Πολιτικη & Οικονομια

Η εβδομάδα που ο ΣΥΡΙΖΑ έχασε τις εκλογές

«Το πραγματικό ερώτημα λοιπόν είναι γιατί αποφάσισε αυτή την τόσο επιζήμια στροφή»

Παντελής Καψής
3’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Ο Παντελής Καψής σχολιάζει την αλλαγή στρατηγικής του ΣΥΡΙΖΑ, την επίθεση στο ΠΑΣΟΚ και τον Νίκο Ανδρουλάκη, και την απόφαση αποχής από τις ψηφοφορίες της Βουλής.

Η εβδομάδα που πέρασε μπορεί να αποδειχθεί ότι είναι η εβδομάδα που ο ΣΥΡΙΖΑ έχασε τις εκλογές. Εντάξει είναι πρόωρο, κανείς δεν μπορεί να γνωρίζει τα εκλογικά αποτελέσματα. Άλλωστε είναι δύσκολο να ορίσει κανείς τι συνιστά ήττα για τον ΣΥΡΙΖΑ. Ήδη μοιάζει να επιστρέφει στη στρατηγική του δεύτερου κόμματος. Να έχει μια «αξιοπρεπή» ήττα, μια ήττα δηλαδή που θα επιτρέψει στον κ. Τσίπρα να παραμείνει στην ηγεσία χωρίς να αμφισβητηθεί.

Να πάρουμε όμως τα πράγματα από την αρχή. Η απόφαση να καταθέσει πρόταση μομφής ήταν εξ αρχής μια κίνηση εντυπωσιασμού. Δεν θα έφερε κανέναν αποτέλεσμα, θα συσπείρωνε τη Νέα Δημοκρατία και στα μάτια πολλών θα παρέμενε ακατανόητη. Όταν βρισκόμαστε σε οιονεί προεκλογική περίοδο ποιο το νόημα να επιδιώκεις την επίσπευση των εκλογών για ορισμένες εβδομάδες ή το πολύ για ένα ή δύο μήνες; Φαίνεται ωστόσο ότι ήταν η εισαγωγή για τις δύο επόμενες κινήσεις. Η πρώτη ήταν το μέτωπο που άνοιξε ο ΣΥΡΙΖΑ με το ΠΑΣΟΚ. Το έκανε λίγο άκομψα η κ. Τσαπανίδου. Στην πραγματικότητα ωστόσο και ο Αλέξης Τσίπρας δεν είπε κάτι πολύ διαφορετικό. Το μήνυμά τους ήταν σαφές: αν το ΠΑΣΟΚ συνεργαστεί μετεκλογικά με τη Νέα Δημοκρατία, αυτό θα είναι αποτέλεσμα εκβιασμού. Η δεύτερη κίνηση ήταν βέβαια η απόφαση να απέχει ο ΣΥΡΙΖΑ από τις ψηφοφορίες στη Βουλή. Και οι δυο κινήσεις συνιστούν εγκατάλειψη της στρατηγικής που, υποτίθεται τουλάχιστον, ότι είχε ως σήμερα η αριστερά.

Όταν λες ότι επιδιώκεις μια συμμαχική κυβέρνηση το πρώτο που κάνεις είναι να προσπαθείς να στήσεις «γέφυρες» με τα όμορα κόμματα. Έτσι άλλωστε ονόμασαν και την τάση των πασοκογενών.  Όχι μόνο για να διευκολύνεις τις μετέπειτα συνεργασίες αλλά και για να πείσεις τους πολίτες στους οποίους απευθύνεσαι ότι η πρόταση σου είναι ρεαλιστική. Ότι η συνύπαρξή σου με τον άλλο, σε μια λειτουργική κυβέρνηση, είναι εφικτή. Με τα περί εκβιασμού του Ανδρουλάκη υπονόμευσαν μόνοι τους την αξιοπιστία μιας τέτοιας λύσης. Οδήγησαν μάλιστα το ΠΑΣΟΚ σε μια πολύ σκληρή απάντηση για ψεκασμένα σενάρια συνωμοσίας, ενώ την ίδια στιγμή, δια του εκπροσώπου του Δημήτρη Μάντζου, υποστήριξε ότι αυτός που επιχειρεί να εκβιάσει το ΠΑΣΟΚ είναι ο ΣΥΡΙΖΑ. Έχει ασφαλώς πρόσθετο ενδιαφέρον ότι η επίθεση του ΣΥΡΙΖΑ δεν έγινε γενικά στις θέσεις του ΠΑΣΟΚ αλλά στοχοποίησε προσωπικά τον κ. Ανδρουλάκη. Κίνηση δηλαδή που βάζει ακόμα μεγαλύτερα εμπόδια σε μια πιθανή συνεργασία. Τον λόγο μπορούμε να τον συμπεράνουμε. Η προτεραιότητα του ΣΥΡΙΖΑ σήμερα είναι να μειώσει όσο περισσότερο μπορεί τις διαρροές προς το ΠΑΣΟΚ και να το καθηλώσει σε ποσοστά που θα το εξουδετερώσουν πολιτικά.

