Πολιτικη & Οικονομια

Η χώρα ως δυστοπία και η τρέχουσα πολιτική

Η ελληνική κοινωνία βιώνει μια διαχειριστική, υλικοτεχνική και ηθική κρίση που θέτει υπαρξιακά ζητήματα για το μέλλον της και την οικονομική/πολιτισμική της συνθήκη

Κώστας Καρακώτιας
Κώστας Καρακώτιας
5’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ
Η χώρα ως δυστοπία και η τρέχουσα πολιτική
© EUROKINISSI/ΓΙΩΡΓΟΣ ΚΟΝΤΑΡΙΝΗΣ

Η αναγκαία αλλαγή του πολιτικού, οικονομικού και ιδεολογικού/ηθικού παραδείγματος της χώρας και η δυνατότητα της ΝΔ, του ΣΥΡΙΖΑ και του ΠΑΣΟΚ να ηγηθούν

Η συνταρακτική κρίση που εκδηλώθηκε το 2009 ήταν αποτέλεσμα της αδυναμίας του ελληνικού κοινωνικού σχηματισμού να αναπαράγεται πλέον με τον μέχρι τότε τρόπο. Η ελληνική κοινωνία όμως, αντί να κοιτάξει τον εαυτό της στον καθρέπτη, έστρεψε το βλέμμα της στις ανορθολογικές και συνωμοσιολογικές αναλύσεις και στις «αριστερές» και τις ακροδεξιές δημαγωγικές υποσχέσεις και μεγέθυνε τα αντίστοιχα πολιτικά σχήματα. Αν και η τότε κυβέρνηση προσέφυγε αναγκαστικά στην καλοσύνη των ξένων, η κοινωνία δαιμονοποίησε τη λύση που αυτοί πρότειναν, δηλαδή το μνημόνιο, τη μόνη υπαρκτή οικονομική πρόταση που υπήρξε. Παρόλο δε που κυριάρχησε η αντιμνημονιακή φρενίτιδα, η πραγματικότητα εν τέλει επέβαλε την εφαρμογή αρκετών μνημονιακών πολιτικών από διαδοχικές κυβερνήσεις όλων των αποχρώσεων, με αποτέλεσμα μια σχετική οικονομική σταθεροποίηση.

Ενώ όμως ο ελληνικός λαός είχε αποδεχθεί ότι η κοινωνία έβαινε προς μια σχετική κανονικότητα και επανεξέλεξε, με πρωτοφανή μάλιστα διαφορά, τον κ. Μητσοτάκη και τη Νέα Δημοκρατία, κύριους εκφραστές της επαγγελίας της οικονομικής και πολιτικής ασφάλειας, και επικύρωσε και τη διαφαινόμενη πλήρη αστική ηγεμονία, τα γεγονότα είχαν άλλη γνώμη.

Ξαφνικά, βοηθούσης προφανώς και της κλιματικής αλλαγής, εκδηλώθηκαν αλλεπάλληλα φυσικά φαινόμενα, όπως οι τρομακτικών διαστάσεων πολυήμερες πυρκαγιές στη Ρόδο, στην Πάρνηθα και κυρίως στη Δαδιά του Έβρου, ή οι τεράστιες πλημύρες στον θεσσαλικό κάμπο, με αποτέλεσμα την καύση μεγάλων δασικών περιοχών και την καταστροφή χωριών, περιουσιών, καλλιεργήσιμων εκτάσεων και βέβαια τον θάνατο πολλών ανθρώπων. Οι πολίτες της χώρας, όταν μάλιστα είχε προηγηθεί και το δυστύχημα των Τεμπών, είδαν έντρομοι τους μηχανισμούς προστασίας της χώρας να αδυνατούν να αντιμετωπίσουν τα φαινόμενα αυτά και τις υπάρχουσες υποδομές, όπως τα φράγματα, τους δρόμους και τις γέφυρες να καταρρέουν σαν χάρτινοι πύργοι. Είδαν όμως και την ανομία να εγκαθίσταται εκκωφαντικά στην ελληνική κοινωνία. Το ίδιο χρονικό διάστημα εκατό Κροάτες χούλιγκανς διέσχισαν ανενόχλητοι τη χώρα και δολοφόνησαν έναν φίλαθλο της ΑΕΚ. Επιπλέον, πριν από λίγες μέρες δολοφονήθηκαν έξι άτομα (!!!) σε μια κατοικημένη περιοχή της Αττικής, με έναν τρόπο που παραπέμπει σε λατινοαμερικάνικη χώρα, μοντέλο που προβάλλει εφιαλτικό πλέον και εγχώρια. Συνέβη όμως και άλλο αδιανόητο. Μέλη του πληρώματος ενός επιβατικού πλοίου στον Πειραιά έσπρωξαν στη θάλασσα έναν άτυχο επιβάτη με αποτέλεσμα τον πνιγμό του. Εκείνο που σοκάρει, πέρα από την πράξη καθεαυτή, είναι η κυνική απάθεια των δραστών μετά το συμβάν, γεγονός που δείχνει την καλπάζουσα διάβρωση των αξιών της ηθικής ανθρώπινης στάσης και της ευθύνης.

