Πολιτικη & Οικονομια

Από την αµεριµνησία στον ρεαλισµό

Η φάση του λεφτόδεντρου, οι λαϊκιστικές ψευδαισθήσεις, ο µεταρρυθµιστικός πραγµατισµός

dimitris_sotiropoulos.jpg
Δημήτρης Π. Σωτηρόπουλος
ΤΕΥΧΟΣ 21ος αιώνας
7’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ
Από την αµεριµνησία στον ρεαλισµό
© Getty Images

Η Ελλάδα στην περιδίνηση των κρίσεων του 21ου αιώνα

Η Ελλάδα του 21ου αιώνα έχει καταφέρει να βιώσει σε µόλις δύο δεκαετίες όσα πιθανόν ζουν άλλες χώρες της Ευρώπης σε µια εκατονταετία. Η πολυκύµαντη και ανατρεπτική αυτή πορεία είναι ασφαλώς προϊόν των µεγάλων εσωτερικών της αντιφάσεων, αλλά και του ενίοτε στρεβλού τρόπου µε τον οποίο συναντιέται και αλληλεπιδρά µε το διεθνές περιβάλλον. Με άλλα λόγια, σχετίζεται και µε τους τρόπους µε τους οποίους υποδέχεται και δεξιώνεται τα διάφορα εκσυγχρονιστικά πρότυπα, τα οποία καλείται αφενός σχεδόν πάντα να εισαγάγει απέξω, αφετέρου να προσαρµόσει στις δικές της ιδιαίτερες ανάγκες και παραδόσεις, άλλοτε µε θαυµαστή αποτελεσµατικότητα και άλλοτε µε τρόπο που θυµίζει ένα ασύντακτο µεταρρυθµιστικό κολάζ, µε υπερβολικό υλικό κόστος και πενιχρά αποτελέσµατα.

Δεν είναι η πρώτη φορά, πάντως, στη σύγχρονη ιστορία της, και ειδικά στον 20ό αιώνα, που υποχρεώνεται, από εσωτερικούς ή/και εξωτερικούς λόγους, να περάσει από τρικυµίες πριν αράξει πρόσκαιρα σε ήρεµα λιµάνια, και ύστερα πάλι από την αρχή, σε έναν φαύλο κύκλο που µοιάζει αέναος – και όλα αυτά µάλιστα σε σχετικά σύντοµα χρονικά διαστήµατα. Και να αφορά κυρίως τον 20ό αιώνα, το λέµε γιατί από εκεί και µετά είναι που έρχεται σε στενότερη και συχνότερη επαφή µε τις προκλήσεις του εκσυγχρονισµού.

Μπορεί κανείς να το δει στη µεσοπολεµική περίοδο όπου τον θρίαµβο των βαλκανικών πολέµων που επιφέρουν τον υπερδιπλασιασµό της Ελλάδας, διαδέχεται, λιγότερο από δέκα χρόνια µετά, η µικρασιατική καταστροφή και το δραµατικό τέλος της Μεγάλης Ιδέας, η οποία ωστόσο κλείνει µε το έπος της υποδοχής και αποκατάστασης άνω του ενός εκατοµµυρίου προσφύγων, λειτουργώντας πολύ αναζωογονητικά για τη χώρα. Αλλά µπορεί κανείς να το δει και αντίστροφα, στη µεταπολεµική περίοδο, όπου την τραγωδία της Κατοχής και του εµφυλίου ακολουθεί η εντυπωσιακή αναπτυξιακή αναγέννηση της χώρας, τις δεκαετίες του ’50 και του ’60, µέχρι τελικά να βυθιστεί πολιτικά στον βάλτο της απριλιανής δικτατορίας κάποιων γελοίων καραβανάδων για λόγους που έχουν να κάνουν κυρίως µε τις ανωριµότητες του πολιτικού συστήµατος της εποχής.

Οι λόγοι για τις τόσο μεγάλες μεταπτώσεις στην ιστορία του µικρού αυτού κράτους είναι προφανώς πολλοί και συνδυάζουν τους κοινωνικοπολιτικούς µε τους γεωπολιτικούς. Πρόκειται για µια κατακερµατισµένη, παραδοσιακή και µάλλον φοβική κοινωνία της αγροτικής υπαίθρου και της µικροϊδιοκτησίας, και για ένα κράτος που έχασε από νωρίς τη σχετική αυτονοµία του έναντι των πελατειακών πολιτικών δικτύων και των διαφόρων ισχυρών κοινωνικών οµάδων και των πιέσεών τους για κάθε ιδιοτελές αίτηµα, έτσι ώστε πάντοτε η εκσυγχρονιστική διαδικασία να µην είναι δεδοµένη υπόθεση αλλά αποτέλεσµα µεγάλων (των πολιτισµικών συµπεριλαµβανοµένων) αντιπαραθέσεων.

