Πολιτικη & Οικονομια

Η αριστερά και ο σεξισμός της συμφοράς

Το ξεδίπλωμα του φανατισμού γίνεται με τέτοιον τρόπο που δεν αφήνει αμφιβολίες

Προκόπης Δούκας
3’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Ο Προκόπης Δούκας αναρωτιέται αν το bullying θα αποτελεί από εδώ και πέρα το βασικό χαρακτηριστικό του δημόσιου διαλόγου.

Όσο κι αν είναι διαπιστωμένο το πρόβλημα της έκπτωσης της πολιτικής και της αποφυγής της από άξιους εκπροσώπους της κοινωνίας, όσο κι αν είναι γνωστή η τοξικότητα που έφεραν τα social media και ο λαϊκισμός στο δημόσιο βίο, όσο κι αν είναι εμφανές οτι η εντιμότητα και η ηθική εκλείπουν την ώρα που η προεκλογική οξύτητα ανεβαίνει, δεν μπορεί παρά να εκπλήσσεται κανείς για τον τρόπο με τον οποίο διεξάγεται η πολιτική αντιπαράθεση από κυρίαρχες και επίσημες, θεσμικές εξουσίες στη χώρα.

Η νέα μεθοδολογία προβλέπει, πρώτα από όλα, να ανακαλύψεις κάτι τραβηγμένο από τα μαλλιά, να κάνεις την τρίχα τριχιά και να αντιστρέψεις την πραγματικότητα. Περιλαμβάνει επίσης πάση θυσία τo διαδικτυακό λιντσάρισμα αυτού που ενοχλεί: Απώτερος στόχος η φίμωση, να το ξανασκεφτεί διπλά, πριν το ξανακάνει. Γιατί ο βουλευτής δεν φιμώνεται, ο ανεξάρτητος δημοσιογράφος όμως εύκολα βρίσκεται απροστάτευτος στην ομοβροντία. Το ξεδίπλωμα του φανατισμού γίνεται με τέτοιον τρόπο που δεν αφήνει αμφιβολίες. Ακόμα κι αν υπάρχουν κάποιες μεμονωμένες, ανεξάρτητες φωνές διαμαρτυρίας, αυτές καλύπτονται από το twitter storming της κεντρικής εντολής. Στη δημοκρατία, ο δημοσιογράφος κρίνεται ελεύθερα από το κοινό, όχι κατευθυνόμενα από τους πολιτικούς και τα κόμματα.

Εκτός από το ψέμα, σχεδόν πάντα επιστρατεύεται μια ηθικολογική υποκρισία, ώστε να αισθανθείς ένοχος και να αναγκαστείς να ζητήσεις συγνώμη. Δεν σου αφήνεται κανένα περιθώριο από τη συντονισμένη επίθεση να σκεφτείς και να αμυνθείς. Σκοπός είναι να εκνευριστείς και να κάνεις το μοιραίο λάθος. Ταυτόχρονα, όλοι είναι άσπιλοι και αμόλυντοι, παρά το γεγονός οτι έχουν καταπιεί αδιαμαρτύρητα τόνους χυδαίας, σεξιστικής, ρατσιστικής επίθεσης που προς τους δικούς τους πολιτικούς αντιπάλους. Α, και το κερασάκι: Όλα που δεν μας αρέσουν βαφτίζονται ακροδεξιά, τρομάρα μας…

Σε όλα τα τελευταία δέκα και πλέον χρόνια, από την κρίση των μνημονίων και μετά, μόνον ένας (ριζοσπαστικός κατά δήλωσή του) πολιτικός χώρος έχει εφαρμόσει αυτές τις τακτικές, αρνούμενος την άλλη άποψη, την κριτική, την ύπαρξη της αντίθεσης. Όποιος έχει δουλέψει στα media, ξέρει οτι σχεδόν ποτέ δεν έχουν σηκώσει τηλέφωνο για να βρίσουν, ακροατές που ψήφιζαν ΝΔ ή ΠΑΣΟΚ. Κι αν τους ενοχλούσαν αυτά που άκουγαν, τα αποδέχονταν σιωπηλά. Αυτό είναι ριζοσπαστισμός, η αποχή από κάθε ευθύτητα και εντιμότητα;

Αν ήμουν λοιπόν ένας έντιμος αριστερός, θα αναρωτιόμουν πώς έγινε ξαφνικά ένα κριτικό σχόλιο περί νεποτισμού, να προκαλεί κραυγές εναντίον ενός υποτιθέμενου σεξισμού, αφού η ίδια ακριβώς κριτική έχει ακουστεί πολλάκις και για άντρες, από το ίδιο στόμα. Εκτός αν οι γυναίκες είναι στο απυρόβλητο, ανεξαρτήτως της δημόσιας παρουσίας τους. Εκτός αν πρέπει να σιωπήσουμε, επειδή π.χ. η Λεπέν ή η Μελόνι, είναι γυναίκες. Και θα αναρωτιόμουν επίσης, πώς μια ιστορία που δεν αφορά καμία καθαρίστρια (γιατί δεν είχε ποτέ η πρωταγωνίστρια πραγματικά αυτή την ιδιότητα) να εμφανίζεται ως υπόθεση περιφρόνησης όσων ασκούν το συμπαθές επάγγελμα.

