε με τον Θοδωρή Παπαδόπουλο για το περιεχόμενο αυτής της κουβέντας μας, στην Ελλάδα γινόταν δικαιολογημένος χαμός με την «εξαφάνιση» ΑΤΜ από κομβικά σημεία της Αθήνας –και της χώρας- και με τις ξαφνικές χρεώσεις (λέγε με «προμήθεια») με κάθε ανάληψη / συναλλαγή των πολιτών με τις τράπεζες μέσω των μηχανημάτων.

Για τον Chief Customer Experience Officer της Εθνικής Τράπεζας της Μάλτας, έναν Έλληνα σε μία τέτοια περίπλοκη και απαιτητική θέση, ωστόσο, όλο αυτό δεν αποτελούσε έκπληξη, ούτε καν κακό χειρισμό, αλλά διαφορά «φάσης», κουλτούρας και ενσωμάτωσης των τεχνολογικών εργαλείων που κάποτε μπορεί να αποξενώσουν το ίδρυμα από τον άνθρωπο.

Ωστόσο, και πέρα από αυτά, ο Παπαδόπουλος έχει μια ωραία, κατασταλαγμένη άποψη –κυρίως, λόγω πικρών εμπειριών- για αυτό που αποκαλούμε τοξικό εργασιακό περιβάλλον, για τα γενεσιουργά αίτιά του και για τη θεραπεία του, κάτι που δεν αφορά μόνο τις τράπεζες, αλλά την εργασιακή ζωή όλων μας. Για όλα αυτά και πολλά ακόμα ενδιαφέροντα στη συζήτηση που ακολουθεί.

Θοδωρής Παπαδόπουλος © Δημήτρης Ταΐρης

— Έχοντας διαβάσει για εσάς, σας περιγράφουν λίγο ως έναν άνθρωπο που «φύτρωσε» και «άνθισε» στη Μάλτα. Επειδή ωστόσο όλοι γνωρίζουμε ότι αυτά δεν γίνονται έτσι, θέλετε να μου περιγράψετε λίγο τη διαδρομή σας μέχρι εκεί; Ποιο ήταν το παρθένο έδαφος και τα «παράσημα» μέχρι σήμερα;

Δεν «φύτρωσα» έτσι απλά. Αν θέλουμε να είμαστε ακριβείς, πρώτα χρειάστηκε να ξεριζωθώ — από περιοριστικές πεποιθήσεις, από συνθήκες που δεν με εξέφραζαν, από τη βολή του «έτσι είναι τα πράγματα». Και να μάθω, κάθε φορά από την αρχή, να επανεφευρίσκω τον εαυτό μου με τρόπο που να με εκφράζει πραγματικά. Η πορεία μου δεν χτίστηκε πάνω σε γνωριμίες ή έτοιμες ευκαιρίες. Χτίστηκε με σκληρή δουλειά, πολλά λάθη που έγιναν μαθήματα, και εμπειρίες από τα χαμηλά: customer service, πρώτες γραμμές, δύσκολες συνθήκες. Εκεί καλλιεργήθηκε η επιμονή, η ευαισθησία και η εσωτερική πειθαρχία.

Υπήρξαν μέρες που δεν ένιωθα καθόλου «δυνατός» ή «έτοιμος», αλλά κάθε μέρα έκανα το επόμενο βήμα. Όχι με άλματα, αλλά με συνέπεια. Και αυτή η πορεία με οδήγησε μέχρι το διοικητικό συμβούλιο της μεγαλύτερης τράπεζας της Μάλτας — όχι γιατί ήμουν ο πιο έτοιμος, αλλά γιατί δεν λύγισα όταν ήταν πιο εύκολο να τα παρατήσω. Και γιατί, όταν οι άλλοι περίμεναν την ευκαιρία, εγώ τη δούλευα. Το «παρθένο έδαφος», αν θέλετε, ήταν η εσωτερική πρόκληση: να δημιουργήσω κάτι χωρίς να περιμένω κανέναν να μου δείξει τον δρόμο. Και τα «παράσημα», είναι ότι κάθε βήμα χτίστηκε με συνέπεια, χωρίς εκπτώσεις στις αξίες μου.

