Πολιτικη & Οικονομια

Ιαπωνία: Ο γίγαντας που ξύπνησε στην Ανατολή

Μετά από σχεδόν οχτώ δεκαετίες πασιφισμού, η Ιαπωνία αποφασίζει να επιστρέψει στο κλαμπ των υπερδυνάμεων

Άγης Παπαγεωργίου
5’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ
UPD

Ιαπωνία: Το δόγμα Yoshida, η άνοδος της Κίνας και η κληρονομιά του Σίνζο Άμπε

Η αναμενόμενη επίσκεψη του Πρωθυπουργού, Κυριάκου Μητσοτάκη, στην Ιαπωνία δεν αναμένεται να παίξει σημαντικό ρόλο –θέτοντας το μεγαλόψυχα– στο εγχώριο πολιτικό σκηνικό. Σύμφωνα με το ρεπορτάζ, η ελληνική αποστολή θα εστιάσει στη σύσφιξη των Ελληνο-ιαπωνικών σχέσεων και στη σύναψη συνεργασιών με ιαπωνικές εταιρίες-κολοσσούς, παραμένοντας πιστή στο δόγμα της εξωστρέφειας που επιθυμεί να υπηρετήσει και την επόμενη τετραετία – αν επανεκλεγεί. Όμως για τον Ιάπωνα Πρωθυπουργό, Φούμιο Κισίντα, ο Έλληνας ομόλογος του θα είναι ο έκτος Δυτικός επικεφαλής κράτους που θα συναντήσει μέσα στο 2023, έχοντας ο ίδιος επισκεφτεί κατά σειρά τους Τζόρτζια Μελόνι, Εμάνουελ Μακρόν, Ρίσι Σούνακ, Τζάστιν Τρουντό, και Τζο Μπάινεν.

Η επίσκεψη Μητσοτάκη στο Τόκιο δεν έχει το ίδιο ειδικό βάρος με τις παραπάνω συναντήσεις, όμως εντάσσεται στο ίδιο πλαίσιο. Μετά από σχεδόν ογδόντα χρόνια μετριοπαθούς εσωστρέφειας στην εξωτερική της πολιτική, η Ιαπωνία επιστρέφει για να ανακτήσει το στάτους που ανέκαθεν καθόριζε τον ρόλο και την επιρροή της, θέλοντας να γίνει ξανά υπερδύναμη, σε όλα τα επίπεδα. Το δόγμα πολιτικής που πρότεινε ο Κισίντα – αλλά και η πολιτική κληρονομιά του προκατόχου του, Σίνζο Άμπε – υποδεικνύουν πως μάλλον θα τα καταφέρει.

Το δόγμα Yoshida και η εξάρτηση από τις ΗΠΑ

Από τον μεσαίωνα και μετά, η Ιαπωνία αποτελούσε ανέκαθεν υπολογίσιμη δύναμη στην Ανατολική Ασία. Η μετέπειτα ανάπτυξη του διεθνούς εμπορίου και η ικανότητα των Ιαπώνων εμπόρων να επωφεληθούν από την απότομη επαφή της χώρας τους αναδυόμενους ναυτικούς εμπορικούς δρόμους – κάτι που δεν κατάφεραν να κάνουν οι Κινέζοι – έδωσαν στην Ιαπωνία τη δυνατότητα να αναπτυχθεί απότομα υιοθετώντας μεν δυτικές πρακτικές, αλλά διατηρώντας δε το παραδοσιακό ιαπωνικό ήθος και την για αιώνες σμιλεμένη – και αποκομμένη από τον έξω κόσμο – ιαπωνική ταυτότητα. Η ανάπτυξη της Ιαπωνίας σε σχέση με τους γείτονες της, αλλά και η άρνηση των μεγάλων δυνάμεων της Δύσης να την αναγνωρίσουν ως ισάξια, έφερε την Ιαπωνία στις δυνάμεις του Άξονα στον Β’ ΠΠ· αφήνοντας στην άκρη τόσο τις θηριωδίες που διέπραξαν οι ιαπωνικές δυνάμεις στο διάστημα 1941-1945, δε μπορεί κανείς να μη σημειώσει την αφοσίωση των Ιαπώνων στην υπεράσπιση της πατρίδας τους, η οποία οδήγησε στις ατελείωτες μάχες της Ίβο Τζίμα και της Νήσου Μίντγουεϊ απέναντι στις ΗΠΑ. Όμως, η ήττα του Ιαπωνικού αυτοκρατορικού στρατού στον Β’ ΠΠ αποτέλεσε το κρίσιμο σταυροδρόμι για την μετέπειτα εξέλιξη της Ιαπωνικής αμυντικής και εξωτερικής πολιτικής.

