Πολιτικη & Οικονομια

Υπάρχει σήμερα αντισυστημική ψήφος;

«Η αντιπολίτευση είναι ο καλύτερος σπόνσορας του Κ. Μητσοτάκη»

Λεωνίδας Καστανάς
3’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Οι εθνικές εκλογές στην Ελλάδα το 2023, η συζήτηση περί αντισυστημικής ψήφου και η διεκδίκηση των κεντρώων ψηφοφόρων από τα πολιτικά κόμματα.

Κάποιοι διατυπώνουν μια φαινομενικά εύλογη υποψία περί αντισυστημικής ψήφου. Μιας ψήφου που ίσως δεν πιάνουν οι δημοσκοπήσεις και η οποία μπορεί να εκδηλωθεί στην επόμενη κάλπη. Σύμφωνα με την υποψία η διαφορά των δύο πρώτων κομμάτων ίσως να μην είναι αυτή που μετριέται στο σύνολο των δημοσκοπήσεων. Και φυσικά μια τέτοια ψήφος θα πάει κυρίως στον ΣΥΡΙΖΑ οπότε τα πράγματα δεν είναι όπως φαίνονται.

Το 2015 η λεγόμενη αντισυστημική ψήφος δεν ήταν καθόλου αντισυστημική για τα πολιτικά μας πράγματα. Την εποχή εκείνη οι ψηφοφόροι του ΣΥΡΙΖΑ και των ΑΝΕΛ επιδίωκαν τη διαιώνιση του συστήματος που μας είχε φέρει στο χείλος του γκρεμού. Εξάλλου σχεδόν όλοι είχαν υπάρξει φανατικοί ψηφοφόροι άκρως συστημικών κομμάτων, δηλαδή του ΠΑΣΟΚ και της ΝΔ. Και γι’ αυτό  ψήφισαν κόμματα που υπόσχονταν την κατάργηση του μνημονίου, με ένα νόμο και ένα άρθρο, και φυσικά τη συνέχιση του πάρτι της ζωής μας. Μάλιστα δεν δίστασαν να ψηφίσουν και ΟΧΙ στο δημοψήφισμα, δίνοντας υπόρρητα την εντολή για έξοδο από τη λαομίσητη τότε ΕΕ. Παρήλθον όμως οι χρόνοι εκείνοι.

Η υποψία της αντισυστημικής ψήφου στηρίζεται στην υπόθεση των παρακολουθήσεων, αλλά και στο σκάνδαλο του Qatargate. To δεύτερο όμως αναιρεί την πρώτη. Η κοινή γνώμη κατάλαβε με τον πιο εμφατικό τρόπο ότι χωρίς τις νόμιμες παρακολουθήσεις δεν θα αποκαλύπτονταν ποτέ το τεράστιο σκάνδαλο που συγκλονίζει  σήμερα το ευρωπαϊκό εποικοδόμημα. Συνεπώς, η νόμιμη παρακολούθηση των συνδιαλέξεων πολιτικών προσώπων δεν στρέφεται γενικώς κατά της δημοκρατίας, αλλά απεναντίας μπορεί και να την προστατεύει. Συνεπώς, δεν είναι γενικώς καταδικαστέα.

Μένει βέβαια να αποκαλυφθεί ο λόγος  της «επισύνδεσης» του τηλεφώνου του Ν. Ανδρουλάκη, ένα γεγονός που αποτελεί προς το παρόν αγκάθι για τα πολιτικά μας πράγματα. Έστω και αν έφυγε από την επικαιρότητα. Οι διάφορες όμως λίστες παράνομων παρακολουθήσεων που είδαν στη συνέχεια το φως της δημοσιότητας, αφού δεν τεκμηριώθηκαν, επί της ουσίας δεν υπάρχουν. Όταν μάλιστα οι κατήγοροι απέφυγαν να παραστούν στη δίκη και να παρουσιάσουν τις αποδείξεις τους. Άρα οι πολίτες έστω κι αν υποψιάζονται ότι κάτι σκοτεινό συμβαίνει στα άδυτα του κράτους, δεν έχουν τις αποδείξεις που θα τους οδηγούσαν στην τιμωρία του κυβερνώντος κόμματος. Και μάλιστα στην κάλπη. Και με διακύβευμα την πρόοδο και τη σταθερότητα. Εξάλλου αυτό δείχνουν και οι σχετικές μετρήσεις.

Αντιθέτως έχουν κάθε λόγο να υποψιάζονται ότι κάποια στενή σχέση πρέπει να συνδέει αυτούς που έκαναν τις παρακολουθήσεις με τους παρουσιαστές τους. Τους «σκοτεινούς» με τους δήθεν «φωτοδότες». Είναι παρακρατικοί; Είναι άνθρωποι του υπόκοσμου; Είναι εγκληματικές φυσιογνωμίες; Κανείς δεν μπορεί να ξέρει όσο δεν παρουσιάζονται στοιχεία και όσο η δικαιοσύνη δεν βγάζει άκρη ώστε να τελειώσει κάποια στιγμή αυτό το άγος. Τούτων δοθέντων η υπόθεση των παρακολουθήσεων δεν φαίνεται να αποτελεί θρυαλλίδα  μιας αντισυστημικής ψήφου. Αντιθέτως μπορεί γυρίσει μπούμερανγκ σε όσους στήριξαν την αντιπολιτευτική τους τακτική σε αυτές. Διότι αποκαλύπτει μια αλυσίδα τροφοδοσίας μεταξύ των «παραγωγών» και των «μεταφορέων», την οποία ελάχιστοι θα δεχθούν ως κριό μιας κυβερνητικής αλλαγής. 

