Πολιτικη & Οικονομια

Χομπίστες με ντουντούκα

Για τα περισσότερα στελέχη του ΣΥΡΙΖΑ η ενασχόληση με την πολιτική αρχίζει και τελειώνει στην τηλεόραση

81922-183211.jpg
Παντελής Καψής
4’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ
Αλέξης Τσίπρας
© ΓΙΩΡΓΟΣ ΚΟΝΤΑΡΙΝΗΣ/EUROKINISSI

Οι τηλεοπτικές εμφανίσεις στελεχών του ΣΥΡΙΖΑ, η προχειρότητα που επιδεικνύει το ΠΑΣΟΚ και η «παντοδυναμία Μητσοτάκη»

Αυτές τις ημέρες τα στελέχη του ΣΥΡΙΖΑ έχουν τον πιο άχαρο ρόλο στις τηλεοπτικές συζητήσεις. Στην πραγματικότητα δεν έχουν τίποτα να πουν, πέρα ίσως από τη δική τους ερμηνεία για την ήττα. Σε αυτό το πλαίσιο παρακολούθησα, ομολογώ με ενδιαφέρον, μια πρόσφατη παρέμβαση του κ. Τσακαλώτου, διαφορετική από αυτές που μας είχαν συνηθίσει οι σύντροφοί του. Δύο πράγματα μου έκαναν εντύπωση: Το πρώτο, η αναφορά του στις δυσκολίες που έχει μπροστά της η χώρα. Είπε χαρακτηριστικά ότι για να φτάσουμε εκεί που ήμασταν το 2007 σε σχέση με την υπόλοιπη Ευρώπη, και με την αισιόδοξη πρόβλεψη ότι η ανάπτυξη στην Ελλάδα θα είναι 1% μεγαλύτερη από τις υπόλοιπες χώρες, θα χρειαστούμε 17 ολόκληρα χρόνια! Το δεύτερο ήταν ότι ο ΣΥΡΙΖΑ πόνταρε στον φόβο κι αυτό, αναγνώρισε κάνοντας αυτοκριτική, ήταν λάθος.

Βρίσκω ότι τα δύο συνδέονται. Σε μια εκλογική αναμέτρηση οι πολίτες περιμένουν από τα κόμματα το προφανές: να προτείνουν λύσεις για τα προβλήματά τους. Αυτό αναγκαστικά σημαίνει ότι το μήνυμά τους πρέπει σε τελευταία ανάλυση να είναι αισιόδοξο και να δίνει ελπίδα. Να ανοίγει μια θετική προοπτική για τη χώρα και για τους ίδιους προσωπικά. Για να είναι ρεαλιστικό ωστόσο, για να πείθει δηλαδή, πρέπει ταυτόχρονα να αναγνωρίζει τις δυσκολίες και τις προκλήσεις που έχουμε μπροστά μας. Το πιο συνηθισμένο λάθος που μπορεί να κάνει ένας πολιτικός οργανισμός είναι να μείνει στην κριτική ελπίζοντας ότι θα καρπωθεί τη δυσαρέσκεια. Έτσι όμως γίνεται απλώς κόμμα διαμαρτυρίας χωρίς προοπτική εξουσίας. Ό,τι έπαθε δηλαδή ο Σύριζα.

Το να μιλάς για καθεστώς Μητσοτάκη ή για την πιο καταστροφική κυβέρνηση της μεταπολίτευσης, ήταν σε απόλυτη αναντιστοιχία με αυτό που ζούσαν οι πολίτες: την επιστροφή σε μια, έστω δύσκολη, κανονικότητα