Με βάση αυτά τα γεγονότα, ο τίτλος του γνωστού κειμένου του Δημήτρη Δημητριάδη «Πεθαίνω σαν χώρα», παρά τη συχνή χρησιμοποίησή του, αποδίδει πλήρως την αίσθηση, τη θλίψη και τον φόβο των πολιτών οι οποίοι βλέπουν ότι μια δεκαετία και πλέον μετά τη χρεοκοπία του 2009, η ελληνική κοινωνία βιώνει μια διαχειριστική, υλικοτεχνική και ηθική κρίση που θέτει υπαρξιακά ζητήματα για το μέλλον της και την οικονομική/πολιτισμική της συνθήκη.

Το πρόβλημα είναι ότι, προσώρας, κανένας πολιτικός σχηματισμός και κυρίως καμιά κοινωνική τάξη ή συμμαχία δεν έχουν τη δυνατότητα και το όραμα να ηγηθούν της προσπάθειας για την αναγκαία και πολλαπλά αιτούμενη αλλαγή του πολιτικού, οικονομικού και ιδεολογικού/ηθικού παραδείγματος της χώρας.

Η κεντροδεξιά και η κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας, παρά τη ρητορική του κ. Μητσοτάκη, φαίνεται να χάνει την όποια δυναμική τής προσέδωσε η νίκη στις πρόσφατες εκλογές και, εκτός από τις άστοχες επιλογές στη σύνθεση της κυβέρνησης, δείχνει μια έλλειψη στελεχικού βάθους και αδυναμία στη συγκρότηση ενός συνεκτικού μεταρρυθμιστικού σχεδίου, τόσο θεωρητικά/ιδεολογικά, όσο και εν τοις πράγμασι.

Το ερώτημα όμως είναι γιατί κέρδισε την πρωτιά και με μεγάλο ποσοστό ο κ. Κασσελάκης ο οποίος, κυριολεκτικά, δεν έλεγε απολύτως τίποτα και πολύ περισσότερο –εκτός από κάποια καλά σκηνοθετημένα βιντεοκλίπ και κάποιες ατάκες– δεν διατύπωσε κανένα, έστω και υποτυπώδες, πολιτικό και ιδεολογικό αφήγημα για τον ΣΥΡΙΖΑ και την πορεία του