Ο κεντρώος ψηφοφόρος, τον οποίο διεκδικούν όλα τα στρατόπεδα, ούτε νιώθει εγκλωβισμένος, ούτε θυμωμένος είναι. Και αν φοβάται να εμπιστευθεί και πάλι τον ΣΥΡΙΖΑ λόγω της πρόσφατης οδυνηρής εμπειρίας από την κυβερνώσα αριστερά, έχει το ΠΑΣΟΚ του φερέλπιδος Ν. Ανδρουλάκη να επιλέξει. Αλλά όπως δείχνουν οι δημοσκοπήσεις αλλά και ο πολιτικός αέρας που πνέει ανάμεσα στις κάλπες, δεν το επιλέγει στη μεγάλη πλειοψηφία του. Και δεν το κάνει γιατί δεν θέλει να μπλέξει. Δεν πείθεται ότι ένα σχήμα «σοσιαλδημοκρατικό» ή έστω «προοδευτικό» αποτελούμενο από ΣΥΡΙΖΑ και ΠΑΣΟΚ μπορεί να αντιμετωπίσει τις προκλήσεις της εποχής. Την επιθετικότητα της Τουρκίας, την ενεργειακή κρίση, τις πληθωριστικές πιέσεις, αλλά και τις μεταρρυθμίσεις που τρέχουν ή πρέπει να τρέξουν ώστε η χώρα όχι μόνο να επιβιώσει, αλλά και να βγει μπροστά.

Η περίοδος 2015 - 2019 είναι πολύ πρόσφατη ώστε ακόμα το κακό όνειρο να  ξυπνάει τον πολίτη τις νύχτες. Σε πρόσφατη δημοσίευση ο Εconomist κατατάσσει την ελληνική οικονομία στην πρώτη θέση μεταξύ 34 χωρών ως προς τις οικονομικές επιδόσεις σε 4 βασικούς δείκτες: την αύξηση του ΑΕΠ, τη συγκράτηση του πληθωρισμού, τη μείωση του δημοσίου χρέους και την πορεία του χρηματιστηρίου. Η υποστήριξη των αδύναμων είναι ήδη σε εξέλιξη, έστω με την ανορθόδοξη μέθοδο των παντός είδους «pass» και επιδομάτων, πράγμα που δείχνει ότι αυτή η κεντροδεξιά κυβέρνηση ενδιαφέρεται για την κοινωνική συνοχή έστω και αν ανισότητες είναι πάντα υπαρκτές. Και κυρίως δείχνει ότι έχει τον τρόπο να παράγει θετικά αποτελέσματα. Οι αυξήσεις των μισθών και των συντάξεων είναι στον δρόμο και γενικώς η ανάκαμψη της οικονομίας δείχνει να είναι βιώσιμη και ικανή να αλλάξει την Ελλάδα. 

Φυσικά και όλα αυτά δεν συνεπάγονται την απόλυτη πολιτική κυριαρχία της ΝΔ και του Κυριάκου Μητσοτάκη. Μια κυβέρνηση και μάλιστα ελληνική είναι αδύνατον να μην φθαρεί μέσα σε μια τετραετία. Αλλά η παρούσα συνεχίζει να ηγείται. Διότι ο πολίτης πάντοτε κάνει συγκρίσεις και πάντοτε σταθμίζει σύμφωνα με  τις πραγματικές καταστάσεις τις οποίες βιώνει. Η αντιπολίτευση, που είναι σχεδόν καθ’ ολοκληρία  αριστερή, δεν έχει παρουσιάσει μια εναλλακτική  πορεία, έστω στα λόγια, ώστε να πείσει ευρύτερα ακροατήρια, όπως το 2015. Από τη μια ακούγονται σχεδόν μόνο ύβρεις και από την άλλη αμφίσημα, θολά, μπερδεμένα πράγματα. Συνεπώς, ο βασικός κορμός ψηφοφόρων που έφερε τον Μητσοτάκη στην εξουσία, δείχνει να αντέχει και εκτός απροόπτου θα επιλέξει την κάλπη του και στις επόμενες εκλογικές αναμετρήσεις. Όταν μάλιστα ξέρει ποιες είναι οι εναλλακτικές. Και αυτές, όχι μόνο δεν τον πείθουν, αλλά και τον φοβίζουν. Με δυο λόγια, η αντιπολίτευση είναι ο καλύτερος σπόνσορας του Κ. Μητσοτάκη.