 Τι πραγματικά σημαίνει να δουλεύει κανείς για την BOV και πώς εξελίχθηκε ο ρόλος σας στον οργανισμό; Τι είδους άνθρωποι και επαγγελματίες «αρέσουν» σ’ αυτή τη μικρή, αλλά μαγική στα μάτια μας χώρα και τι σημαίνει να είσαι Έλληνας που εργάζεται και διευθύνει εντός του τραπεζικού συστήματος της Μάλτας;

Η BOV είναι ο μεγαλύτερος χρηματοπιστωτικός οργανισμός στη Μάλτα — μια τράπεζα με τεράστια σημασία για την κοινωνία και την οικονομία της χώρας. Δουλεύοντας εδώ, καταλαβαίνεις αμέσως το βάρος του ρόλου σου. Δεν είσαι απλώς στέλεχος. Είσαι μέρος ενός οργανισμού που ορίζει ρυθμούς σε εθνικό επίπεδο. Ξεκίνησα ως Chief Digital Officer, με στόχο τον ψηφιακό μετασχηματισμό της τράπεζας. Στην πορεία, ο ρόλος εξελίχθηκε — όπως εξελίχθηκε και η εμπιστοσύνη προς εμένα — και ανέλαβα επιπλέον τον ρόλο του Chief Strategy and Transformation Officer. Σήμερα, ως Chief Customer Experience Officer, η ευθύνη μου αγγίζει τον πυρήνα του οργανισμού: την εμπειρία του πελάτη, τη φωνή του, την καινοτομία, την αλλαγή κουλτούρας. Η Μάλτα έχει κάτι πολύ ιδιαίτερο.

Είναι μικρή, αλλά λειτουργεί σαν διεθνής κόμβος. Και σε αυτό το περιβάλλον «χωρούν» μόνο όσοι είναι ταπεινοί, συνεργατικοί και προσαρμοστικοί. Δεν εκτιμάται το φαίνεσθαι, ούτε το πολιτικό παιχνίδι. Εκτιμάται η ουσία. Το να είσαι ξεκάθαρος, αξιόπιστος και να μπορείς να κάνεις τη δουλειά — χωρίς φασαρία, αλλά με αποτέλεσμα. Ως Έλληνας, ένιωσα πως μπορώ να συνεισφέρω. Η ενέργεια, η ευελιξία και η επιμονή που μας χαρακτηρίζουν μπορούν να γίνουν πλεονέκτημα — αρκεί να συνοδεύονται από σταθερότητα, συνέπεια και πραγματικά αποτελέσματα.

 Θα τολμήσω την ερώτηση: μπαίνετε στη διαδικασία να συγκρίνετε τις εκεί τραπεζικές διαδικασίες με τις εγχώριες – κι αν ναι, τι συμπεραίνετε; Να εξηγήσω γιατί σας ρωτώ: στην Ελλάδα βιώνουμε ένα χάος με τις τραπεζικές συναλλαγές. Μειώθηκαν τα ΑΤΜ και οι τραπεζικοί υπάλληλοι και οι μεγαλύτεροι σε ηλικία άνθρωποι δεν μπορούν να ευθυγραμμιστούν με τις εξελίξεις. Κάνουμε κάτι λάθος; Θέλετε να μας δώσετε λίγο την εμπειρία της Μάλτας;

Δεν υπάρχει «τέλεια αγορά». Κάθε χώρα λειτουργεί μέσα στο δικό της κοινωνικοπολιτικό πλαίσιο, με τη δική της κουλτούρα αλλαγής, τις δικές της προκλήσεις. Αυτό που συχνά παρεξηγούμε είναι ότι η τεχνολογία από μόνη της δεν είναι λύση. Είναι εργαλείο. Και αν δεν ενσωματωθεί σε μια σαφή στρατηγική που λαμβάνει υπόψη τον άνθρωπο, το αποτέλεσμα είναι σύγχυση — όχι πρόοδος.

