Πολιτικη & Οικονομια

Πατσίσαμε;

Όσο τα προσωπικά και θεσμικά σκάνδαλα θα έρχονται να πατσίσουν την απουσία ουσιαστικής πολιτικής συζήτησης τόσο οι πολίτες θα απομακρύνονται απογοητευμένοι από την ουρά της κάλπης

Γιάννης Μεϊμάρογλου
2’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Τα πολιτικά σκάνδαλα, η απόκρυψή τους και η απομάκρυνση των ψηφοφόρων από τις εκλογικές κάλπες.

Πέρασαν 10 χρόνια από τότε που η τρικομματική κυβέρνηση ΝΔ-ΠΑΣΟΚ-ΔΗΜΑΡ, που συγκροτήθηκε το 2012 για να βγάλει τη χώρα από την κρίση, κατάφερε, με μια άκρως συμβολική απόφαση, να υπενθυμίσει ότι ακόμα και στις δυσκολότερες περιόδους δεν είναι δυνατόν να αλλάξει η καθεστωτική αντίληψη του πολιτικού συστήματος. Η αναλογική κατανομή των αξιωμάτων του δημοσίου μεταξύ των κυβερνητικών εταίρων (4-2-1) δεν άφησε καμιά απολύτως αμφιβολία περί αυτού. Ταυτόχρονα ήταν και η πρώτη φορά που δοκιμάστηκε -και εξανεμίστηκε- στην πράξη το «ηθικό πλεονέκτημα» της Αριστεράς ως κυβερνώσας. Η ΝΔ και το ΠΑΣΟΚ είχαν ήδη αποδείξει την πελατειακή τους προσήλωση στα χρόνια της μεταπολίτευσης.

Σε αυτήν ακριβώς την καθεστωτική νοοτροπία οφείλονται σε μεγάλο βαθμό και τα πρόσφατα θλιβερά περιστατικά που, αντί να προβληματίσουν τις πολιτικές δυνάμεις, φαίνεται να γίνονται νέο πεδίο πολιτικής αντιπαράθεσης αλλά και συμψηφισμών. Η -δημοσκοπική- αδιαφορία της κοινής γνώμης για το θέμα των παρακολουθήσεων, για παράδειγμα, δεν μπορεί να λειτουργεί ανακουφιστικά για τους κατά καιρούς κυβερνώντες γιατί μπορεί να εξελιχθεί σε μπούμερανγκ εναντίον όλου του πολιτικού συστήματος και της ίδιας της δημοκρατίας. Ούτε και μπορεί να γίνεται ένα τόσο κρίσιμο θεσμικό ζήτημα αντικείμενο συμψηφισμών, με το πρόσχημα ότι «και οι άλλοι τα ίδια έκαναν» όπως έγινε στην περίπτωση της διαχρονικής διακομματικής «αξιοποίησης» της ΕΥΠ για λόγους που υπερβαίνουν την εθνική ασφάλεια της χώρας.

Η περίπτωση των αποκαλύψεων της δημόσιας ενδοχώριας και παράνομης εξωχώριας επιχειρηματικής δράσης του βουλευτή κ. Πάτση είναι ακόμα πιο χαρακτηριστική. Πέραν των αδιαφιλονίκητων ευθυνών της ΝΔ, οι αρμόδιοι της οποίας και γνώριζαν και σιωπούσαν, υπάρχει και το τεράστιο πρόβλημα της θεσμικής λειτουργίας και του ρόλου της κοινοβουλευτικής επιτροπής ελέγχου του «πόθεν έσχες» των βουλευτών που έχει εξελιχθεί, με την σιωπηρή συναίνεση όλων των μελών της, σε επιτροπή συγκάλυψης του «πόθεν», που είναι και το ζητούμενο. Ας μην ξεχνάμε ότι και ο καταδικαστείς κορυφαίος υπουργός των κυβερνήσεων του ΠΑΣΟΚ είχε «βγει λάδι» από τον έλεγχο της επιτροπής πριν οι παράνομες δραστηριότητές του αποκαλυφτούν από την τακτική δικαιοσύνη.

Ευτυχώς που δόθηκε, μέσω του βουλευτή Γρεβενών της ΝΔ, η ευκαιρία στον «αψύ Σφακιανό» υπουργό του ΣΥΡΙΖΑ να πατσίσει τις δικές του ατασθαλίες κάνοντας τη σχετική καταγγελία. Χαρακτηριστικό του κλίματος συμψηφισμού και επιχείρησης παραγραφής από τη μνήμη τέτοιων ποινικών αδικημάτων είναι και οι γέφυρες που κάποιοι επιχείρησαν να επεκτείνουν ως τα Χανιά, επαινώντας έναν υπουργό του ΣΥΡΙΖΑ που υπερηφανευόταν δημόσια ότι κρατούσε διπλά λογιστικά βιβλία. Ούτε και η παραδοχή του αυτή, ωστόσο, στάθηκε ικανή να συγκινήσει την αρμόδια επιτροπή της Βουλής που εξακολουθεί να δείχνει διακομματική επιείκεια στους φοροφυγάδες συναδέλφους…

Η ουσία είναι ότι η μεταρρύθμιση του πολιτικού συστήματος αποδεικνύεται δυσκολότερη από όλες αφού, ακόμα και όταν εξαγγέλθηκε, δεν ολοκληρώθηκε ποτέ κυρίως λόγω του υψηλού πολιτικού κόστους αφού το ξεβόλεμα του πολιτικού προσωπικού συναντάει ανυπέρβλητες αντιδράσεις. Τα τελευταία χρόνια, ως «μεταρρυθμίσεις» θεωρούνται μόνον οι αλλαγές του εκλογικού νόμου με μοναδικό διακύβευμα το μπόνους των εδρών του πρώτου κόμματος με στόχο την αυτοδυναμία. Η απλή αναλογική, η κατάργηση δηλαδή του μπόνους, προέκυψε και αυτή από κομματική σκοπιμότητα όταν ο κυβερνητικός ακόμα ΣΥΡΙΖΑ διαπίστωσε ότι δεν θα κέρδιζε τις επόμενες εκλογές.

Η συνήθης δικαιολογία είναι ότι δεν υπάρχει στην Ελλάδα κουλτούρα συνεργασίας. Ούτε και πρόκειται να υπάρξει όσο τα κόμματα θα εμφανίζουν μια ενδεχόμενη κυβερνητική συνεργασία ως ξεπούλημα των αρχών τους και όσο ο εκλογικός νόμος θα επιβάλλει την εκλογή βουλευτών αποκλειστικά της επιλογής των αρχηγών των κομμάτων, χωρίς περιθώρια αξιοκρατικής επιλογής εκ μέρους των πολιτών και από μια κοινή λίστα υποψηφίων. Όσο καιρό, τα προσωπικά και θεσμικά σκάνδαλα θα έρχονται να πατσίσουν την απουσία ουσιαστικής πολιτικής συζήτησης τόσο οι πολίτες, κυρίως οι νέοι, θα απομακρύνονται απογοητευμένοι από την ουρά της κάλπης αναζητώντας αλλού τις λύσεις στα συσσωρευμένα αδιέξοδά τους. Η αδιαφορία και η αποχή κάνουν το πολιτικό σύστημα ακόμα πιο αδύναμο.