Πολιτικη & Οικονομια

Η ελληνική οικονομία χωρίς παρωπίδες: Πέρα από την εσωτερική υποτίμηση

Το έκτο άρθρο της μίνι σειράς για το τι άλλο πρέπει να γίνει για να περάσουμε σε ένα αναβαθμισμένο μοντέλο βιώσιμης ανάπτυξης χωρίς αποκλεισμούς

Μάνος Ματσαγγάνης, Σοφία Τσαρούχα
ΤΕΥΧΟΣ 860
3’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Πόσο καλά τα πηγαίνει η ελληνική οικονομία; Στο 6ο άρθρο των Μ. Ματσαγγάνη & Σ. Τσαρούχα αναλύονται οι προϋποθέσεις για ένα αναβαθμισμένο μοντέλο βιώσιμης ανάπτυξης χωρίς αποκλεισμούς

Στο τελευταίο άρθρο αυτής της μίνι σειράς υπογραμμίζουμε ότι δεν έχουμε ξεφύγει ακόμη από το μοντέλο της φθηνής ανάπτυξης, δείχνουμε ότι η εσωτερική υποτίμηση του 2012 δεν μας έβγαλε από το λαγούμι των χαμηλών επιδόσεων (και από πολλές πλευρές μας έβαλε βαθύτερα σε αυτό), ενώ τέλος περιγράφουμε συνοπτικά τι άλλο πρέπει να γίνει για να περάσουμε σε ένα αναβαθμισμένο μοντέλο βιώσιμης ανάπτυξης χωρίς αποκλεισμούς.

Φθηνή ανάπτυξη

Όπως επισημάναμε στα προηγούμενα άρθρα μας, η επανεκκίνηση της ελληνικής οικονομίας υπήρξε δυναμική μετά το πάγωμα της οικονομικής δραστηριότητας λόγω κορωνοϊού: το 2021 ανακτήθηκε το μεγαλύτερο μέρος της απώλειας του 2020, ενώ το 2022 η ανάκαμψη επιταχύνθηκε.

Όμως τα προβλήματα παραμένουν. Η οικονομία εξακολουθεί να κινείται σε χαμηλά επίπεδα, έχοντας συρρικνωθεί απελπιστικά την περίοδο 2008-2020. Το ΑΕΠ της χώρας παραμένει 21% χαμηλότερο από ό,τι το 2007.

Τα ποιοτικά χαρακτηριστικά της ανάκαμψης είναι επίσης προβληματικά. Το επενδυτικό κενό δεν έχει ακόμη καλυφθεί. Οι παραγωγικές επενδύσεις (δηλ. εκτός κατασκευών) αυξάνονται αργά, ιδίως αν αφαιρεθεί η δαπάνη για εξοπλιστικά προγράμματα. Με ελάχιστες λαμπρές εξαιρέσεις, όπως αυτές που αναφέραμε στο πρώτο άρθρο της σειράς, οι ξένες άμεσες επενδύσεις επικεντρώνονται κυρίως στα ακίνητα, που φέρνουν πλούτο (στους πρώην ιδιοκτήτες τους, στους μεσίτες και στους συμβολαιογράφους), αλλά όχι ανάπτυξη μάλιστα κάποτε μειώνουν την κοινωνική ευημερία (π.χ. εξορύξεις υδρογονανθράκων ή περισσότερο τσιμέντο στα νησιά).

Οι εξαγωγές αυξάνονται, αλλά λιγότερο από τις εισαγωγές, με αποτέλεσμα την επιδείνωση του εξωτερικού ισοζυγίου (του ενός από τα «δίδυμα ελλείμματα» που οδήγησαν στην κρίση χρέους). Εάν εξαιρεθούν οι τουριστικές υπηρεσίες, τα καύσιμα (που εισάγονται, διυλίζονται, και επανεξάγονται) και τα πλοία (που ακολουθούν τις διακυμάνσεις της παγκόσμιας οικονομίας), η αύξηση των εξαγωγών είναι λιγότερο θεαματική. Το μερίδιο των προϊόντων μεσαίας και υψηλής τεχνολογίας στις εξαγωγές της ελληνικής μεταποίησης είναι χαμηλότερο σήμερα από ό,τι το 2007. Παρά την αύξηση της εξωστρέφειας, η ιδιωτική κατανάλωση παραμένει κινητήρια δύναμη της ανάπτυξης.