Η Μάλτα είναι μια μικρή χώρα, πράγμα που της δίνει τη δυνατότητα να σχεδιάζει και να εφαρμόζει αλλαγές με μεγαλύτερη ταχύτητα και περισσότερη εγγύτητα στον πελάτη. Δεν είναι όλα λυμένα — αλλά η απόσταση ανάμεσα στον σχεδιασμό και στην εφαρμογή είναι μικρότερη. Και αυτό βοηθά. Η Ελλάδα, πάλι, πέρασε από αλλεπάλληλες κρίσεις και μέσα σε αυτό το πλαίσιο έπρεπε να κάνει και ψηφιακά άλματα. Οπότε, όχι — δεν «κάνει κάτι λάθος». Αλλά ίσως έχει χαθεί λίγο η σύνδεση με τον άνθρωπο. Με τον πελάτη που δεν θέλει απλώς να κάνει μια συναλλαγή. Θέλει να καταλάβει. Να νιώσει ασφάλεια. Να νιώσει ότι δεν είναι βάρος στο σύστημα.

Προσωπικά πιστεύω ότι η ουσία δεν είναι να βρούμε ποιος το κάνει καλύτερα, αλλά ποιος το κάνει με συνέπεια, με σεβασμό και με πρόθεση να μην μείνει κανείς πίσω. Γιατί στο τέλος της ημέρας, ο ρόλος μας δεν είναι να εντυπωσιάσουμε με το πόσο γρήγορα αλλάζουμε, αλλά με το πόσο ουσιαστικά υπηρετούμε αυτούς για τους οποίους αλλάζουμε.

Θοδωρής Παπαδόπουλος © Δημήτρης Ταΐρης

 Ποιο είναι το μεγαλύτερο εμπόδιο για μια τράπεζα που θέλει να λειτουργήσει με την ευελιξία μιας startup;

Το μεγαλύτερο εμπόδιο δεν είναι ούτε η τεχνολογία ούτε οι διαδικασίες. Είναι το mindset. Οι περισσότερες τράπεζες δεν έχουν σχεδιαστεί για ευελιξία. Έχουν δομηθεί για σταθερότητα, έλεγχο και περιορισμό του ρίσκου. Και όλα αυτά — δικαίως. Μιλάμε για οργανισμούς που διαχειρίζονται εμπιστοσύνη, όχι μόνο κεφάλαια.

Το πρόβλημα ξεκινά όταν προσπαθείς να φέρεις startup λογική σε ένα σύστημα που δεν έχει εκπαιδευτεί να σκέφτεται με πειραματισμό, να αποδέχεται την αποτυχία ως μέρος της εξέλιξης, ή να κινείται χωρίς όλες τις απαντήσεις από πριν. Το «fail fast, learn faster» δύσκολα χωράει σε κουλτούρες που έχουν μάθει να αποφεύγουν την έκθεση.

Αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι δεν γίνεται. Απλώς, η αλλαγή δεν ξεκινά από τα εργαλεία — ξεκινά από τη νοοτροπία, την κουλτούρα του. Από τη στιγμή που ένας οργανισμός αρχίζει να δίνει χώρο στους ανθρώπους του να δοκιμάσουν, να πουν «δεν ξέρω ακόμη», να κάνουν μικρά βήματα χωρίς να τιμωρούνται για κάθε αστοχία — τότε αλλάζει κάτι βαθύτερο.

Το θέμα δεν είναι να μοιάσουμε σε startup. Το θέμα είναι να κρατήσουμε την ευθύνη που φέρνει ο ρόλος μας, και ταυτόχρονα να δώσουμε χώρο για εξέλιξη. Για νέες ιδέες, για νέους ανθρώπους σε θέσεις ευθύνης που δεν φοβούνται να αμφισβητήσουν το «εμείς εδώ έτσι το κάνουμε». Αυτό δεν απαιτεί επανάσταση. Απαιτεί επιλογή. Συνειδητή και καθημερινή.