Και θα σκεφτόμουν, πολύ απλά: Για στάσου, εδώ ένας άνθρωπος που έχει δημόσιο λόγο, θίγει ένα ζήτημα ποιότητας του πολιτικού προσωπικού, που αφορά και την παράταξη μας, το ηθικό πλεονέκτημα που διαφημίζουμε (και που κάποτε κοσμούσε την αριστερά, μαζί με τόνους καλλιέργειας). Η αξιοκρατία είναι προϋπόθεση για τη λειτουργία της δημοκρατίας κι αυτό δεν αποκλείει καμία κοινωνική τάξη ή ομάδα, παντού υπάρχουν πολίτες που έχουν διακριθεί σε κάποιον τομέα και αξίζουν να εκπροσωπήσουν τους υπόλοιπους. Και η απαίτηση αυτή δεν αντισταθμίζεται από χιλιάδες ψήφους, όσες κι αν είναι αυτές.

Αντί λοιπόν να μας προβληματίζει ότι έχουμε κι εμείς, στις τάξεις μας, πολιτικούς χαμηλού επιπέδου (για τους οποίους δεν υπάρχει κανένα άλλοθι στους απέναντι, στους δεξιούς), κρύβουμε το πρόβλημα κάτω από το χαλί. Αντί να μας προκαλεί δυσανεξία οτι έχουμε πολιτικούς που κακοποιούν από αγραμματοσύνη τη γλώσσα, ελληνική ή αγγλική (κι ας έχουν πτυχία, εύκολα και άκοπα σε πολλές περιπτώσεις τη σήμερον ημέρα), με αλλεπάλληλα μαργαριτάρια όπως «τσέο» και «αρτιμελής κοινοβουλευτική ομάδα», το προσπερνάμε. Αντί να μας ενοχλεί οτι τεθλιμμένες ομπρελοκρατούσες γίνονται υπουργοί ή οτι πολιτικοί που ομολογούν ανερυθρίαστα οτι τηρούσαν διπλά βιβλία ή εξασφάλισαν μαϊμού-συμβάσεις κάνουν καριέρα, σιωπούμε.

Αν ήμουν ένας έντιμος αριστερός, δεν θα κατάπινα οτι το κόμμα μου έβγαλε κεντρική ανακοίνωση, στοχοποιώντας δημοσιογράφο που έκανε ένα σχόλιο στον ραδιοφωνικό ωκεανό (έστω βιαστικό ή άκομψο), έχοντας επιδιώξει τη διαστροφή των λεγομένων του, έτσι ώστε το βεβιασμένο λέκιασμα να αποδειχθεί αποτελεσματικό: ποτέ ξανά να μη θιγεί το ίδιο ζήτημα. Και θα αναρωτιόμουν γιατί καρφώνεται έτσι μια παράταξη που ήταν πάντοτε κατά της οικογενειοκρατίας και της ευνοιοκρατίας.

Θα σκεφτόμουν επίσης, γιατί το κόμμα μου, που αντιτάχθηκε με σφοδρότητα στην προσπάθεια φίμωσης δημοσιογράφων από την κυβέρνηση, με αφορμή τα «ανθελληνικά» δημοσιεύματα, τώρα επιτίθεται στο μη αρεστό δημόσιο σχόλιο. Θα αναρωτιόμουν γιατί δεν έψαξαν αν αυτός ο άνθρωπος έχει ταχθεί με συνέπεια υπέρ της αξιοκρατίας στην πολιτική κι αν έχει αρθρογραφήσει κατά του σεξισμού στον επαγγελματικό του χώρο. Και θα προβληματιζόμουν, για το τι οδήγησε μια ηγετική ομάδα να ασχολείται με τέτοια θέρμη κόντρα στην ελευθερία και ανεξαρτησία του Τύπου, για την οποία τόσο υποτίθεται οτι κόπτεται. Κι ας πληθαίνουν τα περιστατικά εκφοβισμού δημοσιογράφων.

Θα μου πεις, αν τα σκεφτόμουν όλα αυτά, δεν θα είχα καταπιεί αβίαστα την έλλειψη καλλιέργειας, τον ερασιτεχνισμό και την προσπάθεια παραπλάνησης των ψηφοφόρων, που οδήγησε τη χώρα να παιχτεί στα ζάρια. Ή δεν θα είχα δεχθεί αδιαμαρτύρητα τον εναγκαλισμό με τον ακροδεξιό συγκυβερνήτη. Δεν θα είχα αποδεχθεί τη μαζική λάσπη και το σανό, ότι δήθεν όλοι οι δημοσιογράφοι (που δεν είναι δικοί μας) είναι «πετσωμένοι». Δεν θα διανοούμην καν ότι το ηθικό πλεονέκτημα της αριστεράς είναι να επιδιώκει πάση θυσία την εξουσία, αλλά θα πίστευα οτι ο ρόλος της, από οποιοδήποτε πόστο, είναι να προστατεύει όσο μπορεί τους πιο αδύναμους. Όχι συστηματικά να τους παραπλανά και να τους κοροϊδεύει…