Από την άλλη, η γεωπολιτική θέση της χώρας που αποδεικνυόταν συχνά καταλυτικής σηµασίας για την πορεία της στην ιστορία, άλλοτε λειτουργούσε ευνοϊκά για τη δεξίωση των µεγάλων αλλαγών του δυτικού κόσµου της νεωτερικότητας, άλλοτε πάλι µπορούσε να σταθεί τροχοπέδη εξαιτίας µεγάλων κοινωνικοπολιτικών αντιστάσεων στις έξωθεν πιέσεις.

Αν, πάντως, η περίοδος της µεταπολίτευσης κύλησε µε σχετικά µικρότερες αναταράξεις, χωρίς βεβαίως να λείψουν οι κρίσεις και οι εναλλαγές ανάµεσα στο βάλτωµα (βλ. δεκαετία ’80) και την εκσυγχρονιστική επιτάχυνση (βλ. δεκαετία ’90), η είσοδος της Ελλάδας στον 21ο αιώνα έκρυβε πολύ µεγαλύτερες παλινωδίες.

Μπορούµε να χωρίσουµε την περίοδο αυτή σε τρεις φάσεις, που οµολογουµένως όταν τις κοιτάζουµε πιο ψύχραιµα από το σηµερινό παρατηρητήριο, µοιάζουν ωσάν να τις χωρίζει µεταξύ τους η άβυσσος, αποδεικνύοντας ότι στην ελληνική περίπτωση ο παράδεισος είναι µονίµως µεσοτοιχία µε την κόλαση.

 Η φάση του λεφτόδεντρου

Η πρώτη φάση μπορεί να τοποθετηθεί χρονικά από την είσοδο στην ευρωζώνη, το 2002, και µέχρι το 2010 και την υπαγωγή της χώρας στην ξένη επιτροπεία. Πρόκειται για την 8ετία της αµεριµνησίας, των µεγάλων ψευδαισθήσεων, της αδιαφορίας για τους οικονοµικούς κινδύνους κι εντέλει της βαθιάς ανευθυνότητας αµφότερων, κοινωνίας και πολιτικού συστήµατος, για το µέλλον και ειδικά το µέλλον των ίδιων των παιδιών τους. Καθόλου τυχαίο ότι η φάση αυτή έχει ξεκινήσει ήδη από το φιάσκο της µεταρρύθµισης του ασφαλιστικού το 2001 (βλ. τη λυσσαλέα διαπαραταξιακή αντίδραση τόσο της αντιπολίτευσης όσο και της τότε συµπολίτευσης στις προτεινόµενες προτάσεις Γιαννίτση-Σπράου), το οποίο ναρκοθέτησε τα δηµοσιονοµικά της χώρας για την επόµενη δεκαετία, παίζοντας βασικότατο ρόλο στην κατηφόρα προς την χρεοκοπία. Εν συνεχεία, η υιοθέτηση του ευρώ και η δυνατότητα του φθηνού δανεισµού από τις ξένες αγορές, αντί να χρησιµοποιηθεί από τις πολιτικές ηγεσίες της εποχής ως αναπτυξιακό εργαλείο, διοχετεύτηκε σε µαζικούς διορισµούς πολλών δεκάδων χιλιάδων στον δηµόσιο τοµέα και σε ένα όργιο διασπάθισης δηµόσιου χρήµατος σε πολλούς τοµείς, µε την Υγεία και τη φαρµακευτική δαπάνη να είναι από τους πρώτους, αν και µε µηδαµινή συµβολή στη βελτίωσή της.

Παράλληλα, παρ’ ότι τα λεφτά µοιράζονταν µε το ελικόπτερο, η εθνική οικονοµία γινόταν πιο εσωστρεφής και κρατικοδίαιτη, σε έναν κόσµο που αντιθέτως γινόταν πιο παγκοσµιοποιηµένος και εξωστρεφής. Πλάι σε αυτά τα προβλήµατα, η τραγωδία των πυρκαγιών στην Ηλεία το 2007, που ήταν όµως τραγικές και ως προς την πολιτική τους διαχείριση, καθώς και η καταστροφή της Αθήνας στα «Δεκεµβριανά» του 2008, χωρίς καµία αντίσταση από τις δυνάµεις της κρατικής καταστολής, έδειχναν ότι αν και είχαµε εισέλθει στην εποχή των κρίσεων, το ελληνικό κράτος και οι ελίτ του επέλεγαν να εθελοτυφλούν.

