Πολιτικη & Οικονομια

Παρακολουθήσεις: Aκολούθησε το χρήμα...

Η μετάβαση από την οικονομική στην πολιτική ισχύ γίνεται με πολλούς τρόπους. Άλλοι είναι νόμιμοι και άλλοι παράνομοι. Αυτή τη δεύτερη κατηγορία τη γνωρίζουμε πολύ καλά στην Ελλάδα

81922-183211.jpg
Παντελής Καψής
2’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ
Επικύρωση συμφωνίας

Η μετάβαση από την οικονομική στην πολιτική ισχύ, τα σκάνδαλα και οι παρακολουθήσεις.

Ο Έλον Μασκ αγόρασε το τουίτερ με 44 δισεκατομμύρια δολάρια. Ξόδεψε δηλαδή ένα ποσό περίπου ίσο με το 20% του ελληνικού ΑΕΠ! Το κατάφερε επειδή η προσωπική του περιουσία είναι κι αυτή περίπου ίση με το ΑΕΠ της Ελλάδας. Αν η οικονομική επιφάνεια αποτελεί αποτύπωση και της πολιτικής δύναμης, τότε σίγουρα ο Μασκ είναι πολύ ισχυρότερος από τον έλληνα πρωθυπουργό. Σε αντίθεση με άλλους του σιναφιού του μάλιστα, ο Μασκ δεν κρύβει τις φιλοδοξίες του. «Αγόρασα το τουίτερ», δήλωσε, «επειδή θέλω να το κάνω την κοινή ψηφιακή πλατεία του κόσμου». Η μεταφορά της πλατείας είναι απόλυτα επιτυχημένη. Τα κοινωνικά δίκτυα αποτελούν πράγματι το σημερινό ανάλογο της εκκλησίας του Δήμου. Εκεί διεξάγεται ο διάλογος και διαμορφώνονται οι αντιλήψεις για μια σημαντική μερίδα της ανθρωπότητας. Το ότι τα δίχτυα ελέγχονται από μια χούφτα υπερ-πλουσίων αποτελεί σίγουρα μια ακόμα ένδειξη ότι όλο και πιο πολύ οι δημοκρατίες εκπίπτουν σε ολιγαρχίες.

Μια έρευνα που έγινε πριν από λίγα χρόνια στις ΗΠΑ, από τους καθηγητές Μάρτιν Γκίλενς του Πρίνστον και Βενιαμίν Πέιτζ του Νορθγουέστερν, αποτύπωσε την πολιτική ισχύ της οικονομικής ολιγαρχίας και σε αριθμούς. Σύμφωνα με αυτή, μια πολιτική θέση έχει πολύ μεγαλύτερες πιθανότητες να υιοθετηθεί από το Κογκρέσο αν υποστηρίζεται από το 10% των πλουσιότερων αμερικανών. Αντιθέτως όταν υποστηρίζεται από την πλειοψηφία των πολιτών αλλά όχι από την οικονομική ελίτ, τότε οι πιθανότητες να υιοθετηθεί είναι μόλις 18%.

