Πολιτικη & Οικονομια

Το ΠΑΣΟΚ τώρα δικαιώνεται;

Πολλοί θα υποστηρίξουν ότι δεν έκαναν τίποτα γι’ αυτή την επιτυχία, ότι ήταν απλώς ζήτημα τύχης, ότι οφείλεται στην αποτυχία του ΣΥΡΙΖΑ, όχι στη δικαίωση της πολιτικής τους. Όμως θα κάνουν λάθος

81922-183211.jpg
Παντελής Καψής
3’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ
Το ΠΑΣΟΚ τώρα δικαιώνεται;
© ΓΙΑΝΝΗΣ ΠΑΝΑΓΟΠΟΥΛΟΣ/EUROKINISSI

Η διάλυση του ΣΥΡΙΖΑ, η άνοδος του ΠΑΣΟΚ και το ζήτημα της αξιοπιστίας ως κυβερνητική δύναμη που καλείται να αντιμετωπίσει

Για το ΠΑΣΟΚ και τα στελέχη του, η αυτοκαταστροφή του ΣΥΡΙΖΑ μοιάζει με ουρανοκατέβατο δώρο. Ασφαλώς αιφνιδιάστηκαν όπως όλοι μας. Ως τις εκλογές είναι λογικό να περιμένουμε ότι θα υιοθετήσουν την τακτική του ώριμου φρούτου. Όχι για να πέσει η κυβέρνηση βέβαια αλλά για να επιβεβαιωθεί αυτό που ήδη βλέπουμε δημοσκοπικά: ότι βρίσκονται πλέον στη δεύτερη θέση.

Πολλοί θα υποστηρίξουν ότι δεν έκαναν τίποτα γι’ αυτή την επιτυχία, ότι ήταν απλώς ζήτημα τύχης, ότι οφείλεται στην αποτυχία του ΣΥΡΙΖΑ, όχι στην δικαίωση της πολιτικής τους. Όμως θα κάνουν λάθος. Το ότι το ΠΑΣΟΚ μπορεί σήμερα να διεκδικεί επάξια τον ρόλο της αξιωματικής αντιπολίτευσης οφείλεται σε δύο πολύ σημαντικές στρατηγικές επιλογές του: Η πρώτη ήταν η διασφάλιση της πολιτικής του αυτονομίας. Η δεύτερη ήταν η άρνησή του να υποκύψει στις πιέσεις για προεκλογική συνεργασία με τον ΣΥΡΙΖΑ.

Αυτή η δεύτερη ήταν και η πιο δύσκολη. Για πολλούς λόγους, ανάμεσα στους οποίους ήταν και το ότι συγκεκριμένα στελέχη, λίγο πολύ ανοιχτά, βλέπουν θετικά μια τέτοια συνεργασία. Ο Γιώργος Παπανδρέου για παράδειγμα έχει κατ’ επανάληψη ταχθεί υπέρ της συσπείρωσης των προοδευτικών δυνάμεων . Ο Χάρης Καστανίδης πάλι έχει υποστηρίξει ευθέως τη συνεργασία με τον ΣΥΡΙΖΑ ως τη μόνη λύση για να ηττηθεί η δεξιά, έχει μάλιστα αφήσει ανοικτό το ενδεχόμενο για ένα μετωπικό σχήμα στις προσεχείς ευρωεκλογές.

Ανάλογες πιέσεις ασκήθηκαν στο ΠΑΣΟΚ και προεκλογικά. Κατ’ αρχήν από τον ΣΥΡΙΖΑ, ακριβώς με την ίδια λογική, τη συσπείρωση δηλαδή των προοδευτικών δυνάμεων. Ολόκληρη «γέφυρα» στήθηκε με αυτό και μόνο τον σκοπό.  Έπαιξε πολύ όμως και το ζήτημα του εκλογικού νόμου με την προτροπή προς το ΠΑΣΟΚ να συνεργαστεί με τον ΣΥΡΙΖΑ για το δικό του συμφέρον. Σύμφωνα με αυτή τη λογική, αν πηγαίναμε σε δεύτερη αναμέτρηση με το σύστημα της ενισχυμένης, το ΠΑΣΟΚ ως τρίτο κόμμα θα κινδύνευε να συνθλιβεί ανάμεσα στη ΝΔ και τον ΣΥΡΙΖΑ. Ο Γεράσιμος Μοσχονάς έγραφε χαρακτηριστικά ότι το ΠΑΣΟΚ «έχει συμφέρον σε ένα συνασπισμό για την απλή αναλογική» που «μόνο ο ΣΥΡΙΖΑ μπορεί να τον προσφέρει». Πρόκειται για δύο διαφορετικές προσεγγίσεις οι οποίες ωστόσο στηρίζονται σε μια πολύ συγκεκριμένη πολιτική και όχι επιστημονική θέση: ότι ο ΣΥΡΙΖΑ ανήκει στις προοδευτικές δυνάμεις και πολύ περισσότερο μπορεί να ηγηθεί ενός συνασπισμού εξουσίας της κεντροαριστεράς. Χωρίς να χαθούμε σε ορισμούς, οι εξελίξεις επιβεβαίωσαν αυτό που πολλοί πιστεύουν, ότι δηλαδή ο ΣΥΡΙΖΑ είναι ένα λαϊκιστικό συνονθύλευμα, χωρίς πολιτική πρόταση, το οποίο βρέθηκε στην κυβέρνηση χάρη σε μια πολύ συγκεκριμένη ιστορική συγκυρία. Μια πολιτική τερατογένεση της κρίσης. Ακόμα περισσότερο είναι σαφές ότι πουθενά στην Ευρώπη, φυσικά ούτε και στην Ελλάδα,  μπορεί η ριζοσπαστική αριστερά να αποτελέσει τον βασικό εταίρο ενός συνασπισμού εξουσίας της κεντροαριστεράς.

