Πολιτικη & Οικονομια

Πού θέλει να πάει το ΠΑΣΟΚ;

«Οι ίσες αποστάσεις δεν έχουν κανένα νόημα, όταν πρόκειται για την πορεία που πρέπει να πάρει η χώρα…»

Λεωνίδας Καστανάς
4’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Η στρατηγική του ΠΑΣΟΚ-ΚΙΝΑΛ, τα σενάρια μελλοντικής κυβερνητικής συνεργασίας και η πολιτική στάση του κεντροαριστερού χώρου.

Όταν το έτος 2022 λες στην Κεντρική Επιτροπή του κόμματος του οποίου ηγείσαι ότι πρέπει να αγωνιστεί για ένα εκλογικό αποτέλεσμα «που θα στείλει τη Ν.Δ. στην αντιπολίτευση και θα δημιουργήσει μια προοδευτική κυβέρνηση με το ΠΑΣΟΚ πρωταγωνιστή», όλοι καταλαβαίνουν ότι ανακοινώνεις ευθαρσώς τη μελλοντική κυβερνητική συνεργασία ΣΥΡΙΖΑ – ΠΑΣΟΚ. Διότι με 12% κυβέρνηση δεν φτιάχνεις. Και επειδή μπορεί κάποιοι να μην κατάλαβαν, κάνεις αναφορά και στη συνεργασία ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ, για να δείξεις εμμέσως πλην σαφώς ότι η δικομματική του μέλλοντος μας δεν θα είναι τέτοια. Θα είναι καλύτερη. Διότι δεν θα ‘χει τους ΑΝΕΛ αλλά το ΠΑΣΟΚ στη θέση του ελάσσονος εταίρου.

Φυσικά και δεν είναι κακό να επιζητείς συνεργασία με τον ΣΥΡΙΖΑ. Ελληνικό σοσιαλιστικό κόμμα είσαι με σοσιαλιστές και κομμουνιστές θα θέλεις να τακιμιάσεις. Όχι με δεξιούς, ούτε με ακροκεντρώους. Διότι, στην Ελλάδα  όσοι μιλάνε για «προοδευτική διακυβέρνηση», πόσο μάλλον για σοσιαλδημοκρατική όλοι υπονοούν συνεργασία ΣΥΡΙΖΑ-ΠΑΣΟΚ. Αυτά είναι τα προοδευτικά κόμματα. Φυσικά και το ΜΕΡΑ 25 και το ΚΚΕ δεν υπολείπονται προοδευτικότητας, αλλά είναι ολίγον τι ακραία και κάπως το πράγμα χοντραίνει, (γέλια). Εξάλλου ένα κόμμα που δεν ψήφισε στη Βουλή την επαναλειτουργία των ναυπηγείων της χώρας μόνο στον προοδευτικότατο χώρο μπορείς να το κατατάξεις. Που αλλού;

Μετά βέβαια αυτήν την ατυχή, πλην όμως ειλικρινή, δήλωση του προέδρου του ΠΑΣΟΚ, έγινε προσπάθεια μια κάποιας ανασκευής  ώστε να διασκεδαστούν οι εντυπώσεις αλλά η ζημιά είχε ήδη γίνει. Εξάλλου αυτή η καραμέλα των προγραμματικών συγκλίσεων που αλλού οδηγεί, αν όχι στον ΣΥΡΙΖΑ; Είναι δυνατόν η σημερινή ηγετική ομάδα του ΠΑΣΟΚ (και όχι το ΠΑΣΟΚ γενικώς) να βρει προγραμματικές συγκλίσεις με τη ΝΔ και μάλιστα του Μητσοτάκη; Πού; Στα θέματα της «νεοφιλελεύθερης» οικονομίας, της φιλoνατοϊκής εξωτερικής πολιτικής, της σύγχρονης εντατικής εκπαίδευσης, ή της ψηφιακής λειτουργίας του κράτους; Ή μήπως στα θέματα εθνικής ασφάλειας ή και ασφάλειας γενικώς; Συνεπώς ο καθένας ξέρει ότι αυτό το ΠΑΣΟΚ μόνο με το ΣΥΡΙΖΑ μπορεί να συνεργαστεί σε μια πάντοτε «προοδευτική» κατεύθυνση. Εκτός κι αν όλα όσα ειπώθηκαν αφορούσαν μια αμιγή κυβέρνηση ΠΑΣΟΚ. Αλλά κάτι τέτοιο με τα σημερινά δεδομένα είναι εξωπραγματικό τουλάχιστον μέχρι τις επόμενες εκλογές.     