Ατιμασμένοι διεθνώς – και ηττημένοι ολοσχερώς, μετά την άνευ όρων παράδοση τους που ακολούθησε τους πυρηνικούς βομβαρδισμούς σε Χιροσίμα και Ναγκασάκι – οι Ιάπωνες ασπάστηκαν το δόγμα Yoshida. Το συγκεκριμένο δόγμα – του οποίου ο αρχιτέκτονας ήταν ο πρώτος μεταπολεμικός πρωθυπουργός, Σιγκέρου Γιοσίντα – όριζε πως η Ιαπωνική εξωτερική πολιτική θα εξαρτιόταν πλέον από την επιρροή των ΗΠΑ, με το μεταπολεμικό Σύνταγμα να απαγορεύει πλέον τη μονομερή κήρυξη πολέμου από το Τόκιο προς οποιαδήποτε απέναντι πλευρά· παράλληλα, το δόγμα Yoshida προέβλεπε πως οι ιαπωνικές ένοπλες δυνάμεις θα έπαυαν να αποτελούν προτεραιότητα, αποδίδοντας στις ΗΠΑ τον ουσιαστικό έλεγχο τους τόσο σε επιχειρησιακό, όσο και σε εξοπλιστικό επίπεδο. Μέσα από το δόγμα Yoshida, οι μεταπολεμικές Ιαπωνικές κυβερνήσεις ασπάστηκαν μια άνευ όρων πασιφιστική προσέγγιση στην εξωτερική τους πολιτική, επενδύοντας στην οικονομική ενίσχυση της χώρας, με το Τόκιο να αφήνει ουσιαστικά οτιδήποτε αφορούσε την εξωτερική και αμυντική πολιτική του στα χέρια των ΗΠΑ – με τις οποίες η Ιαπωνία έχτισε εντυπωσιακά γρήγορα πολύ στενές διμερείς σχέσεις, σε κάθε επίπεδο. Βλέποντας το επιφανειακά, ο φιλοαμερικανισμός των Ιαπώνων αποτελεί μια ιστορική παραδοξότητα, καθώς η Ιαπωνία αποτελεί τη μόνη χώρα που έχει δεχτεί πυρηνικά χτυπήματα – και αυτά από τις ΗΠΑ. Σε ένα βαθύτερο επίπεδο ωστόσο, η εξάρτηση του Τόκιο από την Ουάσιγκτον σε επίπεδο εξωτερικής και αμυντικής πολιτικής έδωσε τη δυνατότητα στην Ιαπωνία να σβήσει τη ντροπή του Β’ ΠΠ, να ανακάμψει τάχιστα, και να μετατραπεί σε οικονομική υπερδύναμη – σε περιφερειακό και παγκόσμιο επίπεδο – μόλις μέσα σε λίγες δεκαετίες.