Η μετάβαση από την οικονομική στην πολιτική ισχύ γίνεται με πολλούς τρόπους. Άλλοι είναι νόμιμοι και άλλοι παράνομοι. Αυτή τη δεύτερη κατηγορία τη γνωρίζουμε πολύ καλά στην Ελλάδα. Πρόσφατα ήρθε στο φως και η πιο ακραία ίσως μορφή της, με την διάβρωση κρατικών υπηρεσιών. Το σκάνδαλο των παρακολουθήσεων μας απασχόλησε για τις πολιτικές του διαστάσεις. Ίσως είναι πιο ανησυχητικό το πώς διαπλέκεται με επιχειρηματικά συμφέροντα. Ο δημοσιογράφος Θ. Κουκάκης δεν ερευνούσε  ένα θέμα που αφορούσε τις υπηρεσίες του κράτους ή είχε οποιαδήποτε σχέση με την εθνική ασφάλεια. Το αντικείμενό του ήταν οι δραστηριότητες ιδιωτικών τραπεζών. Θεωρητικά λοιπόν η έρευνά του θα έπρεπε να είχε υποστηριχθεί από την κυβέρνηση καθώς, αν είχε αποτελέσματα, θα υπηρετούσε το δημόσιο συμφέρον. Αντ’ αυτού ο δημοσιογράφος τέθηκε υπό παρακολούθηση από την ΕΥΠ. Όπως έγραψε ο Γιάννης Σουλιώτης στην Καθημερινή, κάποιοι πέτυχαν «την εργαλοιοποίηση της υπηρεσίας για την εξυπηρέτηση αλλότριων, πέραν των εθνικών, συμφερόντων». Δεν χρειάζεται πολύ σκέψη για να καταλάβει κανείς ποιοι είχαν κίνητρο να εμποδίσουν την έρευνα. Το πραγματικό ερώτημα είναι πώς πέτυχαν να θέσουν υπό παρακολούθηση τον δημοσιογράφο από μια κρατική υπηρεσία. Οι πιθανές απαντήσεις είναι δύο. Είτε το πέτυχαν έχοντας πρόσβαση στους πολιτικούς προϊστάμενους της υπηρεσίας είτε είχαν με κάποιο τρόπο άμεση πρόσβαση στην ίδια την υπηρεσία. Δεν είναι σαφές ποια εκδοχή είναι χειρότερη. Για παρακολουθήσεις που ενδεχομένως έγιναν «στα πλαίσια του πολέμου συμφερόντων επιχειρηματιών που είχαν υψηλές προσβάσεις σε ανώτατα κλιμάκια εξουσίας», έγραψε στο Βήμα και ο Βασίλης Λαμπρόπουλος.

Το χειρότερο είναι ότι όλες αυτές οι υποψίες και οι ενδείξεις έμειναν αναπάντητες. Αιωρούνται και συνεχίζουν να δηλητηριάζουν την πολιτική ζωή. Από την εξεταστική επιτροπή δεν μάθαμε κάτι, μόνο ότι οι λόγοι των παρακολουθήσεων ήταν απόρρητοι. Αλλά βέβαια δεν χρειαζόταν κοτζάμ επιτροπή της Βουλής για να το μάθουμε. Ήταν φανερό ότι η κυβέρνηση από την αρχή δεν είχε την παραμικρή πρόθεση να ρίξει φως στην υπόθεση. Η επίσημη δικαιολογία, ότι έπρεπε να προστατευθεί η λειτουργία της μυστικής υπηρεσίας της χώρας, δεν ήταν παράλογη. Από το να αποκαλυφθούν όμως πραγματικά απόρρητες πληροφορίες ως το να δοθούν αξιόπιστες εξηγήσεις   σε ένα μικρότερο έστω αριθμό εκπροσώπων της Βουλής ή στους άμεσα πληττόμενους, υπάρχει απόσταση. Στην πραγματικότητα η κυβέρνηση κέρδιζε χρόνο ελπίζοντας ότι η υπόθεση θα ξεχαστεί.

Να ξεχαστεί, ελπίζει, και για την υπόθεση Πάτση. Εδώ η υπόθεση αγγίζει τα όρια της φάρσας. Κατ’ αρχήν επειδή τα στοιχεία για όλες τις παρανομίες ήταν δημόσια προσβάσιμα. Απλώς κανείς δεν ενδιαφέρθηκε. Πιο γαργαλιστικό όμως είναι το στοιχείο ότι το 2010, μια μεγάλη τράπεζα ανέθεσε σε έναν δικηγόρο ένα μέρος από τα κόκκινα της δάνεια, έτσι, επειδή τον γνώριζε! Χωρίς διαδικασίες μόνο επειδή είχε τις κατάλληλες γνωριμίες. Κάποιοι το είπαν και «κολλητηλίκι». Παραδόξως ήταν η ίδια τράπεζα για την οποία έκανε έρευνα ο Κουκάκης.

ΕΓΓΡΑΦΕΙΤΕ ΣΤΟ NEWSLETTER ΜΑΣ

Tα καλύτερα άρθρα της ημέρας έρχονται στο mail σου

ΠΡΟΣΦΑΤΑ

ΤΑ ΠΙΟ ΔΗΜΟΦΙΛΗ