Και η δεύτερη κίνηση του ΣΥΡΙΖΑ όμως συνιστά αλλαγή στρατηγικής. Ως πολύ πρόσφατα η υπόθεση των παρακολουθήσεων γινόταν προσπάθεια να αξιοποιηθεί για να προκαλέσει ρήγμα στις σχέσεις του Μητσοτάκη με φιλελεύθερους κεντρώους ψηφοφόρους. Ήταν ένα αξιακό ζήτημα το οποίο είχε απήχηση κατ’ εξοχήν σε αυτή την κατηγορία των πολιτών. Η εκδήλωση «Μένουμε Ευρώπη;», με την επιλογή του τίτλου όπως και των συγκεκριμένων ομιλητών, υπηρετούσε αυτήν ακριβώς τη λογική. Ως ένα βαθμό ήταν μια επιτυχημένη κίνηση, τουλάχιστον επικοινωνιακά. Με την απόφαση του ωστόσο να μεταφέρει την αντιπαράθεση εκτός Βουλής, ο κ. Τσίπρας ακύρωσε τα όποια οφέλη. Γι αυτούς τους ψηφοφόρους η περιφρόνηση στην κοινοβουλευτική διαδικασία και η «πορεία προς το λαό», είναι ο πιο σίγουρος τρόπος για να θυμηθούν τον βίο και την πολιτεία του ΣΥΡΙΖΑ σε όλη τη διάρκεια της δεκαετίας της κρίσης. Ακόμα και στελέχη της αριστεράς αναγνωρίζουν ότι με την κίνηση αυτή ο Τσίπρας ουσιαστικά απευθύνεται μόνο στο δικό του φανατικό κοινό. Έδωσε την ευκαιρία στον Μητσοτάκη να τον κατηγορήσει ότι θυμίζει τον «Τσίπρα πριν από 10 χρόνια του 2012» ενώ και το ΠΑΣΟΚ τον κατηγόρησε για την κακοποίηση του όρου «ανένδοτος αγώνας». Την επομένη της ανακοίνωσης του νέου «ανένδοτου» πάντως, σαν για να υπογραμμίσει πόσο ανεδαφική είναι η θέση του ΣΥΡΙΖΑ, η Ελλάδα ανέβηκε 9 θέσεις στον δείκτη Δημοκρατίας του Economist.

Το πραγματικό ερώτημα λοιπόν είναι γιατί αποφάσισε ο ΣΥΡΙΖΑ αυτή την τόσο επιζήμια στροφή. Μόνο υποθέσεις μπορεί να γίνουν. Ασφαλώς δεν είναι τυχαία. Προφανώς η πρώτη προτεραιότητα είναι η συσπείρωση των οπαδών του και το σταμάτημα των διαρροών. Κι αυτό περνά μέσα από την αντιπαράθεση και με το ΠΑΣΟΚ. Μπορεί να μέτρησε και η ελαφρά μετατόπιση του κ. Ανδρουλάκη υπέρ του σχηματισμού κυβέρνησης από την πρώτη Κυριακή χωρίς «παζάρια εξουσίας». Θεώρησαν ενδεχομένως ότι εμπεριείχε και τη δυνατότητα συνεργασίας με τη ΝΔ. Έχω την εντύπωση ωστόσο πως ένας πρόσθετος κι ίσως πιο σημαντικός λόγος είναι το ότι ο Τσίπρας παρασύρθηκε από τη ρητορική του. Όταν έχεις ανεβάσει τόσο πολύ τους τόνους, όταν μιλάς για συνταγματική εκτροπή και για κίνδυνο της Δημοκρατίας, κάτι πρέπει να κάνεις για να το υπηρετήσεις. Δεν μπορεί να κινδυνεύει η Δημοκρατία και εσύ να κινείσαι σαν να μη συμβαίνει τίποτα. Υπονομεύεις την αξιοπιστία σου. Μετά την αποτυχία της πρότασης μομφής όμως ο ΣΥΡΙΖΑ είχε ξεμείνει από ιδέες. Όπως τόσο αφοπλιστικά είπε ο Τρύφων Αλεξιάδης, αν δεν το κάναμε, το επόμενο θα ήταν να  αυτοπυρποληθούμε στο Σύνταγμα! Ε μπροστά σε ένα τέτοιο ενδεχόμενο καλύτερα ήταν να ρίξουν στην πυρά την στρατηγική του ανοίγματος στο κέντρο. Άλλωστε δεν την πίστεψαν ποτέ. Ο μόνος θιασώτης της που είχε απομείνει ήταν ο Νίκος Μπίστης.