 Κάτι άλλο τώρα: πώς πείθεις έναν παραδοσιακό χρηματοπιστωτικό οργανισμό να επενδύσει στο TikTok και τι θα προτείνατε στους νεαρότερους Έλληνες συναδέλφους σας που θέλουν να οδηγήσουν τα πράγματα προς τα εκεί, αλλά βρίσκουν τοίχο;

Αν θέλεις να μιλήσεις σε μια νέα γενιά, πρέπει να πας εκεί που είναι. Όχι εκεί που σε βολεύει. Δεν ξεκινήσαμε από το TikTok. Ξεκινήσαμε από την ερώτηση: Θέλουμε να ακουστούμε ή απλώς να μιλάμε στον εαυτό μας; Για να είμαι ειλικρινής, δεν παρουσίασα «μια ιδέα για TikTok». Ανέδειξα σκοπό. Να είμαστε εκεί που είναι ο πελάτης. Να ακουγόμαστε με τρόπο που δεν λέει «είμαι τράπεζα, πρόσεχε», αλλά «είμαι εδώ, σε καταλαβαίνω». Το TikTok ήταν απλώς το μέσο. Η πρόθεση ήταν ξεκάθαρη. Είμαστε μία από τις ελάχιστες τράπεζες παγκοσμίως που έχουν ενεργό, στρατηγικά σχεδιασμένο λογαριασμό στο TikTok.

Και βλέποντας το performance — σε reach, engagement και θετική αντίληψη του brand — μπορούμε να πούμε ότι έχουμε δικαιωθεί και με το παραπάνω. Η ομάδα μου και εγώ το σχεδιάσαμε με στρατηγική: test, learn, repeat. Όχι με viral videos, αλλά με ουσία. Με σεβασμό στη γλώσσα της πλατφόρμας, χωρίς να προσποιούμαστε ότι «είμαστε cool». Ήμασταν απλώς αυθεντικοί. Και ναι — λειτούργησε. Σε όσους χτυπάνε τοίχους μέσασε παραδοσιακά συστήματα, λέω αυτό: Μην περιμένετε να σας δώσουν το πράσινο φως. Φτιάξτε κάτι μικρό που δουλεύει. Δείξτε το. Κι αν, ακόμα και τότε, τα πράγματα δεν κινούνται; Τότε ίσως να χρειαστεί να αναρωτηθείτε αν το συγκεκριμένο περιβάλλον είναι πράγματι αυτό στο οποίο θέλετε να μείνετε

 Τεχνητή Νοημοσύνη και Banking. Επειδή υπάρχει διάχυτος ο φόβος –και όχι μόνο στον τραπεζικό τομέα- ότι η Τεχνητή Νοημοσύνη θα «κουρέψει» θέσεις εργασίας, εσείς με ποιον τρόπο πιστεύετε ότι η χρήση της Τεχνητής Νοημοσύνης θα ενισχύσει και δεν θα υποκαταστήσει την ανθρώπινη επαφή;

Η Τεχνητή Νοημοσύνη δεν είναι απειλή. Απειλή είναι αυτός που θα μάθει να τη χρησιμοποιεί καλύτερα από εσένα. Και αυτό ισχύει είτε είσαι άτομο, είτε οργανισμός. Στο banking, η AI μπορεί να φέρει πραγματική βελτίωση: αυτοματοποίηση, πρόβλεψη αναγκών, εξατομίκευση, real-time εξυπηρέτηση. Το ερώτημα δεν είναι αν θα τη χρησιμοποιήσεις — αλλά πώς.

Αν τη δεις ως εργαλείο για να βελτιώσεις την εμπειρία του πελάτη, θα αποκτήσεις ανταγωνιστικό πλεονέκτημα. Αν τη δεις μόνο ως μέσο εξοικονόμησης κόστους, απλώς θα αποδυναμώσεις τη σχέση με τον πελάτη. Η πρόθεση πίσω από τη χρήση της τεχνολογίας κάνει όλη τη διαφορά. Η ουσία είναι μία: Αν νομίζεις ότι η AI είναι το πρόβλημα, περίμενε να δεις πώς μοιάζει η αδιαφορία του πελάτη. Οι σχέσεις είναι το μόνο νόμισμα που θα έχει πάντα αξία. Όσοι το ξεχάσουν, θα μείνουν απλώς με τα δεδομένα.

