Πολιτικη & Οικονομια

Διαπραγμάτευση για το χρέος - Διδάγματα από το παρελθόν

 Η σημερινή συγκυρία μοιάζει μ’ αυτή του 2010

Χριστόφορος Σαρδελής
ΤΕΥΧΟΣ 497
3’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Ο Χριστόφορος Σαρδέλης γράφει για τη διαπραγμάτευση για το χρέος και τις ομοιότητες με το 2010.

Είναι γνωστό ότι η κατά Maastricht αρχιτεκτονική της Ευρωζώνης ήταν προβληματική. Το ίδιο ισχύει και για αυτή που τη διαδέχτηκε μετά το 2010. Καλύφθηκαν μεν κάποια κενά με τη δημιουργία μηχανισμών στήριξης, όπως ο ESM, ή με την αυστηροποίηση των συμφώνων, αλλά δεν ήταν μια ορθολογική και πειστική απάντηση στα προηγούμενα. Προέκυψε μέσα από τη διαχείριση μιας κρίσης, η οποία, με επίκεντρο την Ελλάδα, επιβλήθηκε υπό πίεση, από ισχυρούς σε αδύναμους.

H σημερινή δυστοκία να αντιμετωπιστούν αποφασιστικά οι κίνδυνοι της υφέρπουσας ύφεσης αναδεικνύει τα νέα κενά. Επιπλέον, η οξεία κριτική του κυρίου Σόιμπλε στις πρόσφατες πρωτοβουλίες της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας δείχνουν ότι βρισκόμαστε μπροστά σ’ έναν τρίτο κύκλο σχεδιασμού, με το ελληνικό πρόβλημα άλυτο. Εν όψει αυτών, μια υπενθύμιση των προηγούμενων λαθών είναι ίσως χρήσιμη για όλες τις πλευρές, προκειμένου να αποφευχθούν νέα λάθη.

Με τη συνθήκη του Maastricht, ο γαλλογερμανικός άξονας της εποχής βρήκε ένα ελάχιστο κοινό παρονομαστή για να ξεπεραστούν οι διχογνωμίες για την προώθηση της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης. Η αδυναμία του γαλλικού φράγκου να καταστεί ισότιμο νόμισμα με το γερμανικό μάρκο είχε φέρει στο προσκήνιο την ιδέα του κοινού νομίσματος. Πάνω σ’ αυτό το σημείο συγκρούστηκαν δύο διαμετρικά αντίθετες απόψεις. Η θέση της Γερμανίας ήταν ότι η νομισματική ένωση θα έπρεπε να έλθει ως επιστέγασμα μιας ουσιαστικής οικονομικής σύγκλισης, σε αντίθεση με τη γαλλική ότι το κοινό νόμισμα θα ήταν καταλύτης για την επιτάχυνσή της. Τελικά είχε επικρατήσει η γαλλική άποψη γιατί, ως εγγυήτρια δύναμη, η Γαλλία ήταν σε θέση να μπλοκάρει την ενοποίηση των δύο Γερμανιών.

Έτσι, η συνθήκη του Maastricht προέκυψε ως συμβιβαστική λύση, με πλήρη επίγνωση ότι το εγχείρημα ενείχε κινδύνους. Υπήρχε όμως και η διαβεβαίωση ότι η από κοινού διαχείριση μελλοντικών προβλημάτων ή κρίσεων θα ήταν απλά οι ευκαιρίες για την περαιτέρω εμβάθυνση της πολιτικής ενοποίησης. Με άλλα λόγια, η ΟΝΕ δημιουργήθηκε πρωτίστως για τη διατήρηση της ισορροπίας του γαλλογερμανικού άξονα, χωρίς θεσμοθετημένα αντισταθμιστικά μέτρα για τις υπόλοιπες χώρες που θα αποποιούνταν το εθνικό τους νόμισμα.

Η πρώτη ευκαιρία να δοκιμαστεί η γαλλική θέση ήρθε με το ξέσπασμα της παγκόσμιας χρηματοπιστωτικής κρίσης, η οποία, το 2009, απειλούσε με κατάρρευση χώρες-μέλη με υπερδιογκωμένο και ευάλωτο τραπεζικό σύστημα. Τα βλέμματα ήταν πρωτίστως στραμμένα στην Ιρλανδία, η κυβέρνηση της οποίας είχε σπεύσει να εγγυηθεί επισφαλείς καταθέσεις πολλαπλάσιες του ΑΕΠ και, δευτερευόντως, στην Ισπανία. Το πρόβλημα όμως ήταν ότι αυτές οι χώρες θεωρούνταν υποδειγματικές σύμφωνα με τα κριτήρια και την εν γένει φιλοσοφία του Maastricht. Επομένως, εκδήλωση κρίσης σε κάποια απ’ αυτές θα έφερνε στο προσκήνιο τις δομικές ατέλειες της Ευρωζώνης, όπως την έλλειψη θεσμικών οργάνων και κεφαλαίων για τη διαχείριση κρίσεων. Στην ουσία θα ήταν μια κρίση του ευρώ και είχε έλθει η στιγμή να φανερωθεί ποιος ή ποιοι ήταν πράγματι οι εγγυητές του υπερεθνικού αυτού νομίσματος.