Υπάρχει βέβαια εξήγηση: Για τα περισσότερα στελέχη του ΣΥΡΙΖΑ η ενασχόληση με την πολιτική αρχίζει και τελειώνει στην τηλεόραση. Δεν είναι καθόλου τυχαίο το ότι έχουν αναγάγει τον έλεγχο των μίντια στο μείζον ζήτημα τόσο της πολιτικής αντιπαράθεσης όσο και του ελέγχου «των αρμών της εξουσίας». Τα μέσα ενημέρωσης, ωστόσο, από την ίδια τη φύση τους, προβάλλουν μια κολοβή εκδοχή της πολιτικής. Ο ρόλος τους είναι να ασκούν κριτική όχι να προτείνουν λύσεις. Θα περίμενε κανείς ότι μετά από 4 χρόνια στην κυβέρνηση θα το είχαν καταλάβει στον ΣΥΡΙΖΑ. Οι περισσότεροι από αυτούς όμως παραμένουν χομπίστες. Έγιναν έτσι οι ίδιοι και το κόμμα τους μια ντουντούκα που φωνάζει. Μπορεί αυτό να άρεσε στους τηλεοπτικούς παραγωγούς, να συνέβαλε σε καυγάδες υψηλής τηλεθέασης, αποδείχτηκε ωστόσο ότι δεν κέρδιζε ψήφους. Ακόμα χειρότερα, λειτουργώντας μέσα στο αντηχείο των σόσιαλ μίντια, οδηγήθηκαν σε υπερβολές που αποξένωναν τους εχέφρονες πολίτες. Το να μιλάς για καθεστώς Μητσοτάκη ή για την πιο καταστροφική κυβέρνηση της μεταπολίτευσης, ήταν σε απόλυτη αναντιστοιχία με αυτό που ζούσαν οι πολίτες: την επιστροφή σε μια, έστω δύσκολη, κανονικότητα.

Ο κ. Τσίπρας στα λόγια μοιάζει να το καταλαβαίνει. Ζήτησε να αντιδράσουν στην εκλογική ήττα ως «κόμμα εξουσίας». Στην πράξη αποδεικνύεται ότι είναι πολύ δύσκολο να απαλλαγεί και να απαλλαγούν οι σύντροφοί του από συμπεριφορές κόμματος του 4%. Είναι πολύ χαρακτηριστική η αντίδραση που είχαν στην επίθεση χάκερ στις εξετάσεις των Λυκείων. Τέτοια προβλήματα έχουμε δει να παρουσιάζονται σε όλες σχεδόν τις χώρες του πλανήτη, σε ορισμένες περιπτώσεις μάλιστα μεγάλοι οργανισμοί παραμένουν όμηροι για εβδομάδες ή και μήνες. Για τον ΣΥΡΙΖΑ, ωστόσο, ήταν απλώς μια πολύ καλή ευκαιρία για να εκφράσουν την αντίθεσή τους στην Τράπεζα Θεμάτων και στο «επιτελικό κράτος». Πήρε η μπάλα και την υπηρεσιακή κυβέρνηση, την οποία τα φιλικά τους μίντια κατηγόρησαν ότι κρύβει την αλήθεια.

Πέρα από τις εμπεδωμένες συμπεριφορές, η προσπάθεια να λειτουργήσει ο ΣΥΡΙΖΑ ως κόμμα εξουσίας προσκρούει σε δύο προφανή προβλήματα: Το πρώτο είναι ότι μέσα σε λίγες εβδομάδες δεν είναι δυνατόν να περάσει ένα ριζικά διαφορετικό μήνυμα στους πολίτες. Το δεύτερο είναι ότι με 20% στην πρώτη κάλπη, ο ΣΥΡΙΖΑ στην πραγματικότητα δεν έχει πια καμία προοπτική εξουσίας. Από εκεί και η αμηχανία των στελεχών του. Το σύνθημα «να μην αφήσουμε παντοδύναμο τον Μητσοτάκη» στην πραγματικότητα δεν απευθύνεται σε κανέναν. Όσοι ψήφισαν Μητσοτάκη και δεν ανήκουν στη ΝΔ, το έκαναν για να μην έρθει ο ΣΥΡΙΖΑ. Δεν τους αφορά. Για τους ψηφοφόρους του ΠΑΣΟΚ πάλι η αντίστροφη πορεία είναι πιο πιθανή. Ψηφοφόροι του δηλαδή που επέλεξαν τον ΣΥΡΙΖΑ ως οιονεί διεκδικητή της κυβέρνησης και βασικό αντίπαλο της ΝΔ, να επιστρέψουν τώρα στο ΠΑΣΟΚ. Αυτός είναι και ο λόγος που ο κ. Ανδρουλάκης απέκλεισε κάθε συνεργασία με τη ΝΔ, ακόμα και αν πάρει 149 έδρες.

