Πολιτικη & Οικονομια

Κι αν είχαμε γυρίσει στη δραχμή;

Τι θα είχε συμβεί αν ο Τσίπρας είχε αποφασίσει να ακολουθήσει το «όχι» του ελληνικού λαού;

Παντελής Καψής
5’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Η ελληνική κρίση, το ενδεχόμενο επιστροφής στη δραχμή και η πολιτική του Αλέξη Τσίπρα, με αφορμή το νέο βιβλίο του Πάνου Λουκάκου

Πόσο κοντά έφτασε η χώρα στην άτακτη χρεοκοπία και στην έξοδο από το ευρώ το 2015; Το ερώτημα το θέτει στο νέο βιβλίο του «Μια πολιτική ανατομία της κρίσης 2009-2019», ο γνωστός δημοσιογράφος Πάνος Λουκάκος. Δίνει μάλιστα και μια ανατριχιαστική περιγραφή για τις συνέπειες που θα είχε, με βάση την εμπειρία από χώρες της Λατινικής Αμερικής. «Έξωση από το διεθνές τραπεζικό και οικονομικό σύστημα, δελτίο στα τρόφιμα, τα φάρμακα και τα καύσιμα, κατάρρευση του εισαγωγικού εμπορίου, αδυναμία κάλυψης στοιχειωδών αναγκών του πληθυσμού» και τελικά, μπροστά στον κίνδυνο επεισοδίων, επέμβαση του στρατού με «επιβολή στρατιωτικού νόμου για απροσδιόριστο χρονικό διάστημα». Υπενθυμίζει μάλιστα την προκλητική δήλωση του Καμμένου, όταν εκείνες τις δραματικές ημέρες επισκέφθηκε το υπουργείο Εθνικής Άμυνας ο Αλέξης Τσίπρας, ότι «οι ένοπλες δυνάμεις διασφαλίζουν τη σταθερότητα στο εσωτερικό της χώρας». Πιο σαφής δεν θα μπορούσε να είναι.

Αυτό που γνωρίζουμε είναι ότι δύο τουλάχιστον κέντρα μέσα στην κυβέρνηση -παράγκες τα ονομάζει ο Λουκάκος- επεξεργάζονταν σχέδια για επιστροφή στη δραχμή. Το πρώτο, για το οποίο έχουμε μάθει και τα περισσότερα, ήταν το σχέδιο οπερέτα του Βαρουφάκη το οποίο προέβλεπε πληρωμή των υποχρεώσεων του κράτους με υποσχετικές αλλά και επιστράτευση δημοσίων υπαλλήλων καθώς και ανάληψη της ευθύνης για τη δημόσια τάξη από τα υπουργεία Άμυνας και Εσωτερικών. Πώς θα συμμετείχε το Άμυνας δεν διευκρινίζεται, αν θα έβγαιναν περίπολα της Στρατονομίας ή μήπως και τανκς στους δρόμους. Σχετικές αποκαλύψεις έχει κάνει ο μυστικοσύμβουλος του Βαρουφάκη Τζέιμς Γκάλμπρεϊθ ο οποίος είχε αναλάβει την ευθύνη της επεξεργασίας. Στο σχέδιο έχει αναφερθεί και η Ελένη Παναρίτη, σύμβουλος και αυτή, αποκαλύπτοντας ότι ήταν μια «δουλειά των 22 σελίδων». Προχειρογράφημα της χειρίστης μορφής δηλαδή το οποίο μας βοηθά να καταλάβουμε το χάος που θα επικρατούσε. Αρκεί να επισημανθεί ότι το ανάλογο σχέδιο της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, το περίφημο plan B για το ενδεχόμενο ενός Grexit, ξεπερνούσε τις 150 σελίδες! 

Διαφορετικό κάπως ήταν το σχέδιο της αριστερής πλατφόρμας του Παναγιώτη Λαφαζάνη. Σύμφωνα με τις πληροφορίες που μεταφέρει ο Λουκάκος, περιελάμβανε «κατάληψη του Νομισματοκοπείου στο Χολαργό… κατάσχεση των 22 δισεκατομμυρίων που διέθετε εκεί η Τράπεζα της Ελλάδος» αλλά και σύλληψη του διοικητή της, Γιάννη Στουρνάρα! Με άλλα λόγια είχε πολύ περισσότερο τον χαρακτήρα κομμουνιστικού πραξικοπήματος, κάτι που ταίριαζε άλλωστε στις ιδεολογικές προτιμήσεις των στελεχών της πλατφόρμας.