Θοδωρής Παπαδόπουλος

 Πάμε σε κάτι άλλο τώρα: τις προάλλες με κάλεσαν στο κινητό, λέγοντάς μου ότι η μητέρα μου βρίσκεται στην τράπεζα με την οποία συναλλασσόμαστε και δεν θυμόταν τον κωδικό πιν για να κάνει ανάληψη χρημάτων. Έκλεισα το τηλέφωνο (ομολογουμένως όχι χωρίς να βρίσω λίγο), κάλεσα τη μητέρα μου να της πω να προσέχει, αλλά γνωρίζω ότι άνθρωποι μεγαλύτερης ηλικίας ίσως να έμπαιναν σε σοβαρές περιπέτειες με αυτό το τηλεφώνημα. Γνωρίζω ότι στην Τράπεζα της Βαλέτας έχετε δημιουργήσει ολόκληρο section για το scamming και την ενημέρωση των πελατών σας. Θέλετε να μου μιλήσετε λίγο γι’ αυτό;

Αυτό που περιγράφετε, δυστυχώς, δεν είναι πια η εξαίρεση. Είναι η νέα καθημερινότητα. Και όσο πιο γρήγορα ψηφιοποιούνται οι υπηρεσίες, τόσο πιο γρήγορα κάποιοι προσπαθούν να εκμεταλλευτούν την ευαλωτότητα των ανθρώπων. Ο κίνδυνος δεν είναι η τεχνολογία. Ο κίνδυνος είναι η μοναξιά απέναντι στην τεχνολογία.

Στη BOV το πήραμε προσωπικά. Δεν αρκεί να είσαι μια καινοτόμα τράπεζα. Πρέπει να είσαι και ένας ανθρώπινος οργανισμός. Γι’ αυτό δημιουργήσαμε εξειδικευμένη μονάδα πρόληψης απάτης, χτίσαμε εκπαιδευτικές εκστρατείες, μιλάμε καθημερινά μέσα από όλα μας τα κανάλια, με γλώσσα που καταλαβαίνει και η γιαγιά και ο έφηβος. Γιατί τελικά, δεν προστατεύουμε απλώς συναλλαγές. Προστατεύουμε ανθρώπους. Και τους θυμίζουμε ότι δεν είναι μόνοι τους σε αυτόν τον ψηφιακό κόσμο που αλλάζει με ταχύτητα. Η τεχνολογία εξελίσσεται — αλλά και η φροντίδα μπορεί να εξελιχθεί μαζί της. Και όταν η πρόληψη γίνεται πράξη με συνέπεια, είναι η πιο ήσυχη αλλά ισχυρή μορφή ηγεσίας.

 Και κάτι λίγο πιο προσωπικό: τι μπορεί να κάνει έναν άνθρωπο καλύτερο ηγέτη / συντονιστή / προϊστάμενο; Υπάρχει κάποια εμπειρία που μετασχημάτισε τη δική σας managerial συμπεριφορά σε κάτι πιο ουσιαστικό από μερικές εντολές ή οδηγίες προς την ομάδα σας;

Δεν έγινα καλύτερος ηγέτης για να αποδείξω κάτι. Έγινα γιατί έμαθα να μην αφήνω τον εαυτό μου να μικραίνει σε χώρους που τον περιορίζουν. Κάποια στιγμή στην πορεία μου, δούλεψα κάτω από μια διευθύντρια που διοικούσε με φόβο και έλεγχο. Δεν ήταν κραυγαλέο. Ήταν ύπουλο, μεθοδικό και απόλυτα συστημικό. Δεν με διέλυσε — με εξάντλησε. Με ανάγκασε να μάθω να κρατάω εαυτό, ακόμα και όταν όλα έδειχναν ότι «έτσι παίζεται το παιχνίδι» και «έτσι είναι εδώ και άμα σου αρέσει»

Κι αυτό ήταν το turning point: να πάρω από μια τοξική εμπειρία ένα πολύ καθαρό μάθημα ηγεσίας. Ότι η δύναμη δεν είναι στον έλεγχο. Είναι στο να δημιουργείς περιβάλλον όπου οι άλλοι δεν χρειάζεται να προστατεύονται από εσένα.
Έκτοτε, δεν αναζητώ followers. Ούτε οπαδούς. Αναζητώ ανθρώπους με τους οποίους μπορούμε να σκεφτούμε, να διαφωνήσουμε, να χτίσουμε. Και ξέρω πια πώς μοιάζει η σιωπή από φόβο. Και πώς μοιάζει η σιωπή που επιτρέπει την επεξεργασία, το βάθος, την εμπιστοσύνη.