H πρόκληση της Κίνας και ο Σίνζο Άμπε

Παρά την προσήλωση όλων των μεταπολεμικών Ιαπωνικών κυβερνήσεων στο δόγμα Yoshida, η Ιαπωνία τελικά αναγκάστηκε να κοιτάξει ξανά πέρα από την Ιαπωνική Θάλασσα. Αυτό γιατί από το τέλος του Ψυχρού Πολέμου και μετά, η ραγδαία οικονομική ανάπτυξη της Κίνας – της παραδοσιακής αντιπάλου της Ιαπωνίας για αιώνες στην Ανατολική Ασίας– σταδιακά αποδυνάμωσε τη «χώρα του ανατέλλοντος ηλίου» τόσο σε γεωπολιτικό, όσο και σε οικονομικό επίπεδο. Ενδεικτικά, στις αρχές των 1990s η Κίνα επένδυε περίπου είκοσι δις το χρόνο σε αμυντικές δαπάνες, ενώ σήμερα ο απόλυτος αριθμός έχει εκτοξευτεί στα 250 δις· κρίσιμα, ωστόσο, το ποσοστό του κινεζικού ΑΕΠ που αντιστοιχεί στις αμυντικές τις δαπάνες έχει οριακά μειωθεί, κάτι που δείχνει πόσο εντυπωσιακή έχει υπάρξει η ανάδειξη της Κίνας σε οικονομική υπερδύναμη – τουλάχιστον. Αξίζει επίσης να σημειωθεί πως στο τέλος του Ψυχρού Πολέμου και μέχρι τις αρχές των 2000s, η Ιαπωνία αποτελούσε τη δεύτερη ισχυρότερη οικονομία στον κόσμο, ακολουθώντας μόνο τις ΗΠΑ, και ακολουθούμενη από έτερες τόσο προς το Τόκιο, όσο και προς την Ουάσιγκτον δυνάμεις, όπως η Γερμανία, η Ιταλία, η Γαλλία, και το Ηνωμένο Βασίλειο. Με άλλα λόγια, η Ιαπωνία όχι μόνο έχασε τη θέση της ως δεύτερη μεγαλύτερη οικονομική υπερδύναμη στον κόσμο, αλλά την έχασε απέναντι στην ιστορική της αντίπαλο, η οποία – υπόκωφα, από τις αρχές των 2010s και φωναχτά πλέον σήμερα – αμφισβητεί κάθετα την παγκόσμια τάξη που καθόρισε τις διεθνείς σχέσεις τόσο σε περιφερειακό, όσο και σε παγκόσμιο επίπεδο από την πτώση της ΕΣΣΔ και μετά.

Ο πρώτος μεταπολεμικός Ιάπωνας πρωθυπουργός που πρότεινε τη σταδιακή απομάκρυνση από το δόγμα Yoshida ήταν ο Σίνζο Άμπε, ο οποίος δολοφονήθηκε το περασμένο καλοκαίρι. Κατά τη μακρόχρονη δεύτερη θητεία του, η οποία διήρκησε σχεδόν μια δεκαετία (2010-2012), ο Άμπε εξελίχθηκε σταδιακά σε γεωπολιτικό «γεράκι» - όπως λατρεύουν να λένε στην Ουάσιγκτον – ενίσχυσε το γεωπολιτικό τύπωμα της χώρας του, επενδύοντας στη σύσφιξη των σχέσεων με παραδοσιακούς και νέους συμμάχους, αλλά και στην έμμεση ενίσχυση των Ιαπωνικών ενόπλων δυνάμεων· ενδεικτικά, ο Άμπε προσπάθησε ανεπιτυχώς να αναθεωρήσει την απαγόρευση κήρυξης πολέμου που προβλέπει το Ιαπωνικό Σύνταγμα, ενώ υπό την ηγεσία του πραγματοποιήθηκαν πρωτοφανούς μεγέθους διμερείς στρατιωτικές ασκήσεις με τις Αυστραλιανές ένοπλες δυνάμεις, οι οποίες έθεσαν τις βάσεις για την περεταίρω θεσμοθέτηση τους· η σημειολογία των Ιαπωνό-Αυστραλιανών ασκήσεων είναι σημαντική, καθώς η Καμπέρα αποτελεί εδώ και δεκαετίες των έτερο πιστότερο σύμμαχο της Ουάσιγκτον στον Ειρηνικό μαζί με το Τόκιο, αλλά και τον μοναδικό με εξελιγμένο αμυντικό πρόγραμμα. Η επιρροή του Άμπε στην αλλαγή του δόγματος της Ιαπωνικής εξωτερικής πολιτικής είναι σήμερα περισσότερο εμφανής από ποτέ καθώς, πέρα από το γεγονός πως στην πρωθυπουργία τον έχει διαδεχτεί ένας πρώην προστατευόμενος του, η παροχή της Ιαπωνικής βοήθειας στην Ουκρανία, αλλά και οι πρωτοβουλίες του Κισίντα, είναι εφικτές λόγω των θεσμικών αλλαγών – αλλά και της ρητορικής – που επανακαθιέρωσε πρώτος ο Άμπε στην Ιαπωνική συνείδηση.