Το ΠΑΣΟΚ, παρά τις όποιες αδυναμίες του, κινήθηκε με βάση αυτές τις δύο βασικές παραδοχές. Αποδείχθηκε ότι είχε δίκιο. Εκ των υστέρων μπορεί να φανταστεί κανείς σε τι δύσκολη θέση θα βρισκόταν σήμερα αν είχε υποκύψει στις σειρήνες. Αν με οποιονδήποτε τρόπο είχε συνδέσει την τύχη του με αυτή του ΣΥΡΙΖΑ, πόσο μάλλον αν είχε μπει σε κάποιο σχήμα εκλογικής συνεργασίας.

Η υπεράσπιση της πολιτικής και εκλογικής του αυτονομίας ωστόσο ήταν η αναγκαία αλλά όχι και η ικανή συνθήκη για να αμφισβητήσει την πολιτική κυριαρχία της Νέας Δημοκρατίας. Το ζητούμενο δεν είναι η ανακατανομή της μιζέριας, ένα ποσοστό δηλαδή κάτω από 20%, αλλά η μετατροπή του σε κόμμα ικανό να διεκδικήσει την εξουσία.

Στις νέες συνθήκες λοιπόν, μπαίνουν και καινούργια διλήμματα: Το πρώτο αφορά το είδος της αντιπολίτευσης. Για την ώρα, έχοντας ως στόχο την υποδοχή όσο το δυνατόν περισσότερων ψηφοφόρων από την αριστερά, η αντιπολίτευση που ασκεί δύσκολα ξεχωρίζει από αυτή του ΣΥΡΙΖΑ. Το δεύτερο δίλημμα θα μπορούσε να μπει κάτω από τον γενικό τίτλο «Επινέ». Είναι η πρόταση για μια συνάντηση επανίδρυσης της κεντροαριστεράς, κατά το πρότυπο των Γάλλων σοσιαλιστών το 1971 που οδήγησε στην επικράτηση του Μιτεράν. Αφού κανένα κόμμα δεν είναι από μόνο του αρκετά ισχυρό να αντιμετωπίσει τη ΝΔ, ας ενώσουμε τις δυνάμεις μας. Η πρόταση αυτή απέκτησε μεγαλύτερη απήχηση μετά την επικράτηση του κ. Χάρη Δούκα στην Αθήνα. Όπως πολλοί έσπευσαν να υποστηρίξουν, αποδεικνύει τη δυναμική της συνεργασίας των προοδευτικών δυνάμεων.

Πρόκειται βέβαια για μια λάθος ανάγνωση των δημοτικών εκλογών. Ο κ. Δούκας δεν βγήκε επειδή αθροίστηκαν το 13% και το 14% του πρώτου γύρου, αλλά επειδή ο ίδιος ο κ. Δούκας, βοηθούμενος από την τηλεοπτική συζήτηση με τον κ. Μπακογιάννη, φάνηκε ότι αποτελούσε μια αξιόπιστη εναλλακτική λύση για τον Δήμο της Αθήνας. Το ζήτημα της αξιοπιστίας ως κυβερνητική δύναμη είναι και το μεγάλο πρόβλημα που πρέπει να αντιμετωπίσει το ΠΑΣΟΚ σήμερα. Και είναι κυρίως ζήτημα προσώπων και πολιτικού λόγου. Δυστυχώς τα δύο είναι αλληλένδετα. Από τα στελέχη πρώτης γραμμής, λίγα είναι εκείνα που μπορούν να ξεφύγουν από τον ξύλινο λόγο και την ευκολία της καταγγελίας.

Το να επιδιώξει μια συνεργασία των «προοδευτικών δυνάμεων» δεν λύνει βέβαια το πρόβλημα. Απεναντίας θα απωθήσει ψηφοφόρους που έφυγαν προς τον κ. Μητσοτάκη ενώ ταυτόχρονα θα εγκλωβίσει το ΠΑΣΟΚ σε έναν παραδοσιακό αντιδεξιό λόγο που δεν ανταποκρίνεται στις σημερινές ανησυχίες των πολιτών. Για το ΠΑΣΟΚ η μόνη λύση είναι η συγκρότηση ενός οιονεί κυβερνητικού επιτελείου με νέα στελέχη τα οποία θα μπορούν να υπηρετούν ένα μεταρρυθμιστικό σχέδιο για την ελληνική κοινωνία. Ένα επιτελείο που θα μπορούσε να αντισταθμίσει και τις προσωπικές αδυναμίες του αρχηγού του. Γιατί βέβαια αυτός δίνει τώρα εξετάσεις και δική του κυρίως ευθύνη είναι να κάνει ξανά το ΠΑΣΟΚ κυβερνητική δύναμη.

ΠΡΟΣΦΑΤΑ

ΤΑ ΠΙΟ ΔΗΜΟΦΙΛΗ