Ο καλός ηγέτης δεν είναι αυτός που τραβάει τα φώτα. Είναι αυτός που κάνει τους άλλους να σηκώσουν το βλέμμα. Δεν χρειάζεται να είναι ο πιο έξυπνος στο δωμάτιο. Χρειάζεται να είναι ο λόγος που οι έξυπνοι μένουν στο δωμάτιο — και δεν φοβούνται να του πουν «διαφωνώ». Αν κανείς δεν τολμά να σε αμφισβητήσει, δεν ηγείσαι, απλά διαχειρίζεσαι.

 Μιλώντας για ηγεσία και δημιουργία μη τοξικού εργασιακού περιβάλλοντος δεν μπορώ να μην ανατρέξω στο ότι ότι είστε coach πολλών σημαντικών στελεχών. Ποιες είναι οι πρώτες λέξεις που λέτε σε κάποιον που αναλαμβάνετε για να του κάνετε coaching; Και κυρίως τι σημασία κρύβουν αυτές οι λέξεις;

Όταν ξεκινά κάποιος coaching μαζί μου, δεν με νοιάζει τι θέλει να πετύχει. Με νοιάζει αν είναι έτοιμος να αφήσει πίσω του τον εαυτό που τον έφερε μέχρι εδώ. Γιατί χωρίς αυτό, δεν αλλάζει τίποτα. Δεν δουλεύω με όλους. Δουλεύω με ανθρώπους που έχουν κουραστεί να ακούν τον ίδιο τους τον εαυτό να βρίσκει δικαιολογίες. Που ξέρουν ότι ήρθε η στιγμή να ξεβολευτούν και να πάρουν τον εαυτό τους στα σοβαρά. Και ας το ξεκαθαρίσουμε: το coaching δεν είναι ψυχοθεραπεία. Δεν είναι για να αναλύσεις γιατί νιώθεις έτσι ή τι φταίει για το παρελθόν σου. Είναι για να αποφασίσεις τι θα κάνεις από εδώ και πέρα.

Είναι στρατηγικό, στοχευμένο και επιταχυντικό. Είναι για ανθρώπους που θέλουν να κινηθούν — όχι απλώς να καταλάβουν. Έχω δει ανθρώπους να κάνουν πραγματικά breakthroughs. Να ξεμπλοκάρουν, να ηγηθούν αλλιώς, να πάρουν δύσκολες αποφάσεις και να αλλάξουν κατεύθυνση ζωής μέσα σε λίγους μήνες. Όχι επειδή κάποιος τους είπε τι να κάνουν, αλλά επειδή μπήκαν στη διαδικασία με καθαρή πρόθεση, συνέπεια, θάρρος και αποφασιστικότητα να αφήσουν πίσω ό,τι δεν τους εξυπηρετεί πια — και να κάνουν χώρο για να μπει το καινούργιο.

Και ναι, λέω «όχι» όταν χρειάζεται. Όχι γιατί κάποιος δεν είναι αρκετός, αλλά γιατί αν δεν είσαι έτοιμος να κάνεις τη δουλειά, δεν μπορώ να σε πάω πουθενά. Το coaching δεν είναι η απάντηση για όλα. Αλλά μπορεί να γίνει η αρχή για όλα όσα δεν τόλμησες ποτέ να ζητήσεις από τον εαυτό σου.

Θοδωρής Παπαδόπουλος © Δημήτρης Ταΐρης

 Αν και πολύς κόσμος αμφισβητεί τις υπηρεσίες του coaching, θα τολμήσω να ρωτήσω ποιο είναι το μυστικό του αποτελεσματικού coaching και ποια είναι η μεγαλύτερη παθογένεια του κλάδου σας;

Να ξεκαθαρίσουμε ότι το σωστό coaching δεν είναι «θετικές δηλώσεις», τύπου «σε πιστεύω» και «μπορείς να τα καταφέρεις». Αυτά είναι ωραία λόγια — αλλά δεν αρκούν, μένουν στην επιφάνεια. Το coaching δεν είναι να σε κάνω να νιώσεις καλύτερα. Είναι να σε βοηθήσω να ξεκολλήσεις, να κινηθείς και να χτίσεις κάτι που να σε εκφράζει. Η δουλειά μου δεν είναι να σου πω τι να κάνεις. Είναι να σε βοηθήσω να σκεφτείς καθαρά, να αναλάβεις ευθύνη και να προχωρήσεις με συνέπεια. Και αυτό, πολλές φορές, πονάει. Είναι άβολο. Δεν έχει χειροκρότημα — έχει πρόοδο.