Εσωτερική υποτίμηση

Έντεκα χρόνια μετά τη μείωση των κατώτατων μισθών του Φεβρουαρίου 2012, που τη συνόδευσαν νομοθετικές ρυθμίσεις αποδυνάμωσης των συλλογικών διαπραγματεύσεων (που με τη σειρά τους βοήθησαν να μονιμοποιηθεί η καθήλωση των μισθών), είναι καιρός να αναρωτηθούμε πόσο συνέβαλε η εσωτερική υποτίμηση στην πολυπόθητη στροφή προς ένα βιώσιμο παραγωγικό μοντέλο που να βασίζεται στις εξαγωγές.

Η δική μας ανάγνωση είναι: η υπόσχεση ότι η εσωτερική υποτίμηση θα έθετε σε κίνηση έναν «ενάρετο κύκλο» δεν έχει και δεν μπορεί να επαληθευθεί. Ας θυμίσουμε ότι σύμφωνα με τους εισηγητές της (α) η μείωση των μισθών θα οδηγούσε σε μείωση των τιμών, (β) η μείωση των τιμών θα έδινε ώθηση στην ανταγωνιστικότητα και στην άνοδο των εξαγωγών, (γ) η άνοδος των εξαγωγών θα γινόταν ατμομηχανή της ανάπτυξης και (δ) η ανάπτυξη θα έφερνε αύξηση της απασχόλησης και στη συνέχεια και των μισθών.

Η μείωση των τιμών δεν συνέβη ποτέ. Μάλιστα, οι προτεινόμενες (από την Τρόικα) μεταρρυθμίσεις για την τόνωση του ανταγωνισμού προσέκρουσαν στις αντιδράσεις των επιχειρηματικών συμφερόντων που κυριαρχούν στις αγορές προϊόντων και ματαιώθηκαν. (Αντίθετα, οι αντιδράσεις των συνδικάτων δεν ματαίωσαν τις μεταρρυθμίσεις στην αγορά εργασίας. Αυτό και μόνο θα έπρεπε να μας κάνει όλους σοφότερους για το ποιες ακριβώς είναι «οι συντεχνίες που εμποδίζουν την ανάπτυξη».) Αποτέλεσμα: οι τιμές πολλών αγαθών στην Ελλάδα είναι υψηλότερες από ό,τι στην υπόλοιπη Ευρώπη.

Η απασχόληση πράγματι αυξήθηκε. Το πρώτο εννεάμηνο του 2022 ο συνολικός αριθμός απασχολούμενων ήταν 10,9% υψηλότερος από ό,τι το αντίστοιχο εννεάμηνο του 2012. (Πάντως, η απασχόληση στην Ελλάδα παραμένει χαμηλότερη από ό,τι το 2009: περίπου 420 χιλιάδες άτομα που χάθηκαν στην κρίση δεν έχουν ακόμη αναπληρωθεί. Συγκριτικά, στην Ισπανία και στην Πορτογαλία η συνολική απασχόληση έχει εδώ και χρόνια ξεπεράσει τα προ κρίσης επίπεδα.)

Το ότι η αύξηση του ΑΕΠ (μόλις 3,3% τη δεκαετία 2012-2022) ήταν τόσο χαμηλότερη από την άνοδο της απασχόλησης υποδηλώνει δύο πράγματα. Πρώτον, ότι η μείωση των μισθών και η απορρύθμιση της αγοράς εργασίας έφεραν αναιμική ανάπτυξη. Δεύτερον, ότι κατά κανόνα οι νέες θέσεις εργασίας είναι χαμηλής παραγωγικότητας.