Σε κάθε περίπτωση, αφού παραπλάνησαν για κάποιον καιρό εαυτούς και αλλήλους (στην Ε.Ε.) ως προς τα πραγµατικά στοιχεία της οικονοµίας, η φρικτή αλήθεια των αριθµών δεν µπορούσε παρά να αποκαλυφθεί λίγο µετά, έστω και αν η νέα πολιτική ηγεσία µετά το 2009 συνέχιζε µέχρι τελευταία στιγµή να αυταπατάται (;) ότι λεφτά υπάρχουν, δίνοντας στο πάρτι ένα τραγελαφικό τέλος, την άνοιξη του 2010, µε ειρωνικό φόντο το ηλιόλουστο Αιγαίο.

Η φάση των λαϊκιστικών ψευδαισθήσεων

Η τρομερή καταιγίδα που θα ακολουθούσε, µαζί µε την υπαγωγή στα απανωτά (και σκληρά) µνηµόνια σωτηρίας των ξένων δανειστών, τουλάχιστον ως το δηµοψήφισµα του 2015, µπορεί να περιγραφεί ως η περίοδος της αντίστασης στην (επώδυνη) πραγµατικότητα. Η χώρα θα έχανε απότοµα το 25% του πλούτου της, η ανεργία θα ξεπερνούσε το 20%, ενώ πάνω από 400 χιλιάδες (κατά βάση) µορφωµένοι νέοι θα αναγκάζονταν να γίνουν οικονοµικοί µετανάστες στη Βόρεια Ευρώπη και αλλού για να βρουν δουλειά, αλλά η φαντασίωση του κρατικού λεφτόδεντρου που υποτίθεται µπορούσε να χρηµατοδοτεί πελατειακούς διορισµούς και παχυλές συντάξεις στην ηλικία των 50, θα συνέχιζε να κατατρέχει την πλειοψηφία τόσο των πολιτικών παρατάξεων όσο και των συµπολιτών µας. Το αίσθηµα της υποτιθέµενης «αγανάκτησης» στις πλατείες (έναντι ποιου, άραγε;) γιγαντώθηκε τόσο ώστε διαπέρασε όλες τις παρατάξεις, από την άκρα αριστερά µέχρι την άκρα δεξιά, µε τους ψύχραιµους πολίτες που επέµεναν, σε πείσµα σχεδόν όλων, ότι η χώρα δεν έχει εναλλακτική και ότι η κρίση µπορεί να αποδειχθεί και ευκαιρία για µεταρρυθµίσεις που εκκρεµούσαν χρόνια, να αποτελούν µια καταπιεσµένη µειοψηφία που χαρακτηριζόταν ως «προδοτική» και «προσκυνηµένη» όταν τολµούσε να εκφραστεί δηµόσια.

Στην πολιτική αγορά όµως ισχύει ό,τι και σε κάθε αγορά. Όταν υπάρχει µεγάλη ζήτηση, βρίσκεται πάντα και ο έµπορος που θα την καλύψει. Κι εδώ το εµπόριο της ελπίδας και των λαϊκιστικών υποσχέσεων άγγιξε πρωτοφανή επίπεδα. Κάποιοι εκτός του «παλιού, διεφθαρµένου συστήµατος» διαβεβαίωναν, σε κλίµα ακραίας πόλωσης και τοξικότητας, ότι θα µπορούσαν, εν ανάγκη και έξω από τον «ζουρλοµανδύα» του ευρώ και τη «νεοφιλελεύθερη» Ε.Ε., να εξασφαλίσουν την επιστροφή στην «ακµάζουσα» εποχή της αµεριµνησίας και της υπερήφανης εθνικής «ανεξαρτησίας» από τους ξένους «δυνάστες».

Η ριζοσπαστική αριστερά όσο και η λαϊκιστική δεξιά  βρήκαν έναν στρωµένο κοινωνικό χώρο για να πουλήσουν ένα παραµύθι πολιτικής εξαπάτησης, «παίζοντας» εµφύλιο και δηλητηριάζοντας τη δηµόσια ζωή.