Η μεγαλύτερη παθογένεια του χώρου, είπες;

 Ναι.

Μα, το ότι έχει γεμίσει από «coaches» που δίνουν συμβουλές, λένε γενικότητες, μπερδεύουν το coaching με ψυχολογία, mentoring ή life-style. Δεν υπάρχει τίποτα το «light» στο πραγματικό coaching. Χρειάζεται εκπαίδευση από πιστοποιημένες σχολές, πλαίσιο, δεοντολογία και ξεκάθαρος στόχος. Και κάτι ακόμα: Δεν δουλεύω με όλους. Έχω πει «όχι» σε ανθρώπους με εντυπωσιακά βιογραφικά. Όχι γιατί δεν ήταν έξυπνοι — αλλά γιατί δεν ήθελαν να κάνουν τη δουλειά. Ήθελαν να νιώσουν καλύτερα χωρίς να αλλάξουν τίποτα. Και αυτό δεν είναι coaching. Αυτό είναι αναβολή. Το coaching είναι για εκείνους που είναι έτοιμοι να πάρουν τον εαυτό τους στα σοβαρά.
Όχι για να αποδείξουν κάτι. Αλλά για να σταματήσουν να παίζουν κάτω από τις δυνατότητές τους.

 Ποια ιστορία από τους ανθρώπους του «επιχειρείν» που έχετε αναλάβει ξεχωρίζετε (αναφορά χωρίς ονόματα); Γιατί θεωρείτε σπουδαία την ιστορία αυτή;

Θα σου πω για έναν άνθρωπο που δεν είχε τίποτα «λάθος» στη ζωή του — κι όμως ένιωθε ότι όλα είχαν πάρει λάθος στροφή. Ήταν founder σε ένα ταχύτατα αναπτυσσόμενο startup. Εξωτερικά, όλα λειτουργούσαν ρολόι. Εσωτερικά όμως, ήταν σαν να είχε φύγει απ’ το σώμα του. Μου είπε: «Δεν θυμάμαι πότε ένιωσα τελευταία φορά υπερήφανος για κάτι. Τρέχω αλλά δεν φτάνω, δεν παίρνω χαρά». Δεν χρειάστηκε να του πω πολλά. Μόνο αυτό: «Μπορεί να χτίζεις μια εντυπωσιακή καριέρα, αλλά αν στην πορεία έχεις χάσει τη σύνδεση με τον εαυτό σου, θα μοιάζει πάντα μισή — όσο ψηλά κι αν φτάσεις».

Στην αρχή θύμωσε. Μετά λύγισε. Και κάπου εκεί άρχισε το coaching. Όχι με «τρικ» και θετικές δηλώσεις. Αλλά με αλήθεια, με χώρο, με το θάρρος να σταματήσει να τρέχει και να αρχίσει να συνδέεται ξανά με το γιατί, με τον πραγματικό σκοπό του. Και ξέρεις τι έγινε μετά; Άλλαξε τα πάντα. Όχι απότομα, ούτε εντυπωσιακά. Άρχισε να λέει όχι στα projects, τα meetings και τους ανθρώπους που του ρουφούσαν την ενέργεια. Να λέει ναι σε πράγματα που τον ζωντάνευαν. Να δουλεύει αλλιώς, να ηγείται αλλιώς. Και να επιστρέφει, σιγά-σιγά, σε εκείνον που κάποτε είχε όνειρα — όχι μόνο targets. Αυτό κάνει το coaching όταν είναι ουσιαστικό: δεν σε μεταμορφώνει σε άλλον. Σε φέρνει πίσω σε σένα, εκεί που πάντα ήξερες τι έχει νόημα.

Και αν αυτό που διαβάζεις τώρα σε ταρακουνάει… Ίσως είναι η στιγμή να στρέψεις το βλέμμα προς εσένα. Και να αναρωτηθείς: «Τι έχει πραγματικά αξία για μένα;».