Όσο για τους μισθούς, η καθήλωσή τους ύστερα από την τεράστια μείωση της περασμένης δεκαετίας συνεχίζεται και μετά την επανεμφάνιση του πληθωρισμού. Σύμφωνα με τα στοιχεία της Eurostat, το δεύτερο τρίμηνο του 2022 οι ονομαστικοί μισθοί στην Ελλάδα αυξήθηκαν κατά 0,8%, ενώ ο πληθωρισμός κατά 10,4% (σε σχέση με το αντίστοιχο τρίμηνο του 2021). Αντίθετα στην Ευρωζώνη η αύξηση των μισθών ήταν μεγαλύτερη (4,1%), ενώ η αύξηση των τιμών μικρότερη (8,0%).

Επίσης, παρά την πρόσφατη αναπροσαρμογή του κατώτατου μισθού, οι αμοιβές των μισθωτών παραμένουν απελπιστικά χαμηλές. Σύμφωνα με τα στοιχεία του συστήματος «Εργάνη», οι μέσες αποδοχές των μισθωτών το 2022 ήταν 1.176 ευρώ το μήνα (μεικτά).

Τι ακριβώς σημαίνουν όλα αυτά; Καταρχάς, ότι η ελληνική οικονομία είναι εγκλωβισμένη σε μια νέα εκδοχή του παραγωγικού μοντέλου φθηνής ανάπτυξης και χαμηλών επιδόσεων που οδήγησε στην κρίση του 2010. Επιπλέον, ότι η υποτίμηση της εργασίας έχει εξαντλήσει τα όποια οφέλη της και έχει πλέον γίνει αντιπαραγωγική.

Στροφή πολιτικής

Η χρεωκοπία της κρατικοδίαιτης οικονομίας το 2010 και στη συνέχεια η διακυβέρνηση της περιόδου 2015-2019, κατέστησαν ανυπόληπτη την έννοια της συμβολής του κράτους στην οικονομική ανάπτυξη. Με αυτήν την έννοια, η φιλελευθεροποίηση της οικονομικής πολιτικής την τελευταία τριετία ήταν φυσιολογική και ως έναν βαθμό απαραίτητη.

Όμως, η βιώσιμη ανάκαμψη δεν θα έρθει με την απλή απελευθέρωση των δυνάμεων της αγοράς από τις ρυθμίσεις που τις περιορίζουν. Η αναβάθμιση του παραγωγικού μοντέλου της χώρας συνεπάγεται βαθιές τομές στην παραγωγή δεξιοτήτων, στη φορολογία, στην κοινωνική προστασία, στις εργασιακές σχέσεις. Η αύξηση της παραγωγικότητας, της απασχόλησης και των μισθών προϋποθέτει τομές στη δημόσια πολιτική:

  • Συστηματική επένδυση στο ανθρώπινο κεφάλαιο: στην προαγωγή της υγείας των πολιτών, και κυρίως στην αναβάθμιση των δεξιοτήτων των εργαζομένων και των ανέργων, καθώς και στη βελτίωση των διαχειριστικών δεξιοτήτων των μάνατζερ και των επιχειρηματιών (που σήμερα είναι τραγικά χαμηλές).
  • Φορολογικό σύστημα δίκαιο και μη στρεβλωτικό: χωρίς διακρίσεις κατά της μισθωτής εργασίας, με μετατόπιση του φορολογικού βάρους από την εργασία και την παραγωγή προς την κατανάλωση και τον πλούτο.
  • Νέα ρύθμιση της αγοράς εργασίας: εργασιακές σχέσεις που να διευκολύνουν τις απαραίτητες αναπροσαρμογές σε βάθος χρόνου για την αναβάθμιση της ποιότητας των προϊόντων και των υπηρεσιών που παράγουν οι ελληνικές επιχειρήσεις.
  • Κοινωνικό κράτος επιταχυντή της ανάπτυξης: με έμφαση στις κοινωνικές υπηρεσίες, καθώς και σε όλες τις άλλες πολιτικές «συμφιλίωσης» των εργασιακών και οικογενειακών υποχρεώσεων των νέων ζευγαριών και ιδίως των γυναικών.