Με άλλα λόγια, τόσο η ριζοσπαστική και αντικαπιταλιστική αριστερά όσο και η λαϊκιστική και ξενοφοβική δεξιά (στις διάφορες εκδοχές της) βρήκαν έναν στρωµένο κοινωνικό χώρο για να πουλήσουν ένα παραµύθι πολιτικής εξαπάτησης, «παίζοντας» εµφύλιο και δηλητηριάζοντας τη δηµόσια ζωή. Έτσι, καβαλώντας το κύµα του µισαλλόδοξου θυµού, θα κατάφερναν από µικρές πολιτικές δυνάµεις του περιθωρίου και της διαµαρτυρίας, να εκτοξευτούν στην εξουσία. Και σε αγαστή κυβερνητική συνεργασία, από το 2015 και µετά, θα καλούνταν να πετύχουν το αδύνατο: ότι δηλαδή η χώρα µπορούσε να συνεχίσει να υπάρχει ως ευρωπαϊκή εξαίρεση, και όλα αυτά χωρίς την παραµικρή επίπτωση στο επίπεδο της ζωής της.

Με αποκορύφωµα αυτής της φάσης το δηµοψήφισµα του 2015, το οποίο θα αποδεικνυόταν υπαρξιακό τόσο για τη χώρα όσο και για την αριστερά, αλλά θα λέγαµε και για τον χώρο του (ακόµη τότε, απροσδιόριστου) Κέντρου. Ο ταπεινωτικός συµβιβασµός του αριστεροδέξιου συνασπισµού των ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ µε την Τρόικα και η υπογραφή του τρίτου αχρείαστου µνηµονίου που ήταν ίσως και το πιο επαχθές από όλα, θα διασφάλιζε µεν στον Αλέξη Τσίπρα και την ηγετική του οµάδα την καρέκλα της εξουσίας αλλά µε πολύ βαρύ τίµηµα για την αριστερή και ιδίως την αντιµνηµονιακή ταυτότητα του κόµµατος. Έχοντας την υποχρέωση να εφαρµόζει στο εξής µια σκληρή «νεοφιλελεύθερη» πολιτική (π.χ. παράγοντας ετησίως θηριώδη πλεονάσµατα ή ανεβάζοντας το όριο συνταξιοδότησης στα 67 έτη), ο ΣΥΡΙΖΑ θα κατέληγε στην απεµπόληση του περιβόητου «ηθικού πλεονεκτήµατος» της αριστεράς η οποία είχε καταφέρει για δεκαετίες, ως ηττηµένη του εµφυλίου, να παρουσιάζει την κοινωνική ευαισθησία ως µονοπώλιό της.

Η φάση του µεταρρυθµιστικού πραγµατισµού

Η παταγώδης κατάρρευση των αντιμνημονιακών ψευδαισθήσεων που θα συνοδεύονταν και από µια πολύ αναποτελεσµατική, αυταρχική και σκανδαλώδη διακυβέρνηση η οποία αντιµετώπιζε τους πολιτικούς της αντιπάλους ως «εχθρούς» που ιδανικά θα έπρεπε να κλειστούν σε κάποια φυλακή, οδήγησε στην ισχυροποίηση ενός ευρύτερου αντι-ΣΥΡΙΖΑ µετώπου, ως καταστατικό στοιχείο της κεντρώας πολιτικής ταυτότητας. Αυτό θα κατέληγε σταδιακά τα επόµενα χρόνια σε σοβαρή αµφισβήτηση κι εντέλει στη διάλυση της µεταπολιτευτικής ιδεολογικής ηγεµονίας της αριστεράς. Η εξέλιξη θα αποτυπώνονταν αρχικά στη φαινοµενικά αναπάντεχη νίκη του Κυριάκου Μητσοτάκη στις εσωκοµµατικές εκλογές της ΝΔ το 2016, κι εν συνεχεία στη σαρωτική του επικράτηση στις διπλές εκλογές του 2019. Ωστόσο, το ελληνικό κράτος, αν και θα άρχιζε να επανακάµπτει οικονοµικά από εκεί και µετά, θα βρισκόταν ξαφνικά ενώπιον νέων κρίσεων, παγκόσµιων αυτή τη φορά, οι οποίες όµως κινδύνευαν να θέσουν υπό αµφισβήτηση την πορεία της ανάκαµψής του.