Ωστόσο τέτοιες δηλώσεις, ακόμα και αν θεωρηθούν αμφιλεγόμενες, μόνο μια στρατηγική ήττας εξυπηρετούν. Διότι όπως δείχνουν όλες οι δημοσκοπήσεις, εδώ και πολύ καιρό, η μεγάλη πλειοψηφία των ψηφοφόρων του ΠΑΣΟΚ δεν θέλουν να ακούσουν για συνεργασία με τον ΣΥΡΙΖΑ. Διότι αυτοί έπαθαν και έμαθαν. Κάποια στελέχη πάλι, όχι. Οι απλοί ψηφοφόροι δεν έχουν ξεχάσει τη λεηλασία του κόμματός τους από την Αριστερά, ούτε τα «γερμανοτσολιάδες», «Μερκελιστές», «προσκυνημένοι και «Νενέκοι» που άκουσαν τα όμορφα εκείνα χρόνια του αντιμνημονιακού αγώνα. Από μέλη και κυρίως στελέχη του ΣΥΡΙΖΑ. Κάποια στελέχη βέβαια κοιτούν πολύ μπροστά και δικαίωμά τους να βλέπουν στο βάθος τη νέα σοσιαλιστική Ελλάδα.

Από την άλλη, δεν είναι κακό ένα κόμμα σαν το ΠΑΣΟΚ, δηλαδή το τρίτο προς το παρόν κόμμα, να μην θέλει να συμμετάσχει σε καμιά κυβέρνηση συνεργασίας. Θα μπορούσε να δηλώσει, τίμια και καθαρά ότι δεν θα ήθελε καμιά συμμετοχή σε συγκυβέρνηση είτε με ΝΔ, είτε με ΣΥΡΙΖΑ, είτε ακόμα και σε μειοψηφική με ΣΥΡΙΖΑ και ΜΕΡΑ 25 υπό την ανοχή του ΚΚΕ, (λέμε τώρα). Να δηλώσει ότι το σύνταγμα προβλέπει διαδικασία διαδοχικών επαναληπτικών εκλογών μέχρι να σχηματίσει κάποιο κόμμα κυβέρνηση, πράγμα που γίνεται ευκολότερο με το πλειοψηφικό σύστημα των μεθεπόμενων εκλογών. Δεν αναφέρομαι φυσικά σε σενάρια επιστημονικής φαντασίας για κυβέρνηση εθνικής ενότητας με τη συμμετοχή όλων. Έτσι θα έκλεινε το στόμα κάθε καλοθελητή και θα κρατούσε για τον εαυτό του τον ρόλο του «ΚΚΕ του κέντρου». Και αυτό είναι μονόδρομος αν δεν μπορεί τα βρει με κανένα άλλο κόμμα. Αλλά δεν το λέει. Πράγμα που μάλλον σημαίνει ότι μπορεί και να τα βρει. Αλλά με ποιο;

Γιατί όμως ο Νίκος Ανδρουλάκης είναι «υποχρεωμένος» να καταφεύγει σε αμφισημίες που όμως δηλώνουν συμπάθεια ή και διάθεση συνεργασίας με το ΣΥΡΙΖΑ; Γιατί ρισκάρει να πάει στις επόμενες εκλογές με το σύνθημα «Η ψήφος στο ΠΑΣΟΚ είναι ψήφος στον ΣΥΡΙΖΑ», στα χείλη των αντιπάλων του; Μήπως διότι η ΝΔ τον παρακολουθούσε; Όχι. Διότι κατ’ αυτόν, ο ΣΥΡΙΖΑ έχει το «αριστερόμετρο» και η ΝΔ είναι η επάρατη δεξιά του ‘60. Και γι’ αυτό όταν έσκασε η θλιβερή πρόσφατη ιστορία με την Εύα Καϊλή δεν αρκέστηκε στη διαγραφή της, αλλά έσπευσε να τη χρεώσει στις δυνάμεις του κακού, δηλαδή στη Νέα Δημοκρατία. Ποια, την Καϊλή, ένα μέλος του κόμματος από το 1992, βουλευτή από το 2007, ευρωβουλευτή από το 2014 και μέχρι χτες αντιπρόεδρο του Ευρωκοινοβουλίου. Δεν γίνονται αυτά τα πράγματα; Και όμως γίνονται. 