Γνώριζε, και ως ποιο βαθμό, τα σχέδια αυτά ο Τσίπρας; Κι ακόμα περισσότερο ήταν μέσα στις σκέψεις του το ενδεχόμενο της ρήξης και της επιστροφής στη δραχμή; Ο ίδιος και οι συνεργάτες του υποστηρίζουν πως όχι. Είχαμε «αυταπάτες», έχει ομολογήσει ο Τσίπρας, ότι θα υποχωρήσουν οι εταίροι ενώ ο Δραγασάκης, αντιπρόεδρος τότε της κυβέρνησης, σε δήλωσή του είχε πει «πιστεύαμε ότι αν τους απειλούσαμε με έξοδο, οι Ευρωπαίοι θα τρόμαζαν. Αποδείχθηκε λάθος εκτίμηση». Την πρόθεση του Τσίπρα να παραμείνει στο ευρώ επιβεβαιώνουν και ευρωπαίοι αξιωματούχοι με τους οποίους είχε επαφές. Ο Σόιμπλε, για παράδειγμα, αναφέρει στα απομνημονεύματά του πως σε μια συνάντηση που είχαν πριν από τις εκλογές, ο Τσίπρας του είχε πει πως «θα κρατήσει τη χώρα στο ευρώ πάση θυσία», δεν θα τηρούσε ωστόσο τις προβλέψεις του μνημονίου. «Του απάντησα με την ίδια αμεσότητα πως του εύχομαι να μην κερδίσει τις εκλογές» του απάντησε ο Γερμανός υπουργός επειδή η υπόσχεσή του «δεν μπορεί να τηρηθεί με κανένα τρόπο».

Πόσο ειλικρινής ήταν ο Τσίπρας κανείς δεν γνωρίζει. Ούτε γνωρίζουμε αν ορισμένες στιγμές δεν φλέρταρε με την ιδέα να κάνει το μεγάλο βήμα. Σίγουρα θα του το είχαν εισηγηθεί κάποιοι στο περιβάλλον του. Η δήλωση της συζύγου του ότι κάθε χρόνο στις 5 Ιουλίου «κλαίει», δείχνει ότι η απόφαση της άτακτης υποχώρησης δεν ήταν καθόλου εύκολη. Ο Τσίπρας ωστόσο δεν είχε την στόφα του επαναστάτη. Μεγαλωμένος σε μια εύπορη μεσοαστική οικογένεια, τόσο οι ίδιος όσο και τα περισσότερα από τα στελέχη της αριστεράς υπήρξαν από τους ευνοημένους της μεταπολίτευσης. Πολλοί ήταν επαγγελματικά στελέχη, διορισμένα όμως στο δημόσιο και αποσπασμένα στο κόμμα. Τα πανεπιστήμια και τα μίντια ήταν ο προνομιακός τους χώρος και όλοι απολάμβαναν τη συμμετοχή τους στους παροικούντες την Ιερουσαλήμ. Θα ήταν οι τελευταίοι που θα ήθελαν να καταστρέψουν το σύστημα που τους εξέθρεψε. Ο ίδιος ο Τσίπρας μάλιστα μπορεί να θαύμαζε τον Τσε και να έδινε το όνομά του στο γιο του, μπορεί να ταξίδευε στην Κούβα για την κηδεία του Κάστρο, η αναφορά του ωστόσο ήταν στην Ευρώπη. Υπήρξε για μεγάλο διάστημα το αγαπημένο παιδί της ευρωπαϊκής αριστεράς και έβλεπε τον αγώνα του ως μέρος μιας ευρωπαϊκής αριστερής απάντησης στην κρίση. «Η στρατηγική μας», έλεγε χαρακτηριστικά στις προγραμματικές δηλώσεις με αρκετή δόση μεγαλομανίας, «δεν αφορά μόνο την Ελλάδα, αφορά τους λαούς όλων των ευρωπαϊκών χωρών». Με άλλα λόγια δεν είχε την παραμικρή διάθεση να ακολουθήσει την αντιευρωπαϊκή προοπτική που πρέσβευε ο Λαφαζάνης αλλά ούτε και τον τυχοδιωκτισμό του Βαρουφάκη. Ευτυχώς, μπορούμε να πούμε σήμερα.

Έχει ενδιαφέρον ότι αυτοί που περισσότερο αναγνώρισαν την προσπάθειά του ήταν οι θεωρητικά μεγαλύτεροι αντίπαλοί του. Τόσο ο Ολάντ όσο πολύ περισσότερο και η Μερκελ, δεν έκρυψαν τη συμπάθεια τους. Ακόμα και ο Σόιμπλε του αναγνώρισε ότι κατάφερε να «συσπειρώσει την πλειοψηφία των Ελλήνων» μετά τη συμφωνία για το τρίτο μνημόνιο. Πρόκειται για το «μεγαλύτερό του επίτευγμα» το οποίο ήταν καθοριστικό για την «σταθεροποίηση της κατάστασης». Αυτό, κατέληξε ο Σόιμπλε, «αξίζει αναγνώρισης».