Ο ΣΥΡΙΖΑ, το κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης και το κατ’ εξοχήν ηττημένο στις πρόσφατες εκλογές του Μαΐου/Ιουνίου, δεν φαίνεται ικανό να ανασυγκροτηθεί και να διατυπώσει μια εναλλακτική μεταρρυθμιστική πρόταση. Τα αποτελέσματα δε των εκλογών της 17/9/2023 για την ανάδειξη της νέας του ηγεσίας πιστοποίησαν με τον πλέον εκκωφαντικό τρόπο την πολλαπλή περιδίνηση στην οποία βρίσκεται. Η κατάκτηση της πρώτης θέσης από τον Στέφανο Κασσελάκη με ποσοστό 45 και πλέον τοις εκατό επί των ψηφισάντων, ανεξάρτητα από τα αποτελέσματα του δεύτερου γύρου την 24/9/2023, δείχνει με τον πλέον φανερό τρόπο τι είδους κόμμα είναι ο ΣΥΡΙΖΑ, πώς τον προσλαμβάνουν οι πιο στενοί και ενεργοί ψηφοφόροι του και αποκαλύπτει τη φαντασιακή αντίληψη γι’ αυτόν πολλών διανοουμένων που αυτοορίζονται ως αριστεροί. Απέναντι στους άλλους τρεις υποψηφίους αρχηγούς, την Έφη Αχτσιόγλου, τον Νίκο Παππά και τον Ευκλείδη Τσακαλώτο, που προέρχονται από τον βασικό ιδρυτικό στελεχικό πυρήνα του ΣΥΡΙΖΑ, στάθηκε ο Στέφανος Κασσελάκης ο οποίος δεν έχει καμιά πολιτική και ιδεολογική σχέση με ό,τι ορίζεται ως αριστερά, οργανωτικά, πολιτικά και ιδεολογικά. Οι τρεις κομματικοί υποψήφιοι που σχηματικά εκφράζουν κάποιες υπαρκτές τάσεις στο εσωτερικό του ΣΥΡΙΖΑ, αλλά πάντα εντός των ορίων του, δεν πρότειναν κάτι ιδιαίτερο πέρα από τα τετριμμένα κλισέ της κυρίαρχης «αριστερής» φιλολογίας, με κάποια διαφορά ύφους ο καθένας. Το ερώτημα όμως είναι γιατί κέρδισε την πρωτιά και με μεγάλο ποσοστό ο κ. Κασσελάκης ο οποίος, κυριολεκτικά, δεν έλεγε απολύτως τίποτα και πολύ περισσότερο –εκτός από κάποια καλά σκηνοθετημένα βιντεοκλίπ και κάποιες ατάκες– δεν διατύπωσε κανένα, έστω και υποτυπώδες, πολιτικό και ιδεολογικό αφήγημα για τον ΣΥΡΙΖΑ και την πορεία του. Και όμως πρώτευσε με άνεση. Η απάντηση στην πρωτιά αυτή βρίσκεται στον τρόπο συγκρότησης και ανάδειξης του ΣΥΡΙΖΑ σε μεγάλο κόμμα που έφτασε και στη διακυβέρνηση της χώρας. Πέρα από τις γνωστές «αριστερές» επικές και λυρικές αφηγήσεις και την υπερχειλίζουσα «αριστερή» ρητορική των ιστορικών στελεχών του, ο μεγάλος ΣΥΡΙΖΑ είναι προϊόν της κρίσης και του λεγόμενου αντιμνηνιακού αγώνα της περιόδου 2009-2015. Τότε ο ΣΥΡΙΖΑ και ο χαρισματικός ηγέτης του, Αλέξης Τσίπρας, ανέβηκαν στο κύμα της αντιμνημονιακής δημαγωγίας, του ανορθολογισμού, των απίθανων θεωριών συνωμοσίας, του απλοϊκού καταγγελτικού λόγου, της νομιμοποίησης της βίας και της μνησικακίας, και το ανατροφοδότησαν μάλιστα με τις δικές τους ανιστόρητες θέσεις και προτάσεις. Στον τότε ΣΥΡΙΖΑ αναγνωρίστηκαν και προσήλθαν ως μέλη και ως ψηφοφόροι του εκατοντάδες χιλιάδες πολιτών, από διάφορους χώρους –από το ΠΑΣΟΚ έως τη Νέα Δημοκρατία και πέραν αυτής ακόμα– και τον κατέστησαν μεγάλο κόμμα φέρνοντάς τον στην κυβερνητική εξουσία. Όσοι προσήλθαν όμως έφεραν και τις δικές τους αντιλήψεις και τις δικές τους πολιτικές συμπεριφορές. Και παρά την κομματική συριζαϊκή δοξαστική ρητορική, αυτοί δεν ήταν και ούτε έγιναν αριστεροί. Ο κοινωνικός και ιδεολογικός χαρακτήρας της κυρίαρχης αυτής εκδοχής της εγχώριας αριστεράς άλλαξε, γεγονός που αποτυπώθηκε στη σύνθεση της κοινοβουλευτικής της ομάδας και στην εξωφρενική αποδοχή της κυνικής συμμαχίας με τους ΑΝΕΛ του Πάνου Καμένου. Ένα μεγάλο μέρος αυτών των οπαδών του ΣΥΡΙΖΑ, συνδεδεμένοι προφανώς και με μια μεσσιανικού τύπου σχέση με τον Αλέξη Τσίπρα, παρά το είδος της διακυβέρνησης και της αντιπολίτευσης που ασκήθηκε μετά το 2019 και τη νέα τραυματική πρόσφατη ήττα, παρέμειναν στην επιρροή του κόμματος, όπως δείχνουν τα τωρινά ποσοστά του, που είναι πολύ μεγαλύτερα από τα παλαιά του 3%. Η υβριδική αυτή σύνθεση της εκλογικής βάσης του ΣΥΡΙΖΑ, αναζητεί προφανώς έναν νέο μεσσία που θα προσδώσει ξανά την αίγλη και την εξουσία στον χώρο αυτόν, αδιαφορώντας πλήρως για την απουσία πολιτικού και ιδεολογικού λόγου. Το πρόβλημα, λοιπόν, δεν είναι ο Στέφανος Κασσελάκης αλλά ο ίδιος ο ΣΥΡΙΖΑ, ως κόμμα και ως πολιτικοϊδεολογική και κοινωνική σύνθεση.

