Πολιτικη & Οικονομια

Στη ΔΕΘ ο Πρωθυπουργός πήρε απόσταση και από τον οικονομικό φιλελευθερισμό

Το ελληνικό κομματικό σύστημα αλλά και οι πολίτες δείχνουν να μην διδάχθηκαν τίποτα από την πρόσφατη οικονομική κρίση

Κωνσταντίνος Σαραβάκος
Κωνσταντίνος Σαραβάκος
4’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ
O Πρωθυπουργός, Κυριάκος Μητσοτάκης
© ΒΑΣΙΛΗΣ ΒΕΡΒΕΡΙΔΗΣ/ΜΟΤΙΟΝΤΕΑΜ

Οι εξαγγελίες του Κυριάκου Μητσοτάκη στη ΔΕΘ, τα μαθήματα από την οικονομική κρίση και η επιστροφή σε μία ήπια δημοσιονομική πολιτική

Η υπόθεση των παρακολουθήσεων - υποκλοπών ήταν η μεγαλύτερη θεσμική κρίση της κυβέρνησης του 2019, ακόμα και αν έδειξε ότι άντεξε στην κάλπη. Ωστόσο, στη δημόσια συζήτηση μεταξύ των ανθρώπων που ασχολούνται σοβαρά με τους θεσμούς η κριτική ήταν έντονη, με την άποψη πως η κυβέρνηση αποκλίνει σημαντικά από τις αρχές του κράτους δικαίου να φαίνεται η πιο σημαντική. Η απόσταση της κυβέρνησης από βασικές αρχές του πολιτικού φιλελευθερισμού, τόσο στη λειτουργία του κράτους, όσο και στη διαχείριση της υπόθεσης, είναι δεδομένη. Η διαφάνεια και η λογοδοσία απουσίασαν εκκωφαντικά.  

Στην ΔΕΘ, οι εξαγγελίες του πρωθυπουργού φαίνεται να κινούνται σε κατεύθυνση ρήξης και με τον οικονομικό φιλελευθερισμό, δηλαδή με τη μείωση του κρατικού ελέγχου στο σύνολο της λειτουργίας της οικονομίας. Το ελληνικό κομματικό σύστημα αλλά και οι πολίτες δείχνουν να μην διδάχθηκαν τίποτα από την πρόσφατη οικονομική κρίση. Οι παθογένειες του κράτους ήταν μεν αυτές που οδήγησαν στην κρίση, αλλά η πολιτική μετάφραση των παθογενειών ήταν ο δανεισμός: ό,τι χρειάζεται να γίνει, θα γίνει με δανεικά, δηλαδή, με ελλείμματα και χρέος. Η προηγούμενη και η τωρινή κυβέρνηση της ΝΔ προσπαθεί και καταφέρνει να χρηματοδοτεί τις ανάγκες της με πρόσβαση σε πόρους που σε μεγάλο βαθμό είναι επίσης δανεικοί. Σε πολλές περιπτώσεις η αύξηση των δαπανών του κράτους ήταν επιβεβλημένη (π.χ. για την κάλυψη των αναγκών της πανδημίας), ωστόσο, η επιστροφή σε μία κανονικότητα χωρίς ελλείμματα δείχνει να αργεί. Η μόνη εγγύηση ότι θα αποφευχθεί μία νέα δημοσιονομική κρίση είναι μία αφήγηση τεχνοκρατικής πειθαρχίας ότι στην κυβέρνηση αυτή επικρατεί σύνεση ως προς τα δημόσια οικονομικά.

Για να γίνει λίγο πιο κατανοητός ο λόγος που ο δανεισμός αυτός δεν είναι αθώος, θα πρέπει να δούμε τη στάση της Ελλάδας και άλλων χωρών στην πρόσβαση των ευρωπαϊκών χωρών. Χώρες της κεντρικής και της βόρειας Ευρώπης δεν συμμετείχαν στον βαθμό που τους αναλογούσαν στον δανεισμό που μπορούσαν να έχουν από το ταμείο ανάκαμψης ακριβώς επειδή στην αγορά έχουν σημαντική πιστοληπτική ικανότητα και μπορούσαν να δανειστούν με καλύτερα επιτόκια και σε πιο συγκρατημένο βαθμό. Αυτό το γεγονός απελευθέρωσε μη διαθέσιμους πόρους για την Ελλάδα, της οποίας η πιστοληπτική ικανότητα ήταν χαμηλή. Με άλλα λόγια, μία υγιής οικονομία θα έπαιρνε λιγότερα χρήματα, μόνο για στοχευμένες μεταρρυθμίσεις και μάλιστα με καλύτερα επιτόκια. Η Ελλάδα πήρε όσα περισσότερα μπορούσε, επειδή οι αγορές δεν θα την δάνειζαν τόσα και σε αυτά τα επιτόκια. Αυτό δεν είναι απαραίτητα καλό ή κακό, καθώς η διαχείριση έχει μεγάλη σημασία. Αν τα δάνεια κατανέμονται σε αναπτυξιακά εγχειρήματα όπου η μεσο-μακροπρόθεσμη επίδραση στο εισόδημα είναι μεγαλύτερη των τόκων, τότε τα χρήματα μπορούν να πιάσουν τόπο. Εντούτοις, οι εξαγγελίες των τελευταίων ετών, με αποκορύφωμα αυτές της ΔΕΘ, δείχνουν περισσότερες παροχές, παρά εμπροσθοβαρείς μεταρρυθμίσεις.