Με άλλα λόγια η βάση της εκτίμησης προς τον Τσίπρα ήταν κατ’ αρχήν πολιτική. Σε μια περίοδο που η αμφισβήτηση προς τα θεσμικά κόμματα βρισκόταν σε άνοδο σε όλη την Ευρώπη, ο σχηματισμός κυβέρνησης από τον ΣΥΡΙΖΑ, η πρώτη και ως σήμερα μοναδική κυβέρνηση στην Ευρώπη από ένα κόμμα της ριζοσπαστικής αριστεράς, αποτελούσε ένα μεγάλο τεστ. Ήταν σημαντικό να προσαρμοστεί και να αποδεχθεί το ευρωπαϊκό κανονιστικό πλαίσιο. Για τον Ολάντ και την Μέρκελ η εκπαίδευση του Τσίπρα φαίνεται πως ήταν κατά κάποιο τρόπο το δικό τους pet project. Δεν τους απογοήτευσε. Όπως γράφει ο Λουκάκος, ο Τσίπρας έγινε ο συνεπέστερος μνημονιακός.

Ειδικότερα η Μέρκελ πάντως, η οποία «με δύο αράδες κατακεραύνωνε τους προκατόχους του» Γιώργο Παπανδρέου και Αντώνη Σαμαρά, έδειχνε και μια συμπάθεια σε προσωπικό επίπεδο προς τον Τσίπρα. Δεν είναι δύσκολο να καταλάβει κανείς την προτίμησή της. Είχε βρεθεί αντιμέτωπη με δύο πρωθυπουργούς οι οποίοι στα μάτια της αποτελούσαν την επιτομή του ελληνικού πολιτικού κατεστημένου. Εκπροσωπούσαν ένα σύστημα το οποίο χαρακτηριζόταν από τη διαχρονική διαφθορά. Ακόμα και σε προσωπικό επίπεδο θα ήταν δύσκολη η χημεία τους. Αυτή, μια κοπέλα μεγαλωμένη στην κομμουνιστική Ανατολική Γερμανία, απέναντι σε δύο αμερικανοσπουδασμένους πρωθυπουργούς για τους οποίους τα αγγλικά ήταν, αν όχι η πρώτη, πάντως η δεύτερη γλώσσα. Ο Τσίπρας από την άλλη πλευρά, ένα παιδί που δεν ανήκε σε πολιτικό τζάκι, με τα μέτρια αγγλικά του, και την αφελή ομολογία του, όπως γράφει ο Ολάντ, πως είναι «νεοφώτιστος στα μυστήρια της Ευρωπαϊκής Ένωσης», της ήταν πιο οικείος. Τα υπόλοιπα, όσα υπέστη η χώρα από την πρώτη φορά αριστερά, δεν έδειξε ποτέ να την αφορούν.

Στα απομνημονεύματά της η Μέρκελ γράφει ότι στο δημοψήφισμα οι Έλληνες απέρριψαν το πρόγραμμα, ήθελαν ωστόσο να παραμείνει η χώρα στο ευρώ. «Αυτό έδειξε η επανεκλογή του Τσίπρα» στις εκλογές του Σεπτεμβρίου. «Το ευρώ είχε αποδειχθεί ισχυρότερο». Πράγματι σε καμία στιγμή, ακόμα και στην κορύφωση της κοινωνικής έντασης και της αμφισβήτησης των πολιτικών της Ευρωπαϊκής Ένωσης, δεν υπήρξε πλειοψηφία υπέρ της δραχμής. Τι θα είχε συμβεί όμως αν ο Τσίπρας είχε αποφασίσει να ακολουθήσει το «όχι» του ελληνικού λαού; Αν είχαμε επιστρέψει στη δραχμή; Πώς θα είχαν υποδεχθεί αυτή την απόφαση οι εκατοντάδες χιλιάδες άνεργοι που ήταν αντιμέτωποι με την εξαθλίωση, χωρίς ορατή προοπτική βελτίωσης της ζωής τους; Σίγουρα θα μπορούσε να υποστηρίξει ότι η απόφασή του, παρά τις πρωτοφανείς συνθήκες μέσα στις οποίες διεξήχθη το δημοψήφισμα, είχε τη δημοκρατική νομιμοποίηση. Ο Λουκάκος, όπως είδαμε, γράφει ότι η αναπόφευκτη κατάληξη του χάους που θα προκαλούσε το Grexit θα ήταν ο κατήφορος προς τον αυταρχισμό. Και όπως γνωρίζουμε, τα αυταρχικά καθεστώτα ξέρουν πολύ καλά να κινητοποιούν τους υποστηρικτές τους με τρόπους που πνίγουν κάθε αμφισβήτηση. Άλλωστε ακόμα και σήμερα, όταν έχουμε επιστρέψει σε κάποια μορφή κανονικότητας, το ένα τρίτο του εκλογικού σώματος ψηφίζει αντιθεσμικά ενώ απέχει ένα σημαντικό ποσοστό από αυτούς που ψήφισαν υπέρ του όχι. Υπήρχε, με άλλα λόγια, μια κοινωνική βάση και ως ένα βαθμό εξακολουθεί να υπάρχει, η οποία δεν θα έβλεπε αρνητικά μια τέτοια ανατροπή. Για καλή μας τύχη δεν χρειάστηκε να μάθουμε πού θα μπορούσαν να οδηγήσουν τη χώρα.