Ταυτόχρονα, έσπευσε στο τελείως άσχετο να κάνει πάλι δηλώσεις περί προοδευτικής διακυβέρνησης, προκειμένου να λάβει την «ευλογία του ηθικού πλεονεκτήματος της Αριστεράς». Αυτό είναι το δυστύχημα του κεντροαριστερού χώρου. Η μόνιμη σχεδόν εμμονική αναφορά του στην Αριστερά προκειμένου να αποκτήσει προοδευτικά διαπιστευτήρια. Και απ’ ό,τι φαίνεται ούτε τα πεπραγμένα του ΣΥΡΙΖΑ από το 2015 έως το 2019 είναι ικανά για να του αλλάξουν γνώμη, αλλά ούτε και η συμπεριφορά του 3,5 χρόνια στην αντιπολίτευση. Το πρόβλημα του ΠΑΣΟΚ δεν είναι ότι δεν μπορεί να διαβάσει τον ΣΥΡΙΖΑ, αλλά ότι δεν μπορεί να διαβάσει την πορεία του σύγχρονου, ελεύθερου κόσμου. Που είναι πια καθαρά στην κατεύθυνση της φιλελεύθερης κοινωνίας των ανοικτών θεσμών. Και γι’ αυτό η συνεχής αναφορά στο παλιό, καλό, σοσιαλιστικό ΠΑΣΟΚ και στον Ανδρέα Παπανδρέου. 

Το ΠΑΣΟΚ στο μέλλον μπορεί να ελπίζει σε δύο πράγματα, αρκεί αυτά να συμβούν ταυτόχρονα. Η ΝΔ, χωρίς τον Κ. Μητσοτάκη, να μεταλλαχθεί και πάλι σε ένα αμιγώς δεξιό, «ελληνοπρεπές» χριστιανοδημοκρατικό κόμμα και ο ΣΥΡΙΖΑ, μετά την επόμενη ήττα του, σε ένα καθαρά νεοκομμουνιστικό κόμμα διαμαρτυρίας και πάλι. Έτσι ένα κεντρώο ή κεντροαριστερό ΠΑΣΟΚ έχει προοπτικές να αναδειχθεί σε ηγετική δύναμη. Αν τα πράγματα όμως μείνουν στην πολιτική σκηνή ως έχουν, το κόμμα αυτό μοιραία θα μαραθεί και θα συρρικνωθεί αφού δεν μπορεί να αποφασίσει για την κατεύθυνση που πρέπει να πάρει και να την υπηρετήσει με συνέπεια. Τούτων δοθέντων, ο Ν. Ανδρουλάκης δεν μπορεί να πείσει ούτε ότι είναι καλύτερος κεντρώος μάνατζερ από τον Κ. Μητσοτάκη, αλλά ούτε και σκληρότερος αριστερός λαϊκιστής από τον Α. Τσίπρα. Έχει την ατυχία του ενδιάμεσου που όμως δεν μπορεί να ξεχωρίσει.

Έως ότου να ξεκαθαρίσουν κάπως τα πράγματα στους δύο εταίρους του δικομματισμού, το ΠΑΣΟΚ μπορεί να στέκει στο κέντρο, κάνοντας όμως γόνιμη πολιτική και αποφεύγοντας φυσικά τις «πατάτες». Πολιτική στο πλαίσιο του αστικού εκσυγχρονισμού, της βιώσιμης καπιταλιστικής ανάπτυξης, των ελεύθερων και ανοικτών θεσμών, με τη δική του βέβαια σοσιαλδημοκρατική ματιά. Οι ίσες αποστάσεις δεν έχουν κανένα νόημα, όταν πρόκειται για την πορεία που πρέπει να πάρει η χώρα, δηλαδή για το μέλλον της πατρίδας μας. Το σημερινό διακύβευμα είναι πλέον σαφές. Προς τη Δύση ή προς την Ανατολή; Ικανό μέρος της ΝΔ έχει διαλέξει τη Δύση. Ικανότατο μέρος του ΣΥΡΙΖΑ την Ανατολή. Καιρός είναι να αποφασίσει και το ΠΑΣΟΚ με ποιους θα πάει και ποιους θ’ αφήσει. Όταν το λύσει όλα θα γίνουν αμέσως πιο εύκολα. Και η πολιτική θα έρθει σχεδόν μόνη της. Αλλά να το λύσει σύντομα.