Δυστυχώς, δεν θα μάθουμε ποτέ ποια θα ήταν εξέλιξη αν η κρίση δεν άλλαζε εστία, με ελληνική πρωτοβουλία. Η νεοεκλεγείσα κυβέρνηση άρχισε τη θητεία της με καταγγελίες για πλαστά στοιχεία και κρυφά ελλείμματα, παιχνίδι που είχε ξαναπαιχτεί με αντίστροφους ρόλους το 2004, ενώ ταυτόχρονα επέμενε στην άσκηση επεκτατικής δημοσιονομικής πολιτικής, παρά τις κλιμακούμενες δυσκολίες να χρηματοδοτήσει τα ελλείμματά της. Είχε επίσης ανοίξει διάλογο με το ΔΝΤ, κάτι που προφανώς ήταν γνωστό στα ευρωπαϊκά θεσμικά όργανα. Αναδύθηκε επομένως μια εστία κρίσης που δεν οφειλόταν στην προβληματική δομή της Ευρωζώνης αλλά στην παραβίαση των κανόνων λειτουργίας της, εκ μέρους κάποιου αναξιόπιστου εταίρου.

Όπως αναφέρει ο Pisani-Ferry στο εξαιρετικό βιβλίο του «Η αφύπνιση των δαιμόνων», το πρόβλημα της χώρας είχε επιλεγεί ως το πλέον κατάλληλο όχημα για τη δημιουργία μεταρρυθμιστικού κλίματος από τις αρχές του 2010 και η Ελλάδα χρησιμοποιήθηκε ως «ο ιδανικός ένοχος» για να διορθωθούν τα κακώς κείμενα με την αρχιτεκτονική της Ευρωζώνης. Το πρόβλημα βέβαια είναι ότι η διαχείριση της κρίσης χρωματίστηκε από το κλίμα τιμωρίας του ενόχου και όχι για την αντιμετώπιση δομικών προβλημάτων. Αν π.χ. η αντιμετώπιση της κρίσης είχε γίνει με αφορμή την «υποδειγματική» Ιρλανδία, το νέο πλαίσιο λειτουργίας της ΟΝΕ μάλλον θα είχε σχεδιαστεί πιο γενναιόδωρα και ορθολογικά, απαλλαγμένο από τα σύνδρομα σωφρονισμού και παραδειγματισμού. Αυτή είναι ίσως η πραγματική ζημιά που προκαλέσαμε στην Ευρωζώνη. Αντί να στηθούν μηχανισμοί που θα καθιστούσαν την ΟΝΕ μια πιο λειτουργική νομισματική ένωση, αυτοί σχεδιάστηκαν πρωταρχικά για τη διάσωση μιας αναξιόπιστης χώρας.

Η σημερινή συγκυρία μοιάζει μ’ αυτή του 2010. Το φάσμα της ύφεσης έχει φέρει στο προσκήνιο το πρόβλημα της λιτότητας και πώς αυτή περιορίζει ακόμη και την εμβέλεια της νομισματικής πολιτικής. Αν το εύλογο ελληνικό αίτημα για διευθέτηση του χρέους χρησιμοποιηθεί ως πρόσχημα για μια νέα μετατόπιση της εστίας του προβλήματος, η Ευρωζώνη σε λίγο θα βρεθεί μπροστά σε νέα αδιέξοδα. Χρέος 175% του ΑΕΠ σε συνθήκες στασιμότητας και σε νόμισμα που δεν έχουμε εκδοτικό δικαίωμα σαφώς δεν είναι βιώσιμο. Μη κάνοντας όμως κάτι για την ύφεση και τον αποπληθωρισμό, σε λίγο το χρέος πολλών χωρών της ΕΖ δεν θα είναι βιώσιμο. Εύχομαι η ελληνική πλευρά να χειριστεί πιο έξυπνα την κατάσταση αυτή τη φορά, ώστε και το χρέος μας να καταστεί διαχειρίσιμο και να μη χρεωθούμε ξανά με τα συστημικά προβλήματα της Ευρωζώνης.