Αν και στην οικονομία υπάρχουν διάφοροι δείκτες για τους οποίους η κυβέρνηση μπορεί να ισχυριστεί πως τα πάει καλά, και αυτό είναι μία πραγματικότητα, η εικόνα των δημόσιων οικονομικών δεν είναι τόσο ενθαρρυντική. Ενδεικτικά, στον Δείκτη Οικονομικής Ελευθερίας του ινστιτούτου Fraser, τον οποίο δημοσιεύσει στην χώρα μας το Κέντρο Φιλελεύθερων Μελετών, η Ελλάδα βρίσκεται στην 72η θέση ανάμεσα σε 165 χώρες σε όλο τον κόσμο και τελευταία ανάμεσα στις 27 χώρες της ΕΕ. Ο βασικότερος λόγος που η Ελλάδα βρίσκεται τόσο χαμηλά είναι το μέγεθος του κράτους, το οποίο τείνει να αυξάνεται συγκριτικά με τις άλλες χώρες. Πιο συγκεκριμένα, η Ελλάδα κατατάσσεται 158η ανάμεσα σε 165 χώρες στο μέγεθος του κράτους· με απλά λόγια βρίσκεται στον πάτο, με ένα από τα μεγαλύτερα κράτη στον κόσμο, σύμφωνα με τον Δείκτη.

Αν και οι μεθοδολογικές επιλογές ενός δείκτη επηρεάζουν σημαντικά το αποτέλεσμά του, η Ελλάδα πράγματι δεν έχει καλή δημοσιονομική εικόνα. Αφενός, έχει δανειστεί πολύ περισσότερο από άλλες χώρες και αφετέρου το κράτος έχει ξοδέψει πολύ περισσότερο το παραγόμενο εισόδημα σε σχέση με άλλες χώρες την τελευταία τριετία.

Ενδεικτικά, σύμφωνα με τα στοιχεία του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου η Ελλάδα είχε το δεύτερο μεγαλύτερο μέσο ετήσιο έλλειμμα την περίοδο 2020-2022 ανάμεσα στις χώρες της Ευρωζώνης, με -7,5% του ΑΕΠ, πίσω από την Ιταλία με -8,9%, (General government net lending/borrowing as % of GDP).

Μέσο ετήσια έλλειμμα ως % του ΑΕΠ, 2020-2022, στις χώρες της Ευρωζώνης

Επίσης, η Ελλάδα είχε τη δεύτερη μεγαλύτερη μέση ετήσια κρατική δαπάνη την περίοδο 2020-2022 ανάμεσα στις χώρες της Ευρωζώνης, με 57,5% του ΑΕΠ, πίσω από την Γαλλία με 59,6% (General government total expenditure, % of GDP).

Μέση ετήσια κρατική δαπάνη ως % του ΑΕΠ, 2020-2022, στις χώρες της Ευρωζώνης

Η πρόσβαση σε ευρωπαϊκούς πόρους δίνει την ευκαιρία στην Ελλάδα να αναβαθμίσει τις υποδομές της με σχέδιο και να διορθώσει στρεβλώσεις που την κρατούν πίσω. Ωστόσο, ένα σημαντικό μέρος του κρατικού προϋπολογισμού χρησιμοποιείται για να καλύψει, διαχρονικές και μη, κρατικές ανεπάρκειες και να τιθασεύσει την απογοήτευση των πολιτών σε περιόδους κρίσεων. Τελευταία φορά που ένα τέτοιο μοντέλο διαχείρισης ευρωπαϊκών πόρων επικράτησε στην Ελλάδα, εξέθεσε την χώρα σε ρίσκο και την οδήγησε στην κρίση χρέους. Οι ανάγκες της πανδημίας και της πληθωριστικής κρίσης είναι μία δικαιολογία, αλλά η σύγκριση με άλλες χώρες δείχνει πως η ελληνική κυβέρνηση χρησιμοποίησε δάνεια και κρατικό έλεγχο σε πολύ μεγαλύτερο βαθμό και ότι η επιστροφή σε μία ήπια δημοσιονομική πολιτική θα είναι ακόμα πιο δύσκολη, αν όχι αναπόφευκτη.

ΠΡΟΣΦΑΤΑ

ΤΑ ΠΙΟ ΔΗΜΟΦΙΛΗ