Υπάρχει καμιά πολιτική λύση στο υπαρκτό αυτό αδιέξοδο; Μερικοί βλέπουν τη λύση στην ενοποίηση, κάποια στιγμή, του ΠΑΣΟΚ με τον ΣΥΡΙΖΑ, υπό την ηγεμονία μάλιστα του ΣΥΡΙΖΑ. Οι απόψεις αυτές δεν εδράζονται σε καμιά πολιτική, κοινωνική και θεωρητική αναγκαιότητα και μάλιστα με έναν ΣΥΡΙΖΑ, που εκτός των άλλων και παρά τις αλλεπάλληλες ήττες του, δεν προέβη σε καμιά κριτική και αυτοκριτική των κυβερνητικών και αντιπολιτευτικών πεπραγμένων του. Ούτε οι διάφορες απόψεις για τη δημιουργία νέου μεταρρυθμιστικού κεντροαριστερού φορέα είναι σοβαρές. Τα κόμματα δεν είναι αποτελέσματα διακηρύξεων και μόνο.

Ίσως υπάρχει όμως λύση αν οι διάσπαρτες και σχολάζουσες δυνάμεις της ιστορικής μεταρρυθμιστικής κεντροαριστερής παράταξης της χώρας σταματήσουν να τροφοδοτούν με τον εαυτό τους διάφορες άλλες πολιτικές δυνάμεις και συνενωθούν με το ΠΑΣΟΚ, τον μόνο κοινοβουλευτικό και υπαρκτό οργανωτικά πολιτικό φορέα της. Πρέπει όμως και το ΠΑΣΟΚ να ανοίξει πέρα από τον περίγυρο της ηγετικής του ομάδας, να απευθυνθεί σε όλους τους κεντροαριστερούς και σοσιαλδημοκράτες μεταρρυθμιστές, να ξεφύγει από τον αναμηρυκασμό της μεταπολιτευτικής συνθηματολογίας, να εγκαταλείψει την άνευ λόγου και ουσίας βλοσυρή επιθετικότητα, να ανιχνεύσει και να θέσει νέα κοινωνικά μεταϋλιστικά/ταυτοτικά αιτήματα, χωρίς να υποστείλει την πρόταξη του δημόσιου συμφέροντος και των δικαιωμάτων των λαϊκών στρωμάτων και να συγκροτήσει εν τέλει ένα νέο παράδειγμα για τη χώρα. Μπορεί και θέλει το ΠΑΣΟΚ να αδράξει την ευκαιρία που του παρέχει η τρέχουσα δυστοπική συγκυρία; Ίδωμεν…

ΠΡΟΣΦΑΤΑ

ΤΑ ΠΙΟ ΔΗΜΟΦΙΛΗ