Πρόκειται για μια θέση η οποία προφανώς βολεύει τον κ. Μητσοτάκη. Σταθερότητα σημαίνει αυτοδυναμία. Όπως βολεύει όμως και τους δύο, τη ΝΔ και το ΠΑΣΟΚ, ο καυγάς που έχει ξεσπάσει μεταξύ τους για τη φορολογία. Για τη ΝΔ αποτελεί ένα ακόμα ανάχωμα που αποτρέπει τη μετακίνηση ψηφοφόρων της προς το ΠΑΣΟΚ. Για το ΠΑΣΟΚ πάλι, το να βρεθεί στο επίκεντρο της προεκλογικής αντιπαράθεσης, είναι ένα απρόσμενο δώρο. Δίνει υπόσταση στη θέση του ότι είναι το κόμμα που μπορεί να ασκήσει πιο αποτελεσματικά αντιπολίτευση. Κάνει έτσι πιο ρεαλιστικό το στόχο του να πάρει τη θέση του Σύριζα στο ρόλο της αξιωματικής αντιπολίτευσης.

Αν κάτι προκαλεί εντύπωση είναι η προχειρότητα, σε ορισμένες περιπτώσεις και η διγλωσσία, που επέδειξε το ΠΑΣΟΚ σε αυτή την αντιπαράθεση. Οι θέσεις του για τα μερίσματα και τον φόρο κληρονομιάς είναι προφανώς σωστή και δίκαιη. Μια ματιά για το τι ισχύει στην Ευρώπη αρκεί. Είναι αστείο το επιχείρημα ότι έτσι θα προσελκυστούν επενδύσεις, είναι γνωστοί οι παράγοντες που λειτουργούν αποτρεπτικά. Ο πραγματικός λόγος για τη θέση της ΝΔ είναι η μεγάλη κατηγορία των μικρομεσαίων που αποτελούν προνομιακή ομάδα ψηφοφόρων της. Οι ίδιοι οι οποίοι πληρώνουν προκλητικά μικρότερες ασφαλιστικές εισφορές. Όσο για τον φόρο κληρονομιάς, τα 800.000 ευρώ ξεπερνούν κατά πολύ την περιουσία της μέσης ελληνικής οικογένειας. Είναι παραχώρηση σε πλούσιους. Τα ποσά ωστόσο που μπορούν να προκύψουν από αυτούς τους φόρους, ούτε στο ελάχιστο δεν μπορούν να καλύψουν τις έτσι κι αλλιώς αδιευκρίνιστες μειώσεις που ζητά το ΠΑΣΟΚ στους έμμεσους φόρους. Σε σχέση με τη φορολόγηση των ουρανοκατέβατων κερδών πάλι, ακόμη και αν θεωρηθεί ότι δεν έχουν ήδη φορολογηθεί, πρόκειται για έκτακτα έσοδα τα οποία δεν μπορεί να χρηματοδοτούν μόνιμες δαπάνες. Σε αυτό τουλάχιστον το ζήτημα, το ΠΑΣΟΚ μοιάζει να αντέγραψε το οικονομικό «πρόγραμμα» του ΣΥΡΙΖΑ. Δεν είναι η καλύτερη συνταγή για να τον εκτοπίσει.

ΠΡΟΣΦΑΤΑ

ΤΑ ΠΙΟ ΔΗΜΟΦΙΛΗ