Πολιτικη & Οικονομια

Το έπος του Ιωάν(ν)η του Νάρκισσου

Αν ζούσαμε στο Βυζάντιο: Μέρος Γ’ . Η συμφωνία των Βρυξελλών

Γιώργος Παναγιωτάκης
3’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Συνέχεια από το προηγούμενο 


Και ο μάγιστρος Αλέξιος εσύναξε άρον άρον τους σεκρεταρίους του και τους είπεν: «Σύντροφοι, τα μαντάτα δεν είναι καλά. Λέγεται πως η Αγγελική της Αλαμανίας δεν μας έχει εις την καρδίαν της. Και πως ο Βολφγκάνγκος ο Στρυφνός εμήνυσε στον Μάριο Δράγη να κλείσει την στρόφιγγα της μονέδας. Ο δε Ίβηρες που, ένεκα της κοινής μας τσαπατσουλοσύνης τους πιστεύαμε για φίλους, αποδείχθηκαν όφεις κολοβοί. Και μπορεί ο καρταιός Βαράκος ο Νεοκοσμίτης, να μας γλυκομιλεί, μα εις το πουγκί του έχει καβούρια και μήτε σέντσιο δεν θα δούμε από δαύτον».

Και ο Ιωάν(ν)ης ο Νάρκισσος, ο αποκαλούμενος και Βαρουφάκης, απίθωσε τον καθρέφτην όπου κοιταζόταν και επήρε τον λόγον. «Αλέξιε», είπε. «Δώκε μου την ευχήν σου να πάγω εις τους αυθέντες της Δύσεως, δια να τους θαμβώσω με τις γνώσεις μου και την εν γένει παρουσία μου. Και σου υπόσχομαι πως όλα θα πάνε δεξιά –συγγνώμην Λαφαζάνη, ζερβά ήθελα να πω».

Και ο Ιωάνης επήρε τους δρόμους. Και εταξίδευε στριμωγμένος σε φτηνές βοϊδάμαξες δια να μην επιβαρύνει τον κορβανάν. Και δεν άφηνε λόγο να πέσει κάτω και έστελνε διαρκώς περιστερές ταχυδρομικές με τιτιβίσματα. Και όπου έφτανε, άπαντες εξεπόρτιζαν δια να θαυμάσουν το δερμάτινο πανωφόριον του. Μοναχά ο Βολφγκάνγκος ο Στυφνός δεν εθαμβώθηκε. «Να τα αφήσει ετούτα ο Ιωάνης», διεμήνυσε. «Πείτε του να γενεί Χαρδούβελης και να δηλώσει υποταγή, ειδάλλως η οργή μου θα πέσει ασυγκράτητη πάνω στο Θέμα της Ελλάδος».

Και ο Αλέξιος εθορυβήθηκε. Και κάλεσε το πόπολον να συναχθεί αυθορμήτως εις τες πλατείες. Όπερ και εγένετο. Πολλοί δε εκ των συγκεντρωμένων, βαστούσαν επιγραφές με ύβρεις δια τους Αλαμανούς καθώς και ζωγραφιές με την Αγγελική σε στάσεις πορνικές. Εκείνες δε τις ημέρες, είχε κυκλοφορήσει και ένα σκίτσο ατυχές, που έδειχνε τον Στρυφνό με φορεσιά της εποχής του σφαγέα Αδόλφου.

Και ο Στρυφνός οργίστηκε διότι ως Αλαμανός δεν ήθελε να του θυμίζουν τα παρελθόντα. Και είπε: «Τώρα θα δεις Αλέξιε και εσύ Ιωάνη που ήρθες εδώ με τις πουκαμίσες σου και με τα ερυθρά σιρίτια εις τους γιακάδες δια να μας κάνεις τον καμπόσο».

Και ο Πανοκαμμένος, ο κάποτε γελωτοποιός και νυν σεκρετάριος των φουσάτων, έκραξε πως έχει έτοιμα τα φιτίλια. Και κάποιοι τον κορόιδευαν μα ετούτος, πονηρός καθώς ήτο, έτριβε τις παλάμες του και κρυφογελούσε: «Εάν επιστρέψουμε εις την δραχμήν, κατέχω χρήματα δια τρεις ζωές –έχω ήδη κάμει τα κουμάντα μου. Και αν ο Αλέξιος συμβιβαστεί, τότες εγώ θα φανώ απροσκύνητος και θα του υφαρπάξω τρανό μέρος των οπαδών του. Γουίν γουίν που λέγει και ο Βαρουφάκης».

Και πέρα εις την Φραγκιάν, στο κάστρο της Βρυξέλλας, γίνηκε συμβούλιον. Και ο Ιωάνης παρέστη χαλαρός, με την πουκαμίσα του έξω από το ζωνάριο. Και του εμφάνισαν χαρτί καλώς καμωμένο δια να χαρεί, μετέπειτα όμως έκαμαν μία μαγγανεία και το άλλαξαν. Και ο Ιωάνης άστραψε και βρόντηξε και σήκωσε την δεξιά του να κτυπήσει τον Ολλανδό Γερούνδιο -διότι του τα είχε μαζεμένα. Και άπαντες στάθηκαν εναντίον του.