Η στρατιωτική ενίσχυση και η επόμενη μέρα

Στα μέσα του περασμένου Δεκεμβρίου, ο Κισίντα παρουσίασε τη νέα ιαπωνική στρατηγική εθνικής ασφάλειας. Βασιζόμενος στην κληρονομιά το προκατόχου του, ο Κισίντα έκανε πλέον γνωστό στον υπόλοιπο πλανήτη – δηλαδή, στην Κίνα – πως η Ιαπωνία όχι μόνο θα ενισχύσει τις ένοπλες δυνάμεις της, αλλά και πως πλέον δε θα διστάσει να αξιοποιήσει σε περίπτωση που προκληθεί. Ακόμα σημαντικότερα όμως, ο Κισίντα καταδίκασε τη γεωπολιτική προσέγγιση της Ρωσίας χρησιμοποιώντας όρους που κανείς προκάτοχος του δεν έκανε ποτέ στο παρελθόν, επανατοποθετώντας έτσι την Ιαπωνία στον πυρήνα της Δύσης – ρητορικά και γεωπολιτικά μιλώντας – καλώντας Κίνα, Ρωσία, και Βόρεια Κορέα να προσέξουν την αλλαγή στάσης του Τόκιο. Και αν η Ιαπωνία παραμένει μια οικονομική υπερδύναμη – ως μέλος άλλωστε των G7 – η κυβέρνηση της έχει πλέον συνειδητοποιήσει πως μια υπερδύναμη δε μπορεί να μείνει πίσω σε αμυντικό επίπεδο, πόσο μάλλον δε όταν γειτονεύει με τη μεγαλύτερη αναθεωρητική δύναμη του κόσμου αυτή τη στιγμή.

Οι Άμπε και Κισίντα δεν αποφάσισαν ξαφνικά πως η Ιαπωνία πρέπει να κατακτήσει τον κόσμο. Ο ίδιος ο Κισίντα άλλωστε – ακολουθώντας ξανά τα βήματα του Άμπε – έχει δηλώσει επανειλημμένα πως ο στόχος του Τόκιο είναι να ισχυροποιήσει τη μεταπολεμική διεθνή τάξη η οποία βασίζεται σε συγκεκριμένου κανόνες, επενδύοντας στην ειρήνη και προσπαθώντας να μετριάσει την αστάθεια που ήδη προκαλεί ο Κινεζικός αναθεωρητισμός· πώς αλλιώς, άλλωστε, καθώς ίσως καμία άλλη χώρα να μην έχει ευνοηθεί περισσότερο από τη συμμετοχή της σε αυτή τη διεθνή τάξη από την Ιαπωνία. Ωστόσο, η απομάκρυνση της Ιαπωνίας από το δόγμα Yoshida και η πολυεπίπεδη πλέον διπλωματία που εφαρμόζει συστηματικά το Τόκιο φέρνει ξανά το Τόκιο στο επίκεντρο της διεθνούς προσοχής, τόσο των συμμάχων του, όσο – κυρίως – των αντίπαλων του. Η επιστροφή της Ιαπωνίας ως μια στρατιωτικά υπολογίσιμη δύναμη – και η ενίσχυση της ως υπερδύναμη συνολικά – αποτελεί το μεγαλύτερο όπλο της δύσης στην Ανατολική Ασία· οι Άμπε και Κίσιντα το κατάλαβαν πρώτοι.