 Έτσι, παρότι η νέα κυβέρνηση της ΝΔ είχε εκλεγεί µε άλλη ατζέντα, θα καλούνταν να µετεξελιχθεί άµεσα σε µια κυβέρνηση διαχείρισης (απανωτών) κρίσεων, υγειονοµικών, γεωπολιτικών, κλιµατικών, µεταναστευτικών, ενεργειακών, πληθωριστικών. Η ταχεία λήψη αποτελεσµατικών αποφάσεων τόσο κατά την υβριδική επίθεση της Τουρκίας του Ερντογάν στον Έβρο το 2020, µε ασπίδα ταλαιπωρηµένους µετανάστες, όσο και στην πρώτη φάση της πανδηµίας µε το γρήγορο λοκντάουν, έδωσαν ξανά την αίσθηση στους πολίτες, µετά από χρόνια ανασφάλειας, ότι µπορούσαν να εµπιστευτούν το ελληνικό κράτος.

Αίσθηµα που ενισχύονταν από το θαύµα της ψηφιοποίησης του κράτους που ήταν σε εξέλιξη καθ’ όλη τη διάρκεια της θητείας, µε αποκορύφωµα το σύστηµα εθνικού εµβολιασµού κατά του κορωνοϊού που αποτέλεσε µάλιστα υπόδειγµα και για πολλά, πιο αναπτυγµένα κράτη στον κόσµο. Τα τεράστια κονδύλια που εξασφάλισε η χώρα από το Ταµείο Ανάκαµψης και το ΕΣΠΑ, µαζί µε την εκτόξευση του τουρισµού µετά την πανδηµία, θα έθεταν τις βάσεις για περαιτέρω οικονοµική αισιοδοξία που επιβεβαιώθηκε και πρόσφατα από τους ξένους οίκους αξιολόγησης, µε την επιστροφή της χώρας στην επενδυτική βαθµίδα.

Το βασικό ερώτημα που προκύπτει πάντως από αυτή την αντιφατική πορεία της χώρας στις πρώτες δύο δεκαετίες του 21ου αιώνα είναι κατά πόσο µπορεί να σπάσει τον φαύλο κύκλο αποτυχίας-επιτυχίας-αποτυχίας

Η αλλαγή ιστορικής φάσης θα αποτυπώνονταν πιο ξεκάθαρα, ωστόσο, στο εκλογικό αποτέλεσµα των διπλών βουλευτικών εκλογών του 2023, και τούτο παρότι θα περίµενε κανείς η κυβέρνηση της ΝΔ να έχει υποστεί φθορά από ζητήµατα θεσµικής και διοικητικής ανεπάρκειας στη διάρκεια της προηγούµενης θητείας της (παρακολουθήσεις, σιδηροδροµικό δυστύχηµα στα Τέµπη κ.λπ.). Η σαρωτική επανεκλογή της, που συνδυάστηκε κυρίως µε τον καταποντισµό του ΣΥΡΙΖΑ κάτω από 20%, ήταν σαφές δείγµα ότι οι πολίτες είχαν ξεπεράσει οριστικά τη δεκαετία των ψευδαισθήσεων και της τοξικότητας, και ότι το επιτακτικό αίτηµα ήταν πλέον ένας µεταρρυθµιστικός πραγµατισµός, ήτοι η σταθεροποίηση της αναπτυξιακής πορείας µέσα σε συνθήκες 4ης βιοµηχανικής επανάστασης, καθώς και η βελτίωση της λειτουργίας του κράτους, µαζί µε την οχύρωσή του έναντι των νέων απειλών.

Το βασικό ερώτημα που προκύπτει πάντως από αυτή την αντιφατική πορεία της χώρας στις πρώτες δύο δεκαετίες του 21ου αιώνα είναι κατά πόσο µπορεί να σπάσει τον φαύλο κύκλο αποτυχίας-επιτυχίας-αποτυχίας τον οποίο έχει βιώσει επανειληµµένα. Και τούτο µπορεί να επιτευχθεί µόνο µέσω της εµπέδωσης µιας κουλτούρας που αντιλαµβάνεται ότι οι περίοδοι ακµής ενός κράτους πρέπει να οδηγούν σε ακόµη µεγαλύτερη επαγρύπνηση και επένδυση στο µέλλον, αντί για χαλάρωση και επιστροφή στις κακές πρακτικές του παρελθόντος.

* Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην ειδική έκδοση για τα 20 χρόνια Athens Voice «Επιβιώνοντας στον 21ο αιώνα - Οι πολιτικές, οι τάσεις, τα ρεύµατα της εποχής µας», σε επιµέλεια Σώτης Τριανταφύλλου

ΠΡΟΣΦΑΤΑ

ΤΑ ΠΙΟ ΔΗΜΟΦΙΛΗ