Και εις το Θέμα της Ελλάδος τα σκυλιά αλυχτούσαν ωσάν να ερχόταν σεισμός και οι πατριώται έσπευδαν εις τις τάβλες των τοκογλύφων δια να σηκώσουν τις μπανκανότες τους. Και μόνον ο Παυλόπουλος, ο νέος Μέγας Τελετάρχης έμενε απαθής. Διότι ετούτος και η Γης ολάκερη να γκρεμιστεί από το Στερέωμα, ζήτημα είναι αν θα το καταλάβει.

Και ο Αλέξιος έπεμψε εις τις Βρυξέλλες επιστολήν συμβιβαστικήν. Μα ο Στρυφνός την έριξε εις τις φλόγες: «Μόνον οι τοκογλύφοι σας θα διασωθούν», είπε. «Όλοι οι άλλοι θα γενείτε κωπηλάτες στις γαλέρες». Και οι μπανκανότες πετούσαν ωσάν τα πτηνά του ουρανού. Μα στο κάστρο της Βρυξέλλας, ο Ιωάνης δεν επτοείτο.

Και ο Γιουνκέρ ο Καπάτσος εκάλεσε μυστικά τον σγουρομάλλη Γερούνδιο και την Χριστίνα της Λαγκαρδίας και τους είπε: «Ετούτος δεν είναι άνθρωπος μα δαίμονας σωστός. Τρεις εβδομάδες τώρα, κώλον δεν έχει βάλει κάτω. Και όλη μέρα ομιλεί και κορδώνεται. Και οι πανδοχείς λένε πως τις νύχτες δεν κοιμάται, μα κάνει βάρη και σετ δια τους κοιλιακούς και τους ραχιαίους. Και φεύγει στην Ελλάδα και επιστρέφει αυθωρεί. Και ενδιαμέσως βρίσκει το κουράγιο να πάγει εις το εθνικόν θέατρον, να δει την Φιλιππίδου να τσιρίζει. Ας του δώσουμε κάτι για να τον εξευμενίσουμε, να μην πάθομε κακό».

Έτσι συνέταξαν χαρτί νέον. Και ο Ιωάνης το είδε και το ενέκρινε και το σφράγισε με το δαχτυλίδι του. Και ο Στρυφνός του είπε: «Νενίκηκά σε Βαρουφάκη! Σε εταπείνωσα! Και σε τέσσερις μήνες, καλά να είμαστε, πάλι τα ίδια θα έχομε».

Και ο Ιωάνης του απήντησε: «Δυστυχή Βολφγκάνγκε… Μάθε πως ο ηττημένος είσαι εσύ! Διότι η συμφωνία το λέγει καθαρά: Στο εξής οι Έλληνες θα διαλέγουμε μονάχοι μας σε ποιον πάγκο της γαλέρας θα καθίσουμε!»

Και πίσω εις την Ελλάδα ακούστηκαν τριγμοί στο Συριζαϊκόν. Και ο γέροντας Εμμανουήλ εγκρίνιαξε και η Σοφία η Εξακοντίστρια εμουρμούρισε. Μα ο πολύς ο κόσμος έλεγε να είναι καλά ο Ιωάνης, που μας έσωσε από τα χειρότερα.

Και ο Σαμαράς, ο παλαιός μάγιστρος, επήγε εις την εκκλησίαν και εκεί εσυνάντησε τον Ευάγγελο τον Φαγανό. Και γονάτισαν μαζί έμπροσθεν του ιερού και είπαν με μια φωνή: «Κύριε, αδυνατούμε να καταλάβουμε! Αν ετούτα τα είχαμε κάμει εμείς, θα μας εξέχεζαν όλοι νυχθημερόν!».

Και φωνή βροντώδης ηκούστη εις τον ναόν: «Τέκνα μου, η σύζυγος σιχαίνεται τις συνήθεις του ανδρός της, μα τον εραστή της τον αγαπά ακόμη και αν κάμει τα ίδια. Το οποίον σημαίνει πως τελικώς οι Έλληνες σιχαίνονταν εσάς…»

«…και ουχί το μνημόνιον», εμουρμούρισε ο Σαμαράς.

Και χειρ αόρατος έπεσε και εκαρπάζωσε τον Σαμαράν.

«Προσοχή τέκνον μου», είπε η φωνή. «Δεν το λέμε πια μνημόνιο!»

Και ο Σαμαράς εννόησε πως και ο Θεός ο ίδιος είχε καταστεί Συριζαίος. Και προτίμησε να αποτραβηχτεί εις την τρύπαν του, διότι πλέον δεν περνούσε η μπογιά του.

Και έτσι έτρεχαν οι ημέρες στα χρόνια του Αλέξιου του Χαρισματικού.